Γάλλος διανοούμενος, συγγραφέας, λάτρης της περιπέτειας και πολιτικός, που κυριάρχησε για πάνω από σαράντα χρόνια στην πνευματική και πολιτική ζωή της Γαλλίας.
Αντρέ Μαλρό (1901 – 1976)
Ο Αντρέ Μαλρό (André Malraux) ήταν γάλλος διανοούμενος, συγγραφέας, λάτρης της περιπέτειας και πολιτικός, που κυριάρχησε για πάνω από σαράντα χρόνια (1930-1976) στην πνευματική και πολιτική ζωή της Γαλλίας. Οι νεανικές του περιπέτειες και εμπειρίες στην Ινδοκίνα τη δεκαετία του ‘20 επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την πνευματική του ανέλιξη.
Αγωνίστηκε κατά της αποικιοκρατίας, όπως πολλοί διανοούμενοι στις αρχές του 20ού αιώνα και στράφηκε αρχικά στο σοσιαλισμό. Έλαβε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στο πλευρό των Δημοκρατικών και ήταν δραστήριο μέλος της γαλλικής αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά η ιδεολογική του στροφή σηματοδοτήθηκε από την ενεργό υποστήριξή του στον στρατηγό Σαρλ ντε Γκολ. Όταν ο Ντε Γκολ εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας, ο Μαλρό χρημάτισε για δέκα χρόνια υπουργός Πολιτισμού.
Τα πιο γνωστά έργα του είναι τα μυθιστορήματα «Η Ανθρώπινη Μοίρα» (1933) και «Η Ελπίδα» (1937), καθώς και τα ιδιόρρυθμα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Αντιαπομνημονεύματα» (1967).
Το ταξίδι στην Ινδοκίνα
Ο Αντρέ-Ζορζ Μαλρό γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Νοεμβρίου 1901 και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Όταν οι γονείς του χώρισαν, πέρασε τα παιδικά του χρόνια με τη μητέρα και τη γιαγιά του. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο άρχισε να σπουδάζει γλώσσες της Ανατολής, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Μεγάλο μέρος της ευρυμάθειάς του το οφείλει στα προσωπικά του διαβάσματα, αλλά και στις καθημερινές του επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και μουσεία.
Ο Αντρέ Μαλρό κατά τη διάρκεια των ασιατικών περιπετειών του το 1923.
Σε ηλικία 21 ετών, συνοδευόμενος από τη συγγραφέα Κλάρα Γκολντσμίτ (1897-1982), την πρώτη του σύζυγό, εγκατέλειψε τη Γαλλία και πήγε στην Ινδοκίνα για να μελετήσει τον ναό Μπαντέι Σρέι, για την ανακάλυψη του οποίου είχε διαβάσει σε κάποιο αρχαιολογικό περιοδικό. Διασχίζοντας το καμποτζιανό δάσος έφτασε στο ναό, αφαίρεσε απ’ αυτόν ορισμένα ανάγλυφα και τα πήρε μαζί του στην Πνομ-Πενχ, την πρωτεύουσα της Καμπότζης. Συνελήφθη όμως και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αλλά με τη μεσολάβηση της γαλλικής κυβέρνησης αφέθηκε ελεύθερος.
Μόλις ξέσπασε η επανάσταση στη Νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 και η παλιά τάξη άρχισε να κλονίζεται, ο Μαλρό, αφού κατήγγειλε τη γαλλική αποικιοκρατία στην περιοχή, οργάνωσε την Ένωση Νέων του Ανάμ (τον πρόδρομο των Βιετμίνχ, ή την Ένωση για την Ανεξαρτησία του Βιετνάμ) και ίδρυσε την εφημερίδα «L’ Indochine Enchainee» («Η Αλυσοδεμένη Ινδοκίνα») στη Σαϊγκόν.
Διασχίζοντας την Κίνα, ο Μαλρό γνώρισε – ή τουλάχιστον άφησε να γίνει πιστευτό ότι γνώρισε – τον Μιχαήλ Μποροντίν, τον ρώσο κομμουνιστή σύμβουλο του Σουν Γιατ Σεν και του Τσανγκ Κάι Σεκ, ο οποίος προαισθάνθηκε το επαναστατικό μέλλον της Κίνας και προέβλεψε τη διαφορά μεταξύ της ένοπλης αγροτικής επανάστασης του Μάο Τσε Τουνγκ και της σοβιετικής ορθοδοξίας.
Ο Μαλρό έμελλε να επιστρέψει πολλές φορές στην Ασία. Το 1929 έκανε σημαντικές ανακαλύψεις ελληνο-βουδιστικής τέχνης στο Αφγανιστάν και το Ιράν. Το 1934 πέταξε πάνω από τη Ρουμπ αλ-Χάλι στην Αραβία και ανακάλυψε τον αρχαιολογικό χώρο που ίσως ήταν η θρυλική πόλη της βασίλισσας του Σαβά.
«Ο Πειρασμός της Δύσης» και βραβείο Γκονκούρ για το βιβλίο «Η Ανθρώπινη Μοίρα»
Μετά τη δεύτερη επιστροφή του από την Ινδοκίνα το 1926, δημοσίευσε το βιβλίο «Ο Πειρασμός της Δύσης» («La Tentation de l’ Occident»), στο οποίο προσπάθησε να προσδιορίσει στους δύο πολιτισμούς – Δυτικό και Ανατολικό – αυτό που έχει προσφέρει ο ένας στον άλλον. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματά του «Οι κατακτητές» («Les Conquerants», 1928) και «Η Βασιλική Οδός» («La Voie Royale», 1930) καθώς και «Η Ανθρώπινη Μοίρα» («La Condition humaine», 1933), που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ και τον έκανε γνωστό κι εκτός των γαλλικών συνόρων.
Το μυθιστόρημα αυτό εκτυλίσσεται στη Σαγκάη κατά τη διάρκεια της συντριβής από τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ και τους Εθνικιστές των πρώην κομμουνιστικών συμμάχων τους το 1927. Οι κύριοι χαρακτήρες του είναι κινέζοι κομμουνιστές συνωμότες και ευρωπαίοι τυχοδιώκτες που προδίδονται τόσο από τους Εθνικιστές, όσο και από τους απεσταλμένους της Σοβιετικής Ρωσίας. Κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα επηρεάζεται διαφορετικά από την τραγική μοίρα που τον περιμένει, αλλά η αλληλεγγύη που προκύπτει από την κοινή πολιτική τους δράση φαίνεται ότι είναι το μόνο αντίδοτο στην ανούσια μοναξιά που είναι το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης.
«Η Εποχή της Καταφρόνιας» και «Ψυχολογία της Τέχνης»
Όταν ο φασισμός, με τη μορφή του ναζισμού, εμφανίστηκε τη δεκαετία του ‘30 στην Ευρώπη, ο Μαλρό διείδε την απειλή του και προήδρευσε σε επιτροπές για την απελευθέρωση των κομμουνιστών ηγετών Ερνστ Τέλμαν και Γκιόργκι Ντιμιτρόφ από τις ναζιστικές φυλακές. Ήταν ενεργό μέλος του Εθνικού Συνδέσμου κατά του Αντισημιτισμού και το 1935 – προτού ο κόσμος πληροφορηθεί για την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης – δημοσίευσε το βιβλίο «Η Εποχή της Καταφρόνιας» («Le Temps du Mépris»), το οποίο οι κριτικοί χαρακτήρισαν άστοχα ως «εξωτικό». Συγχρόνως άρχισε να γράφει την «Ψυχολογία της Τέχνης» («Psychologie de l’ Art»), έργο συναφές με τα άλλα ενδιαφέροντά του, γιατί για τον Μαλρό οι αισθητικές ιδέες, όπως η φιλοσοφία της πράξης που εκφράζεται στα μυθιστορήματά του, είναι πάντοτε μέρος του αιώνιου ερωτήματος του ανθρώπου για τη μοίρα και της αντίστοιχης απάντησής του σ’ αυτή.
Μόλις ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος τον Ιούλιο του 1936, ο Μαλρό διέσχισε τα Πυρηναία και οργάνωσε σε μία μόνο εβδομάδα μία διεθνή μοίρα αεροπλάνων κι έγινε μοίραρχός της. Μετά από διάφορες αποστολές στο μέτωπο της Μαδρίτης, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τους ηρωικά μαχόμενους Δημοκρατικούς. Το αριστούργημά του «Η Ελπίδα» («L' Espoir»), βασισμένο στις εμπειρίες του από την Ισπανία, δημοσιεύθηκε το 1937. Μία κινηματογραφική ταινία της οποίας ήταν παραγωγός και σκηνοθέτης στη Βαρκελώνη το 1938, βασισμένη στο βιβλίο του, δεν προβλήθηκε στη Γαλλία παρά μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γερμανία (Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ) γκρέμισε με μιας και για πάντα το παλιό όνειρο μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς, μέσω της οποίας ο κόσμος στο σύνολό του θα γινόταν κομμουνιστικός, ο Μαλρό κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στα τεθωρακισμένα. Συνελήφθη, αλλά απέδρασε στην ελεύθερη ζώνη της Γαλλίας, όπου συνδέθηκε με την αντίσταση, παίρνοντας το όνομα «Μπερζέρ» – όνομα που έδωσε αργότερα στον ήρωα του ημιτελούς μυθιστορήματός του «Η Πάλη με τον Άγγελο» («La Lutte avec l’ Ange»).
Η συνάντηση με τον Ντε Γκολ στο Αλσατικό Μέτωπο
To 1944 συνελήφθη εκ νέου από τους Γερμανούς και υπέστη εικονική εκτέλεση. Μετά την απελευθέρωσή του από τις Γαλλικές Δυνάμεις του Εσωτερικού, σχημάτισε την ταξιαρχία Αλσατίας - Λορένης, την οποία διοίκησε κατά την εκστρατεία της 1ης Γαλλικής Στρατιάς κατά του Στρασβούργου στην Αλσατία. Κατά την περίοδο αυτή της δοκιμασίας, οι ιδέες του μεταβλήθηκαν και μπόρεσε να ανακαλύψει και πάλι κάποιο νόημα εθνικής ενότητας και μια νέα υπόσχεση που έδινε ο Δυτικός πολιτισμός.
Στο Αλσατικό Μέτωπο συνάντησε τον στρατηγό Ντε Γκολ, με τον οποίο στη συνέχεια έμελλε να συνδεθεί η μοίρα του. Ορίστηκε προσωρινά υπουργός Πληροφοριών (Νοέμβριος 1945 - Ιανουάριος 1946) στην πρώτη κυβέρνηση του Ντε Γκολ. Κατόπιν ακολούθησε τον στρατηγό, όταν αυτός αποχώρησε, και από τη θέση της αντιπολίτευσης εκφώνησε λαμπρούς λόγους ως βουλευτής του γκολικού κόμματος «Συναγερμός του Γαλλικού Λαού» (RPF).
Αποσύρθηκε στη βίλα του στην Μπουλόν στη βόρεια Γαλλία κι εκεί αφοσιώθηκε στη μνημειώδη συστηματική εμβάθυνσή του σε ζητήματα τέχνης. Σαν ένα είδος προοιμίου στον ιστορικό ρόλο που σύντομα θα έπαιζε το έργο του «Οι Φωνές της Σιωπής» («Les Voix du Silence»), δημοσιευμένο το 1951, αναδίδει τον ήχο τού πρώτου παγκόσμιου ουμανισμού, του ουμανισμού της αδελφότητας των έργων τέχνης, τα οποία κληροδοτούν στον άνθρωπο καθετί ευγενές στον κόσμο και τα οποία, περιφρονώντας τον θάνατο, προσφέρουν το θεμέλιο του αληθινού μεγαλείου του ανθρώπου.
Παρότι η ζωή του ήταν γεμάτη περιπέτειες και πλούσια σε εμπειρίες, ο Μαλρό δεν είχε αποκτήσει την εμπειρία της εξουσίας, όταν ο Ντε Γκολ του ανέθεσε το υπουργείο Πολιτισμού το 1958. Για μία δεκαετία διατήρησε το χαρτοφυλάκιό του και ήταν ένας από τους στενότερους φίλους και συνεργάτες του γάλλου προέδρου. Αλλά τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του περιορίζονταν από τα μέσα που είχε στη διάθεσή του και παρότι ξεκίνησε με λαμπρές προοπτικές, ήταν λιγότερο αποτελεσματικός απ’ όσο ίσως αναμενόταν.
Η θέση του απέναντι στον πόλεμο ανεξαρτησίας της Αλγερίας απογοήτευσε τους λογοτεχνικούς φίλους του. Ο Μαλρό ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορίες για βασανιστήρια από τον Γαλλικό Στρατό ήταν μέρος της προπάγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος και δεν υπέγραψε το «Μανιφέστο των 121» διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένων των Ζαν-Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Μαργκερίτ Ντιράς, Αντρέ Μπρετόν, Αλέν Ρενέ και Αλέν Ρομπ-Γκριγι, για την υποστήριξη του αγώνα του «Μετώπου για την Απελευθέρωση της Αλγερίας» (FNL).
Απόπειρα δολοφονίας από την ακροδεξιά οργάνωση OAS
Στις 7 Φεβρουαρίου 1962, η ακροδεξιά οργάνωση OAS αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει με βόμβα που είχε τοποθετήσει στην πολυκατοικία όπου διέμενε. Από την έκρηξη τραυματίστηκε σοβαρά ένα τετράχρονο κοριτσάκι που τυφλώθηκε. Η ειρωνεία είναι ότι ο Μαλρό δεν ήταν από τους θερμούς υποστηρικτές της απόφασης του Ντε Γκολ να παραχωρήσει ανεξαρτησία στην Αλγερία, αλλά προφανώς ο OAS δεν το γνώριζε αυτό και είχε αποφασίσει να δολοφονήσει τον Μαλρό ως υψηλόβαθμο αξιωματούχο της κυβέρνησης.
Το 1967, έχοντας χωρίσει από τη δεύτερη σύζυγό του, την πιανίστρια Μαρί-Μαντελέν Λιού (1914-2014), δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Αντιαπομνημονεύματα» («Antimémoires»), που δεν είχαν κανένα ίχνος από τα στοιχεία που διαμορφώνουν παραδοσιακά την αυτοβιογραφία ή την εξομολόγηση. Δεν καταγράφει τίποτε από τα τραγικά γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Δεν κάνει καμία αναφορά στο θάνατο της ερωμένης του Ζοζέτ Κλοτίς, μητέρας των δύο γιων του, ούτε για το θάνατό τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Η φυλάκιση του αδελφού του από τους Γερμανούς και ο θάνατός του αποσιωπούνται εξ ολοκλήρου. Είναι ένα κράμα πραγματικών και φανταστικών γεγονότων.
Μετά την αποχώρησή του από τον δημόσιο βίο και το θάνατο της συντρόφου του, της συγγραφέως Λουίζ Λεβέκ ντε Βιλμορέν, το 1969, έζησε κι έγραφε απομονωμένος στην πόλη Βεριέρ-λε-Μπισόν, έξω από το Παρίσι, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 23 Νοεμβρίου 1976. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο των πνευμόνων και παρά τη σοβαρότητα της κατάστασής του, παρέμεινε μέχρι τέλους δεινός καπνιστής.
H ομιλία του Αντρέ Μαλρό στην Πνύκα
Στις 28 Μαΐου 1959, ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας και διανοούμενος παγκόσμιας φήμης, Αντρέ Μαλρό, προσκεκλημένος της ελληνικής κυβέρνησης, εκφώνησε την παρακάτω ομιλία στην Πνύκα, με αφορμή τη φωταγώγηση για πρώτη φορά της Ακρόπολης και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ήχος και Φως». Τον Αντρέ Μαλρό προσφώνησε ο φιλόσοφος, υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης (Καραμανλή) τότε και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Για άλλη μια φορά, η ελληνική νύχτα μας αποκαλύπτει τους αστερισμούς που κοιτούσε ο φρουρός του Άργους καθώς περίμενε το σήμα για την πτώση της Τροίας, ο Σοφοκλής όταν έγραφε την Αντιγόνη — και ο Περικλής όταν σιγούσαν τα εργοτάξια του Παρθενώνα.
Για πρώτη φορά όμως ξεπροβάλλει μπροστά μας, μέσα από τούτη τη χιλιόχρονη νύχτα, το σύμβολο της Δύσης. Σε λίγο όλα αυτά θα είναι καθημερινό θέαμα, ενώ η νύχτα αυτή δεν θα ξανάρθει ποτέ. Μπροστά στο πνεύμα σου που αποσπάστηκε από τη νύχτα της γης, χαιρέτισε, λαέ της Αθήνας, την άσβεστη φωνή που υψώθηκε εδώ κι από τότε στοιχειώνει τη μνήμη των ανθρώπων:
Όλα τα πράγματα είναι προορισμένα να παρακμάσουν, μακάρι όμως να μπορούσατε να πείτε για μας, μελλοντικοί αιώνες, ότι φτιάξαμε την πιο ξακουστή και την πιο ευτυχισμένη πόλη του κόσμου…
Αυτή η έκκληση του Περικλή θα ήταν ακατανόητη στη μεθυσμένη από αιωνιότητα Ανατολή που απειλούσε την Ελλάδα. Και στη Σπάρτη ακόμα, κανείς δεν είχε, ως τότε, απευθυνθεί στο μέλλον. Πολλοί αιώνες την άκουσαν, αλλά απόψε τα λόγια του θα ακουστούν από την Αμερική ως την Ιαπωνία. Ο πρώτος παγκόσμιος πολιτισμός άρχισε.
Μέσω αυτού του πολιτισμού και προς δόξαν του φωταγωγείται η Ακρόπολη, η οποία καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που κανείς άλλος πολιτισμός δεν έθεσε.
Το πνεύμα της Ελλάδας εμφανίστηκε αρκετές φορές στον κόσμο, δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο. Ήταν λαμπρό στην Αναγέννηση, πόσο μάλλον που η Αναγέννηση πολύ λίγο γνώριζε την Ασία· είναι λαμπρό και συνταρακτικό σήμερα, που γνωρίζουμε την Ασία. Σε λίγο καιρό, θεάματα όπως αυτό θα ζωντανέψουν τα μνημεία της Αιγύπτου και της Ινδίας, θα δώσουν φωνή στα φαντάσματα όλων των στοιχειωμένων τόπων.Η Ακρόπολη όμως είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος.Απέναντι στην αρχαία Ανατολή, ξέρουμε σήμερα ότι η Ελλάδα δημιούργησε έναν τύπο ανθρώπου που δεν είχε υπάρξει ποτέ ως τότε.
Η δόξα του Περικλή —του ανθρώπου αλλά και του μύθου που συνδέεται με το όνομά του— είναι ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος υπηρέτης της πόλης και ταυτόχρονα φιλόσοφος και καλλιτέχνης· ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής δεν θα μας συγκινούσαν με τον ίδιο τρόπο αν δεν ξέραμε ότι ήταν πολεμιστές.
Για τον κόσμο η Ελλάδα είναι πάντα η σκεπτόμενη Αθηνά που ακουμπάει στο δόρυ της. Και ποτέ πριν από αυτήν η τέχνη δεν είχε συνενώσει το δόρυ με τη σκέψη.
Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία —το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος— η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου.
Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα. Ερωτήματα που έμελλε να γεννήσουν την κατάκτηση του κόσμου από το πνεύμα, της μοίρας από την τραγωδία, του θείου από την τέχνη και τον άνθρωπο.
Σε λίγο, η αρχαία Ελλάδα θα σας πει: «Αναζήτησα την αλήθεια και βρήκα τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Επινόησα την ανεξαρτησία της τέχνης και του πνεύματος. Αναβίβασα τον άνθρωπο και τον έθεσα αντιμέτωπο με τους θεούς του, τον άνθρωπο που είχε σκύψει το κεφάλι παντού εδώ και τέσσερις χιλιετίες. Και την ίδια στιγμή τον έβαλα να αναμετρηθεί με τον δυνάστη».
Είναι μια γλώσσα απλή αλλά αθάνατη που την ακούμε ακόμα. Αυτή η γλώσσα ξεχάστηκε για πολλούς αιώνες και απειλήθηκε κάθε φορά που την ξανάβρισκαν οι άνθρωποι. Ίσως ποτέ να μην ήταν πιο αναγκαία.
Το μείζον πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας είναι να συμφιλιώσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη με την ελευθερία· το μείζον πνευματικό πρόβλημα, να κάνουμε τα μεγάλα έργα προσιτά σε όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
Και ο σημερινός πολιτισμός, όπως εκείνος της αρχαίας Ελλάδας, είναι ένας πολιτισμός που θέτει ερωτήματα. Δεν βρήκε όμως ακόμα τον υποδειγματικό τύπο ανθρώπου, έστω εφήμερο ή ιδεατό, και χωρίς αυτόν κανένας πολιτισμός δεν παίρνει σαφή μορφή.
Οι αμφιταλαντευόμενοι κολοσσοί που κυριαρχούν στον κόσμο μας φαίνονται πως μόλις υποψιάζονται ότι ο σπουδαιότερος στόχος ενός μεγάλου πολιτισμού δεν είναι μόνο η δύναμη, αλλά και μια ξεκάθαρη συνείδηση του τι περιμένει ο πολιτισμός από τον άνθρωπο, η ανίκητη ψυχή της Αθήνας που, έστω και υποταγμένη, καταδίωκε τον Αλέξανδρο στις ερήμους της Ασίας: «Πόσος μόχθος, Αθηναίοι, για να αξίζουμε τον έπαινό σας!».
Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει σε όλους εκείνους που θα προσπαθήσουν μαζί να τον δημιουργήσουν· το πνεύμα δεν γνωρίζει μικρά έθνη, γνωρίζει μόνο αδελφά έθνη.
Η Ελλάδα, όπως και η Γαλλία, δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη για όλους τους ανθρώπους, και μια κρυφή Ελλάδα υπάρχει στην καρδιά όλων των ανθρώπων της Δύσης. Παλιά έθνη του πνεύματος, το θέμα δεν είναι να επαναπαυθούμε στο παρελθόν μας, αλλά να επινοήσουμε το μέλλον που το παρελθόν απαιτεί από μας.
Στο κατώφλι της εποχής του ατόμου, για μια ακόμα φορά, ο άνθρωπος χρειάζεται να διαπαιδαγωγηθεί από το πνεύμα. Και ολόκληρη η νεολαία της Δύσης χρειάζεται να θυμάται πως, όταν συνέβη αυτό για πρώτη φορά, ο άνθρωπος έθεσε στην υπηρεσία του πνεύματος τα δόρατα που αναχαίτισαν τον Ξέρξη.
Στους εκπροσώπους της γαλλικής νεολαίας που με ρώτησαν ποιο θα μπορούσε να είναι το σύνθημά της, απάντησα: «Παιδεία και θάρρος». Εύχομαι αυτό το σύνθημα, που το δανείστηκα απ’ τους Έλληνες, να γίνει κοινό για τους δύο λαούς μας.
Και αυτή την ώρα όπου η Ελλάδα αναζητεί τη μοίρα της και την αλήθεια της, σε σας, περισσότερο από μένα, εναπόκειται να το δώσετε στον κόσμο. Γιατί η παιδεία δεν κληρονομείται, κατακτάται. Και κατακτάται με πολλούς τρόπους, που ο καθένας τους ταιριάζει σε όσους τον επινόησαν.
Από δω και πέρα στους λαούς θα απευθύνεται η γλώσσα της Ελλάδας. Αυτή την εβδομάδα την εικόνα της Ακρόπολης θα τη δουν περισσότεροι θεατές από όσους την είδαν μέσα σε δύο χιλιάδες χρόνια. Αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων δεν θα ακούσουν τη γλώσσα που άκουγαν οι αρχιερείς της Ρώμης ή οι άρχοντες των Βερσαλλιών· και ίσως να μην την ακούσουν καθόλου, εκτός και αν ο ελληνικός λαός αναγνωρίσει σ’ αυτήν τη βαθύτερη συνέχειά του — αν οι μεγάλες νεκρές πόλεις αντηχήσουν από τη φωνή του ζωντανού έθνους.
Μιλώ για το ζωντανό ελληνικό έθνος, για τον λαό στον οποίο απευθύνεται η ακρόπολη πριν απευθυνθεί σε όλους τους άλλους, που αφιερώνει όμως στο μέλλον του όλες τις ενσαρκώσεις του πνεύματός της που φώτισαν διαδοχικά τη Δύση: τον προμηθεϊκό κόσμο των Δελφών και τον ολύμπιο κόσμο της Αθήνας, τον χριστιανικό κόσμο του Βυζαντίου — τέλος, μέσα σε τόσα χρόνια φανατισμού, τον μοναδικό φανατισμό της ελευθερίας.
Ο λαός ωστόσο «που αγαπάει τη ζωή ακόμα κι όταν γίνεται οδύνη», είναι ταυτόχρονα εκείνος που έψαλλε στην Αγία Σοφιά κι εκείνος που άκουγε με δέος την κραυγή του Οιδίποδα στους πρόποδες αυτού του λόφου, κραυγή που επρόκειτο να διαπεράσει τους αιώνες.
Λαός της ελευθερίας, είναι εκείνος για τον οποίο η αντίσταση είναι παράδοση αιώνων, εκείνος του οποίου η νεώτερη ιστορία είναι ένας ανεξάντλητος αγώνας για την Ανεξαρτησία — ο μόνος λαός που γιορτάζει την επέτειο του ΟΧΙ. Αυτό το ΟΧΙ ήταν το ΟΧΙ του Μεσολογγίου, το ΟΧΙ του Σολωμού.
Σε μας είναι το ΟΧΙ του στρατηγού Ντε Γκωλ, και το δικό μας. Ο κόσμος δεν ξέχασε ότι οι πρώτοι που το πρόφεραν ήταν η Αντιγόνη και ο Προμηθέας.
Όταν οι νεκροί της πρόσφατης ελληνικής Αντίστασης έπεφταν στο έδαφος όπου επρόκειτο να περάσουν την πρώτη νύχτα του θανάτου τους, έπεφταν σ’ ένα χώμα που είχε γεννήσει την πιο ευγενική και την πιο παλιά ανθρώπινη πρόκληση, κάτω από τα άστρα που μας κοιτάζουν απόψε, τα άστρα που ξενύχτησαν τους νεκρούς της Σαλαμίνας.
Μάθαμε την ίδια αλήθεια μέσα από το ίδιο αίμα που χύθηκε για την ίδια υπόθεση, την εποχή που Έλληνες και ελεύθεροι Γάλλοι πολεμούσαν πλάι πλάι στη μάχη της Αιγύπτου, την εποχή που οι άνδρες μου στο αντάρτικο έκαναν με τα μαντίλια τους ελληνικές σημαιούλες για να τιμήσουν τις νίκες σας, την εποχή που στα χωριά των βουνών σας χτυπούσαν τις καμπάνες για την απελευθέρωση του Παρισιού.
Ανάμεσα σε όλες τις αξίες του πνεύματος, οι πιο γόνιμες είναι εκείνες που γεννιούνται από την επικοινωνία και το θάρρος. Είναι γραμμένο σε κάθε πέτρα της Ακρόπολης. «Ω ξειν’ αγγελειν Λακεδαιμονιοις οτι τηδε κειμεθα τοις κεινων ρημασι πειθομενοι…».
Φώτα της αποψινής νύχτας, πηγαίνετε να πείτε στον κόσμο ότι οι Θερμοπύλες καλούν τη Σαλαμίνα και τελειώνουν στην Ακρόπολη — με την προϋπόθεση ότι δεν τις ξεχνούμε!
Και είθε ο κόσμος να μην ξεχάσει, κάτω από τα Παναθήναια, την επιβλητική πομπή των αλλοτινών και των πρόσφατων νεκρών, που φυλάνε αγέρωχα σκοπιά και υψώνουν προς εμάς το σιωπηρό τους μήνυμα, ενωμένο, για πρώτη φορά, με την παλιά μαγική ωδή της Ανατολής: «Και αν αυτή η νύχτα είναι της μοίρας — ευλογημένη να είναι, ώσπου να φανεί η αυγή!».
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2479
© SanSimera.gr