Σύμφωνα με τις λειτουργίες του σχολείου, ο εκπαιδευτικός επιτελεί τέσσερις βασικούς ρόλους: τον ρόλο του παιδαγωγού, τον ρόλο του διδασκάλου, τον ρόλο του αξιολογητή και τον ρόλο του φύλακα. Ωστόσο, στο σύγχρονο σχολείο δίνεται έμφαση στον ρόλο του εκπαιδευτικού ως αξιολογητή, ενισχύοντας την επιλεκτική λειτουργία του σχολείου και ωθώντας τους μαθητές στη στείρα μάθηση, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό της παιδαγωγικής λειτουργίας του σχολείου, και κατ’ επέκταση του παιδαγωγικού ρόλου του εκπαιδευτικού.
Σύμφωνα με την παιδαγωγική λειτουργία του σχολείου, ο εκπαιδευτικός είναι υπεύθυνος για την οργάνωση των παιδαγωγικών διαδικασιών αλληλεπίδρασης (αγωγή, κοινωνικοποίηση), μέσα από τις οποίες ο μαθητής έρχεται αντιμέτωπος με «χαρακτηριστικές» κοινωνικο-πολιτισμικές γνώσεις, δηλαδή με αξίες, κανόνες, στάσεις, προσανατολισμούς, πρακτικές και προσδοκίες της συγκεκριμένης σχολικής πραγματικότητας. Η εκπλήρωση του ρόλου του εκπαιδευτικού όμως εξαρτάται από τη διαμόρφωση ενός «παιδαγωγικού αυτο-ρόλου» μέσα σε συγκεκριμένες χωροχρονικές περιστάσεις. Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι οι παιδαγωγικές πτυχές του ρόλου του εκπαιδευτικού δε μένουν στάσιμες, αλλά μεταβάλλονται σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές και σχολικές συνθήκες. Στο σύγχρονο σχολείο οι συνθήκες αυτές δυσχεραίνουν την προσπάθεια του εκπαιδευτικού να επιτελέσει τον παιδαγωγικό του ρόλο στον μέγιστο θεμιτό βαθμό.
Παράλληλα, ο εκπαιδευτικός επιφορτίζεται και με έναν επιπλέον ρόλο, από τη στιγμή που διορίζεται στο σχολείο, αυτόν του δημοσίου υπαλλήλου. Η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα υποτάσσει τον εκπαιδευτικό στη διοικητική νομοθεσία και ιεραρχία. Οι προσδοκίες όμως, που διαμορφώνει αυτός ο επιπλέον ρόλος, είναι δυνατόν να έρθουν σε αντίθεση με τις προσδοκίες που διαμορφώνονται από τον παιδαγωγικό ρόλο, και να οδηγήσουν τον φορέα τους σε σύγκρουση.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο εκπαιδευτικός δεσμεύεται αφενός μεν από τους κανονισμούς του σχολείου, οι οποίοι του υπαγορεύουν τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και λειτουργεί η σχολική κοινότητα, αφετέρου δε από τα αναλυτικά προγράμματα, λόγω των οποίων οφείλει να λάβει υπόψη του τις κρατικές προδιαγραφές και υποδείξεις κατά τη διδασκαλία, την αγωγή, την αξιολόγηση και, γενικότερα, την κοινωνικοποίηση του μαθητή. Βλέπουμε επομένως ότι η «φύση» του εκπαιδευτικού είναι διττή: από τη μία, ο επιστήμονας – παιδαγωγός, από την άλλη ο τεχνοκράτης – δημόσιος υπάλληλος.
Προκειμένου ο εκπαιδευτικός να είναι σε θέση να σταθμίσει τις αντιθέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στον παιδαγωγικό και δημοσιοϋπαλληλικό του ρόλο, είναι αναγκαίο να ανασυγκροτήσει τον δικό του «προσωπικό εκπαιδευτικό ρόλο», υπό την έννοια ότι θα πρέπει να είναι σε θέση, εκτιμώντας τις διάφορες προσδοκίες και σταθμίζοντάς τες με κριτήριο την παιδαγωγική του συνείδηση, να θέτει ο ίδιος προσδοκίες για τον εαυτό του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την παιδαγωγική ελευθερία του εκπαιδευτικού, ο βαθμός της οποίας εξαρτάται από τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης του εκπαιδευτικού συστήματος και αντικατοπτρίζει, κατά κανόνα, τη μορφή του πολιτικού συστήματος μιας χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το παιδαγωγικό στυλ του εκπαιδευτικού δεν μπορεί να κριθεί ως σωστό ή λάθος, καθώς ο παιδαγωγικός ρόλος μεταβάλλεται ανάλογα με τις παιδαγωγικές, κοινωνικο-πολιτισμικές και διοικητικές συνθήκες του σχολείου. Επομένως, το παιδαγωγικό στυλ δεν είναι στάσιμο, ούτε υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό πρότυπο. Αντιθέτως, συνεχώς τροποποιείται και προσαρμόζεται.
Είναι επομένως σαφές ότι πρέπει να δοθεί η δέουσα βαρύτητα και έμφαση στον παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού, έτσι ώστε να αξιοποιείται προς όφελος τόσο των μαθητών, όσο και των ίδιων των εκπαιδευτικών.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, MSc Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Πηγή: https://www.tameteora.gr