Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ!

Γράφει η Αρχοντία Βασ. Παπαδοπούλου // *

13 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς βρίσκεται στην Στάτιστα (σήμερα χωριό Μελάς) και προδίδεται από την ομάδα του Βούλγαρου Μήτρο – Βλάχου στους Τούρκους. Εκεί, τραυματίστηκε θανάσιμα και άφησε την τελευταία του πνοή.
Αξιωματικός του ελληνικού στρατού, συγκλονισμένος από τις βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων της Μακεδονίας και μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, θεώρησε καθήκον του και έθεσε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.



Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, μπήκε κρυφά και ανεπίσημα στην Μακεδονία και οργάνωσε τον Αγώνα με άλλους Έλληνες αξιωματικούς, Κρήτες εθελοντές, ντόπιους κατοίκους, ιερείς, Μητροπολίτες, τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Έδωσε τόσο θάρρος με τα κατορθώματά του, στους Μακεδόνες, ώστε η παρουσία του και μόνο ανακούφιζε τους δεινοπαθούντες αμάχους.
Έτσι, έγινε τραγούδι, όπως οι Κλέφτες το 1821, στο στόμα εκατοντάδων χιλιάδων Μακεδόνων, που υμνούσαν και ευγνωμονούσαν, τον πρόμαχο του αγώνα τους, με το κυριότερο εθνικό εκφραστικό μας μέσο, το Δημοτικό τραγούδι.
Ο Μακεδονικός Αγώνας τροφοδότησε και εμπλούτισε και πάλι τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια του λαού μας. Στο επόμενο τραγούδι από την Σιάτιστα της Μακεδονίας συναντούμε έναν διάλογο μεταξύ του Μελά και κοριτσιών από την Μακεδονία. Λιτός, χαρισματικός εκφραστικά και νοηματικά διάλογος που δείχνει άμεσα το θάρρος που ενέπνεε η παρουσία του και μόνο..

-Κορίτσια από την Καστοριά κι’ απ’ τη Μακεδονία
κάτι θα σας ρωτήσω εγώ, πέστε μου την αλήθεια,
μην να ΄ν ‘ οι Τούρκοι στα βουνά κ’ οι Βούλγαροι στους λόγγους;
-Ποιος είσ’ εσύ που μας ρωτάς για πες μας τα’ όνομά σου;
-Εγώ είμ’ ο Παύλος ο Μελάς στον κόσμο ξακουσμένος
-Γέμισαν Τούρκοι τα χωριά και Βούλγαροι τους λόγγους.

Ο θάνατός του υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για τους Έλληνες της Μακεδονίας και συγκλόνισε όλο τον ελληνικό λαό, που τον θρήνησε και τον μοιρολόγησε μ’ όλες του τις εκφράσεις.
Τραγούδι της περιοχής Φιλιππαίων Γρεβενών, ακούμε να τον κλαίει μ’ έναν θρήνο αξιοπρεπή, όπως θρηνούσαν τους Κλέφτες και τους Οπλαρχηγούς του 1821. Υπάρχει η διήγηση, ο χαρακτηριστικός διάλογος, το υπερφυσικό και η συμμετοχή του ζωϊκού κόσμου στον θρήνο. Ο Μελάς, εδώ, γνωρίζει ότι τον κλαίει ολόκληρη η πατρίδα, αλλά περισσότερη έμφαση δίδεται στον θρήνο των πουλιών και μάλιστα των χελιδονιών. Τα χελιδόνια στην Δημοτική μας ποίηση συμβολίζουν την Άνοιξη – το άγγελμα της ανάστασης του έθνους.

«Λεβέντης εξεκίνησι ‘ πού μεσ’ απ’ την Αθήνα
που δεν ψηφίζει τη ζωή, να φέρ’ τη λευθερία.
Στην Καστοριά βαρέθηκε, στη Στάτιστα τ’ αυλάκι
-Μάννα μ’, δεν θέλω κλιάματα, δεν θέλω μοιργιολόγια
μένα μου κλαίγουν τα πουλιά, μου κλαιν τα χελιδόνια
κλαίει και η γυναίκα μου και όλη η πατρίδα».

Διακρίνουμε θαυμασμό και ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του νεκρού, πλέον, ήρωα με το ουσιαστικό « λεβέντης» και την έκφραση «που δεν ψηφίζει τη ζωή», όπως ακόμη και την πίστη στην τελική νίκη του αγώνα με την αναφορά των χελιδονιών.
Ο θάνατος του δεν πτόησε τους συνεχιστές τους και ο συγκρατημένος θρήνος αναδεικνύει, τελικά, τον σκοπό της θυσίας. Συγκλόνισε, όμως το πανελλήνιο και μαζί επωνύμους ποιητές, όπως ο Γεώργιος Σουρής και ο Κωστής Παλαμάς.
Το φύλλο της 23ης Οκτωβρίου 1904, της έμμετρης εφημερίδας « Ο ΡΩΜΙΟΣ» του Γ. Σουρή, είναι αφιερωμένο στον Μακεδονομάχο ήρωα, με τον ξεχωριστό τρόπο του ποιητή. Ως κύριο άρθρο, η εφημερίδα προτάσσει ένα εξάστροφο ποίημα που επιγράφεται «ένα δάκρυ μας κυλά για τον Παύλο τον Μελά» και συνεχίζει η εφημερίδα με τον διάλογο των Φασουλή και Περικλέτου ( η κοινή Γνώμη για τον Γ. Σουρή) μιλώντας για την δράση του.
Ο Σουρής στην α’ στροφή αναγγέλλει τον θάνατο του Μελά και την περιπετειώδη ταφή του, σ’ ένα μόνο στίχο και χρησιμοποιεί ουσιαστικά και επίθετα αρεστά και στην δημοτική μας ποίηση όπως «παλληκάρια» και «πανώριο». Το δέσιμο της έκφρασης «πανώριο παλληκάρι» ήταν το ιδεώδες για να σημειώσει την πρόσφατη θυσία που προστέθηκε στις άπειρες άλλες για την απελευθέρωση της μακεδονικής γης, την οποίαν αλληγορικά παρουσιάζει ως σκλάβα μαυροφόρα που πενθεί για τον θάνατο εκατοντάδων παιδιών της.

«Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον ίδατε τον Μίκη,
Που σήμερα λαχτάρησε βουνό και αρματολίκι;
Κοντά σε κάποιαν εκκλησιά, χωριού προσκυνητάρι,
Που παλληκάρια θάψανε πανόριο παλληκάρι,
Χλωρή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα, μια σκλάβα μαυροφόρα.

Στην β΄ στροφή χρησιμοποιεί σκληρά έντονες αντιθέσεις για να υποδηλώσει την δυναμική παρουσία του Μελά στην εμψύχωση των Μακεδόνων

«Στα ματωμένα σπλάχνα της την ωμορφιά του θάβει
Κι’ απ’ την σβυσμένη του ματιά,
Πήραν ψυχή, πήραν φωτιά
Ξεψυχισμένοι σκλάβοι»

Για να τιμήσει τον ήρωα ο Σουρής χρησιμοποιεί απλές λέξεις, συνδυασμένες κατάλληλα. Δεν χρειάζεται πλούτος επιθέτων για τόσο μεγάλη θυσία. Συναντούμε την χαρμολύπη μέσα από την εκφραστική απλότητα του.

«Τι στρατιώτης έπεσε στη γη της ζηλευτός!
Λυπάται, μα και χαίρεται κανείς με τον χαμό του.
Τιμής και δόξης θάνατος, ο θάνατος αυτός,
Μπροστά στην τόση δόξα του ξεχάνεις τον χαμό του».

Κατά την δ΄ στροφή φθάνουμε στον όρκο της συνέχισης του αγώνα του με συμπαράσταση των Κλεφταρματωλών του 1821, των οποίων η επιταγή για απελευθέρωση ολόκληρου του ελληνικού χώρου έμεινε ημιτελής.

«Τιμή στου Ζέζα το σπαθί, στου Μίκη το ντουφέκι,
Κι’ ο Λεπενιώτης άστραψε κοντά του κι’ ο Βλαχάβας
Κι’ εκλείσανε τα χείλη του μ’ ένα φιλί της σκλάβας».

Στην ε’ στροφή ο Σουρής αναφέρεται με χαρακτηριστική συντομία και μέσα σε τέσσερις μόνο στίχους στο γεγονός της προσπάθειας αφελληνισμού της Μακεδονίας. Τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής υπήρξαν οι ιερείς και οι διδάσκαλοι.

«Δάσκαλοι, που τις σάρκες των εσπάραξαν κοράκοι,
Παπάδες εθνομάρτυρες, που ψήθηκαν σαν Διάκοι,
Χειροπιασμένοι έζωσαν να δουν το λείψανό του
Κι’ εσχίσανε το ράσο των να γίνει σάβανό του.
Χρυσή ψυχή, που πήγαινες τον θάνατο να λάχης,
Από μαρτύρων στόματα χίλια συχώρια νάχεις».

Μ’ αυτή την ολόψυχη ευχή τελειώνει ο Σουρής το αφιέρωμα στο θάνατο του Παύλου Μελά, δείχνοντας την πιο βαθειά ευγνωμοσύνη.
Δυο ημέρες αργότερα, την 25η Οκτωβρίου 1904, ο Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ποίημα αφιερωμένο στον Παύλο Μελά. Εδώ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ομοιότητες μεταξύ του δημοτικού τραγουδιού από τα Γρεβενά και του λογίου ποιήματος του Παλαμά.
Οι τέσσερις πρώτοι στίχοι συνδυάζουν θρήνο και τρυφερότητα σε ύφος δημοτικού τραγουδιού. Η αλλαγή το τόνου προς το σκληρότερο αμέσως μετά, απευθύνεται στην γενναιότητα του ήρωα.
Τέλος, ο Παλαμάς, αναφέρεται «στην πλατειά γη του ονείρου μας», την αλύτρωτη Μακεδονία και προφητικά αναγγέλλει ότι η στιγμή της απελευθέρωσής της είναι πια κοντά και η θυσία του Μελά και τόσων άλλων μακεδονομάχων την καθιστούν επιτακτικότερη.
Με έκφραση απλή, λιτή, ευλαβική, πυκνή σε νοήματα, με οπτικοακουστικές εικόνες έντονων συναισθημάτων, σκληρές και αμείλικτες αντιθέσεις για τον Άνθρωπο και Πολεμιστή Μελά ( «χλωρό χορτάρι», «πανάλαφρος ύπνος», «του Απρίλη τα πουλιά» και «σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες», «τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες») σε γλώσσα δημοτική και σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο (στίχο των δημοτικών τραγουδιών, επονομαζόμενος «εθνικός στίχος») ο εθνικός μας ποιητής αποχαιρετά τον Παύλο Μελά και έμμεσα υπόσχεται την ελευθερία της Μακεδονίας.

«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σιέται το χορτάρι,
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου∙ του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
Και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη κι’ απόμακρη ∙ γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις σαν πιο κοντά».

«Ο θρήνος του βρήκε εδώ» θα πει αργότερα ο Κων/νος Τσάτσος για τον Παλαμά, «μια κλασική, λιτή, μιαν άψογη, καθαρότατη έκφραση».

* Η Αρχοντία Βασ. Παπαδοπούλου είναι Ιστορικός – Φιλόλογος

Πηγή: https://www.fractalart.gr