Το ερώτημα «λέτε να στήσουν κάποιο επεισόδιο οι Τούρκοι;» τίθεται ολοένα και πιο συχνά. Δικαιολογημένα γιατί οι απειλές είναι συνεχείς και κλιμακώνονται. Κανείς, πάντως, δεν μπορεί να το απαντήσει με βεβαιότητα. Μπορεί όμως να απαντήσει πια πολύ καθαρά στο πού στοχεύει η Τουρκία.
Στόχος πρώτος, να αναγκάσει την Ελλάδα να είναι η πρώτη που θα τραβήξει τη σκανδάλη. Θα πιέζει τα πράγματα όσο γίνεται με συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά και βραχονησίδες ή με κάποια προχωρημένη έρευνα κοντά στην Κρήτη. Οι Τούρκοι υπολογίζουν ότι θα αυξάνεται εσωτερικά η πίεση εδώ στην Αθήνα για κάποιου είδους αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις. Ειδικά μάλιστα καθώς θα μπαίνουμε στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου. Εκτιμούν δε πως όποιος τραβήξει πρώτος τη σκανδάλη θα χάσει το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, το περίφημο blame game.
Στόχος δεύτερος, να συρθεί η Ελλάδα σε έναν διάλογο άνευ όρων και εφ’ όλης της ύλης. Προσέξτε όμως. Η ύλη έχει αλλάξει. Οι Τούρκοι υποστηρίζουν πλέον ότι τα νησιά που, κατά τους ισχυρισμούς τους, έπρεπε να είναι αποστρατιωτικοποιημένα θα είναι «αόρατα» σε μία διαπραγμάτευση για την παραπομπή των διαφορών μας στο Διεθνές Δικαστήριο. Η παρουσία στρατού ακυρώνει, ισχυρίζονται, την ελληνική κυριαρχία και άρα τα νησιά δεν υπολογίζονται στη χάραξη θαλασσίων συνόρων και υφαλοκρηπίδας. Εχουμε, δηλαδή, μία νέα σαρωτική διεκδίκηση που έρχεται να προστεθεί στις γκρίζες ζώνες που μπήκαν στο τραπέζι μετά τα 'Ιμια.
Η Άγκυρα δεν μπορεί παρά να καταλαβαίνει ότι κανείς Έλληνας πολιτικός ηγέτης δεν θα δεχθεί να μπει σε τέτοιου είδους διάλογο. Γιατί μπορεί να υπάρχουν οι αθεράπευτα αισιόδοξοι, ή και αφελείς, που πιστεύουν ότι δεν έχουμε λόγο να πούμε όχι. Αλλά λιγοστεύουν αντικρίζοντας τις τουρκικές προθέσεις σε κάθε επαφή με την ελληνική πλευρά.
Στόχος τρίτος, να επιρριφθεί η ευθύνη στην Ελλάδα αν απορρίψει την τουρκική πρόταση. Η οποία όμως μπορεί να ακούγεται εύηχη στα αυτιά καλοπροαίρετων και μη συμμάχων. «Μα γιατί να μη μιλήσουμε για τα πάντα;», θα επιμένουν οι Τούρκοι, «γιατί να μην τα βάλουμε όλα στο τραπέζι;».
Πίεση για πρόκληση ενός επεισοδίου με –δήθεν– ευθύνη της Αθήνας, πίεση για διάλογο άνευ όρων, καμπάνια για να φανεί η Ελλάδα αδιάλλακτη.
Πώς μπορούμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά; Επικοινωνιακή επιστράτευση με στόχο την ενημέρωση στο εξωτερικό. Έχουμε μείνει απελπιστικά πίσω, όσο και αν βοηθάει ο ίδιος ο Ερντογάν με τις δηλώσεις του. Συνέχιση της προσπάθειας αμυντικής θωράκισης, που θέλει όμως χρόνο.
Μπορούμε όμως να απαντήσουμε και με κουβέντες, συζήτηση, διάλογο. Όχι για την ουσία, αλλά για οτιδήποτε άλλο. Δεν πρέπει να το φοβόμαστε αυτό, ούτε μεταξύ διπλωματών, ούτε μεταξύ στρατιωτικών. Κανένας Έλληνας στρατιωτικός ή διπλωμάτης δεν θα υποχωρήσει από την εθνική γραμμή. Έλεος! Ας μη φοβόμαστε τον ίσκιο μας.
Και τέλος, θέλει εθνική συνεννόηση. Μητσοτάκης, Τσίπρας και όποιος άλλος να τσακώνονται για το αν πρέπει να καταρριφθεί ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, αλλά κάπου πίσω από κλειστές πόρτες να έχουν συμφωνήσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πίεση και ποια θα είναι η κοινώς αποδεκτή απάντηση της χώρας. Ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό, με την προϋπόθεση να μην το ξέρει κανείς άλλος…
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/