Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Η ΕΠΕΛΑΣΗ: ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΤΟΥ!

 Ελένη Στελλάτου

Ο ήχος ενός αντικειμένου που σπάει, το ξαφνικό κλάμα ενός μωρού, μια φωνή που εκπυρσοκροτεί από το βάθος της αυλής, αντανακλά από τοίχο σε τοίχο και καρφώνεται ακριβώς δίπλα του. Παρατηρεί μια νέα ρωγμή στο ξεφλουδισμένο ξύλο, από την μια άκρη του τραπεζιού ως την άλλη. Η γυναικεία φωνή δεν ακούγεται καθόλου, δεν θα' πρεπε; Το μωρό συνεχίζει να ουρλιάζει αθέατο, ακούγεται μια πόρτα που κλείνει, χτυπήματα, μερικές βρισιές. Ύστερα ησυχία. Όλα τελειώνουν το ίδιο απότομα όπως άρχισαν.
Πλησιάζει το πίσω παράθυρο, η γυναίκα βγαίνει κι αρχίζει να μαζεύει την πλύση, ευτυχώς, με το ένα χέρι κρατάει το παιδί χαμηλά στην λεκάνη της και με το άλλο χέρι ρίχνει τα πουκάμισα στον ώμο σε έναν σωρό που της φτάνει γρήγορα πάνω από το κεφάλι. Έπειτα μπαίνει στο σπίτι και ξαναβγαίνει χωρίς πουκάμισα και χωρίς παιδί. Τα χέρια της είναι ελεύθερα και ταλαντεύονται δεξιά κι αριστερά από το μαύρο της φόρεμα. Μαζεύει τα σεντόνια και χάνεται στο εσωτερικό του σπιτιού.
Απλώνει τις σημειώσεις του κατά μήκος της ρωγμής και τώρα στο τραπέζι υπάρχει κάποια τάξη, οι αριθμοί είναι ισοϋψείς και τα γράμματά του ευκρινή, δημιουργήματα μιας εσωτερικής γραφομηχανής που δεν κάνει λάθη ποτέ. Ο ήλιος γεμίζει το δυτικό του δωμάτιο -ιδανικό το χειμώνα, ανυπόφορο το καλοκαίρι- και στο ηλιακό ρολόι του τοίχου σβήνει όμορφα η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Ώρα δύσης, εννιά και τρία λεπτά.
Στην κουζίνα, λίγο καρπούζι. Το ψυγείο παραείναι μικρό όμως κάνει τη δουλειά του βουίζοντας ακατάπαυστα τους τελευταίους μήνες κι αυτή είναι μια ενόχληση που την συνήθισε πια και την αγαπάει, το ψυγείο του δουλεύει εντατικά γι' αυτόν. Από την σόμπα που δεν φρόντισε να καθαρίσει, παίρνει ένα κάρβουνο και τραβάει μια γραμμή στο άσπρο του μανίκι.
Κάποια μουρμουρητά σηκώνονται από τις αυλές, φωνές παιδιών βουίζουν από μακριά, ο ήχος μιας μοτοσικλέτας που απομακρύνεται, ένα αεράκι και τότε, μυρωδιά σαπισμένου νερού μπαίνει από τα παράθυρα μαζί με το φως. Κλείνει τα τζάμια. Η νύχτα πέφτει και σύντομα δεν φαίνεται κανένα ίχνος λευκού στην αυλή.
Το πουκάμισο είναι πλυμένο και σιδερωμένο και οι σημειώσεις τακτοποιημένες στο συρτάρι, θα προγυμνάσει μερικούς μαθητές αργότερα, το φθινόπωρο. Τώρα η πόλη θα βουλιάξει σε κύματα υγρής ζέστης και τα μόνα δραστήρια πλάσματα ανάμεσα στους ιδρωμένους θα είναι οι μύγες και τα κουνούπια. Η πόλη τον διώχνει. Το δωμάτιο, το ίδιο. Αλλά η αυλή όχι. Χαμηλά, πίσω από τα σεντόνια, η φασαρία ξαναρχίζει, είναι ο άντρας που επιστρέφει και φτάνει πάντα λίγο πριν πέσει η νύχτα. Η φωνή, κλάματα, κρότοι, πόρτες που κλείνουν, φαίνεται ότι αυτή η φασαρία ακινητοποιεί τους υπόλοιπους ενοίκους, είναι ένα είδος καταιγίδας από την οποία το ένστικτο τούς υποβάλλει να φυλάγονται. Χτυπάει το μολύβι του στο τραπέζι σαν μικροσκοπικό ακόντιο που διστάζει να ρίξει -ξανά, ξανά, ξανά- ώσπου η μύτη σπάει.
Ύστερα κοιτάζει το ηλιακό ρολόι και τότε οι φωνές εξαφανίζονται. Με την ανύπαρκτη μύτη του μολυβιού σημειώνει βιαστικά σε ένα χαρτί, 24 Ιουνίου 1957, ώρα δύσης εννιά και πέντε λεπτά.
«Έφερα πετσέτες»
Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι και του δείχνει έναν χαμηλό πάγκο.
«Δεν έχω πολλά ρούχα, γι' αυτό τα φέρνω συχνά»
Η γυναίκα δείχνει να κατανοεί, το επόμενο βράδυ θα είναι έτοιμα.
«Θα περάσω μεθαύριο πρωί»
Δεν θέλει να συναντήσει εκείνον, δεν τον έχει δει ποτέ του κι όσο δεν τον βλέπει παραμένει κάποιος που μπορεί να νικηθεί εύκολα. Της βάζει στο χέρι χαρτονομίσματα, του λέει ότι είναι πολλά, της απαντά ότι θα φέρει κι άλλα ρούχα. Δεν ασφυκτιά αυτό το σώμα μέσα στο μαύρο του φόρεμα; Την ώρα της δύσης παραμένει προσηλωμένος στο ηλιακό ρολόι. Δίπλα του, το ρολόι χειρός και το ξυπνητήρι. Σημειώνει: 26 Ιουνίου, ώρα δύσης εννιά και εφτά λεπτά. Ξαναδιαβάζει αυτό που μόλις σημείωσε και το υπογραμμίζει.
«Γιατί δεν φεύγεις;»
Το μικρό πιάνεται στο πηγάδι για να σηκωθεί αλλά πέφτει. Η γυναίκα φέρνει καυτό νερό, το ρίχνει στην σκάφη, βυθίζει τα χέρια της και τρίβει τα σεντόνια. Γιατί δε φεύγει; Το μικρό ψάχνει ένα γατάκι, του λέει ότι κοιμάται. Στύβει τα σεντόνια της με τόση δύναμη ώστε τα εξαντλεί κι ύστερα δείχνει στη ρίζα της ροδιάς ένα φρέσκο βουναλάκι από χώμα.
«Μπλέχτηκε στα πόδια του χθες βράδυ και τον έριξε κάτω. Νευρίασε, το πάτησε στο λαιμό πέντε - έξι φορές»
Τα τελευταία βράδια μένει να παρατηρεί το ηλιακό του ρολόι ακόμη κι όταν το έχει ολότελα απορροφήσει η νύχτα. Οι μέρες αχνίζουν η μία πίσω από την άλλη κι όλα φαίνονται να βουλιάζουν μέσα στην ζέστη που διαβρώνει τα πάντα, ακόμη κι η φωνή στο βάθος της αυλής μοιάζει να έχει ξεθωριάσει. Το ραδιόφωνο αναμασά μουσική, οι υπηρεσίες υπολειτουργούν, οι συνάδελφοί του έχουν εξαφανιστεί, όποιος μπορούσε έχει ήδη φύγει από την πόλη κι οι άλλοι απλώς υπομένουν επειδή έτσι είναι ο Ιούλιος. Ανασαίνει δύσκολα τον ζεστό αέρα και μέσα στο σκοτάδι σημειώνει: 10 Ιουλίου, ώρα δύσης εννιά και δεκαπέντε λεπτά. Με το μολύβι του, που σκαλίζει το χαρτί σαν πυρογράφος.
«Κι αν ήσουν κάπου αλλού, ασφαλής;»
«Δεν έχω αλλού»
Δεν αντέχει να σκοτώσει την εικοστή μύγα της ημέρας και την αφήνει στη ράχη του, φαίνεται να απολαμβάνει τον ιδρώτα του που κυλάει σε ρυάκια από τον λαιμό μέχρι το θώρακα και κατά μήκος της κοιλιάς και με κάποιο τρόπο καταλήγει στο στομάχι, ένα καυστικό υγρό που σταλάζει μέσα του ανοίγοντας μια μαύρη τρύπα.
«Κι αν είχες;»
«Δεν έχω»
Εκείνο το βράδυ ο ήλιος δύει στις εννιά και δεκαεφτά και για αυτό που έρχεται καταπάνω τους ολοταχώς, δεν νοιάζεται απολύτως κανείς.
Την περιμένει στον σταθμό. Είναι μεσημέρι κι ο ήλιος πυρακτώνει τις σιδηροδρομικές γραμμές - μήπως τις επαναφέρει στην ρευστή τους μορφή προτού προλάβουν να φύγουν;
Βηματίζει πέρα δώθε κι είναι σίγουρος πως δεν θα έρθει. Και να που το πλήθος αναδεύεται επειδή εμφανίζεται από μακριά το τρένο.
«Πρέπει να έρθεις, ο κόσμος θα καταστραφεί»
αλλά αυτό δεν της έκανε εντύπωση.
«Ο κόσμος μου θα καταστραφεί»
Τον κοίταξε αμίλητη, ίσως η καταστροφή του κόσμου παίρνει διαφορετικές διαστάσεις αναλόγως της οπτικής γωνίας που την εξετάζει κανείς. Και τώρα που επιτέλους την βλέπει να έρχεται βιαστική, με το μωρό στο ένα χέρι και την βαλίτσα στο άλλο, η πιθανότητα μιας καταστροφής απομακρύνεται με την ίδια βιασύνη που αφήνει τον σταθμό ένα μεσημεριάτικο τρένο.
Στο στήθος της έχει αποκοιμηθεί το μωρό, τα χέρια της ξεκουράζονται επάνω του και όλα μοιάζει να έχουν επιβραδυνθεί, ίσως η κληματαριά ευθύνεται γι' αυτό. Μακριά, πίσω από τα βουνά, εξαφανίζεται ο ήλιος. Και το ρολόι;
Η ώρα είναι οκτώ και σαράντα οκτώ, επιτέλους, ανασαίνει βαθιά, ο αέρας της νύχτας που πλησιάζει είναι τρυφερός, οκτώ και σαράντα οκτώ, ας πούμε ότι επανήλθαν όλα στη σωστή τροχιά, επιτέλους, του έρχεται να γελάσει αλλά δεν θέλει, θέλει αυτήν που τόσες ώρες δεν του έχει μιλήσει και-
«Πες μου τι σκέφτεσαι»
«Ξέρεις» Το μικρό αναταράζεται και η γυναίκα το χαϊδεύει αργά στην πλάτη «Δεν είναι στ' αλήθεια κακός»

Πηγή: https://www.culturebook.gr/