Η νοσταλγία για την εποχή εκείνη ξεχειλίζει φέτος (ή μήπως κάθε χρόνο;) από αναρτήσεις και φωτογραφίες στα social media για τα καλοκαίρια του ’80 και του ’90. Μαθητές και φοιτητές, νέοι του «τότε», παλεύουμε να μη χάσουμε το νήμα, σήμερα, σε ένα δύσκολο μεταίχμιο
Ελευθερία Κόλλια
'Ολοι μετρούσαμε παγωτά (ΕΒΓΑ) και μπάνια (χώρια πρωϊνά – απογευματινά), μηδενός εξαιρουμένου. Aγνώριστοι, με μαλλιά αφάνα, χρώματος σκούρου, απολύτως φυσικού, και μπλουζάκια Fruit of the Loom. Τότε που υπηρετούσαμε με συνέπεια το «Ανδρεϊκό» αξίωμα για «τα μπάνια του λαού».
Η νοσταλγία για την εποχή εκείνη ξεχειλίζει φέτος (ή μήπως κάθε χρόνο;) από αναρτήσεις και φωτογραφίες στα social media για τα καλοκαίρια του ’80 και του ’90. Μαθητές και φοιτητές, νέοι του «τότε», παλεύουμε να μη χάσουμε το νήμα, σήμερα, σε ένα δύσκολο μεταίχμιο. Σαστισμένοι μοιάζουμε από το πέρασμα του χρόνου, να κρυφοκοιτάμε τους παλιούς μας εαυτούς σε παραλίες, εξοχικά, σπίτια με τον μήνα, κάμπινγκ και rooms to let. Φίατ, Φορντ και Οπελ βογγούσαν σε κακοφορμισμένους δρόμους (πόσοι φορούσαν ζώνη ασφαλείας; Κάποια δεν είχαν καν…). Η Λούτσα που δεν είχε γίνει ακόμη Αρτέμιδα και το Πόρτο Ράφτη, πόλος έλξης για παρέες, σόγια ολόκληρα, και κουμ – καν απαραιτήτως κάθε σούρουπο. Αναχωρήσεις (σπάνιες) από το Ελληνικό. Vintage επιβατηγά – σκυλοπνίχτες, «Δημητρούλα», «Ρομίλντα» και «Ροδάνθη», επικίνδυνες αποστολές σε Κυκλαδονήσια και Δωδεκάνησα. Το πώς ζούμε, μόνο ο Αη – Γεράσιμος το ξέρει…
«Επειδή τέτοιες εποχές, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμίζουν με τα κάτασπρα σοκάκια της Τζιας και της Πάρου, τα ωραία δειλινά στη Σίφνο, τα νερά της Νάξου και του Ανω Κουφονησίου, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: για τα παιδιά του Λεκανοπεδίου, τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90, τα Κυκλαδονήσια ήταν ένα ωραίο περιπετειώδες σχέδιο (που πολλές φορές δεν ευοδωνόταν) για κάποιον φανταστικό Αύγουστο», γράφει στο f/b o δημοσιογράφος Γιώργος Σταματόπουλος. «Από τα αποχαιρετιστήρια του σχολικού έτους, μπουγέλα τον Ιούνιο, (…) οι Αθηναίοι έπρεπε να βολευτούν με κάτι κοντινό που σήμερα δεν ανεβάζει κανείς στα social. Πόσο μπανάλ να ανεβάσεις Βραυρώνα, Αγία Μαρίνα και Νέα Μάκρη. Τότε η Ψυττάλεια δεν είχε κάνει ακόμη τζάμι τον Σαρωνικό. Η Β’ πλαζ της Βούλας (με τις πρώτες τσουλήθρες) ήταν σύνορο, κυρίως για τις κοπάνες. Οι νότιοι πήγαιναν Λουμπάρδα (σημερινό Μοχίτο, νομίζω), Λιμανάκια, Βάρκιζα έως τις αλυκές στην Ανάβυσσο. Οι Βόρειοι, Ραφήνα, Πόρτο Ράφτη, Σχοινιά, Ωρωπό και Λούτσα και οι δυτικοί Κινέτα, Αγ. Θεοδώρους, Αλεποχώρι και δεν συμμαζεύεται. (…) Τότε που το 80% των Κυκλάδων, όχι μόνο δεν ήταν στο Trip advisor, αλλά ήταν άγονη γραμμή!». Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute
«1984 στο Κουφονήσι («το ποιό;» – ερώτηση εποχής) υπήρχε μόνο η ταβέρνα Φοίνικας (για να φάμε χωριάτικη σαλάτα και πατάτες!), περιμέναμε να αδειάσει αρμυρίκι στην παραλία για να μη λαλάμε από τον ήλιο», γράφει με τη σειρά του ο επικοινωνιολόγος Μάνος Σιφονιός, που δεν μπορεί να λησμονήσει ούτε τα εσωτερικά ταξίδια στις Κυκλάδες με τον θρυλικό Πανορμίτη, ειδικά με «μποφοράκια». «Ααα, και χταπόδι δεν έτρωγες, λόγω κόστους όμως κι όχι από τύψεις (εκτός αν τύχαινε να το χτυπήσεις εσύ στη θάλασσα)…».
Τσούχτρες είχε, αλλά όχι Pelagia noctiluca, μωβ, επικίνδυνες υπάρξεις. Είχε και Coppertone αντηλιακό (για τους υποψιασμένους), μπλε πορτοκαλάδες και «υποβρύχια» βανίλια, Walkman, βιβλία από τον Ελευθερουδάκη, κόμιξ, βία κανένα «Ταχυδρόμο» με εξώφυλλο – icon τη Μιμή Ντενίση. Τatoo κατάσαρκα δεν είχε, όπως δεν είχε και μπιτσόμπαρα, ξαπλώστρες, καπουτσίνο λάτε και καλαμάκια χάρτινα (καλύτερα!). Διακοπές που κράταγαν ένα – δυο μήνες. Μπαμπάδες που, όταν τέλειωνε η άδεια, έσμιγαν με την υπόλοιπη φαμίλια τα Σαββατοκύριακα, σε νησιά του Αργοσαρωνικού, σε απόσταση που τη μίκραιναν τα «ιπτάμενα δελφίνια».
Στα εξοχικά, τα βράδια έκαιγε «φιδάκι» – η πιο ανυπόφορη κι υπέροχη, απείρως νοσταλγική, μυρωδιά του κόσμου. Θείες και γιαγιάδες με λουλουδένια νυχτικά από ποπλίνα, που έβγαζαν ντιβάνια σε δροσερές βεράντες και αυλές. Πιτσιρίκια που έκαναν μπάνιο με λάστιχο μετά τη θάλασσα. Τηλεόραση με μπαλαντέζα για τα ματς «έξω», σύκα κλοπιμαία και κρύα – ό, τι πρέπει – γεμιστά με φέτα (εννοείται «ορφανά»).
«Καλοκαίρι, με τον κούκο μες στα πεύκα και στ’ αμπέλι, καλοκαίρι, στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι, με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι, με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι, λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι…», τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος από το 1989, σε ένα άσμα – ύμνο της πιο «ελληνικής» εποχής του χρόνου. Με φόντο μια δεκαετία που έμελλε να αλλάξει καθοριστικά την ελληνική πραγματικότητα, φτιάχνοντας μια γενιά που έβλεπε το μέλλον να εκτείνεται ατίθασο, γοητευτικό… Με Μessenger, smartphones και υβριδικές συσκέψεις, περιπέτειες με πολέμους και ιούς. Και το υπόλοιπο μισό του δικού της ηλικιακού «αιώνα», αμείλικτα περιπετειώδες, μπροστά της.
Πηγή: Protagon.gr