Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

ΠΡΟΤΑΣΗ..ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!

 Επιμέλεια: Ελένη Σοφού

«Όλα τα σκιάζει το βαρύ γκρίζο της κατοχής. Το σπίτι σου, το δωμάτιο σου και κάθε ανάμνηση που έζησες εκεί, σχηματίζουν δεκάδες εικόνες και ήχους ριζωμένες τώρα χρόνια στο μυαλό σου. Τα συναισθήματα έντονα. Εκεί που ζούσες εσύ, τώρα ζούνε άλλοι, το μαντολίνο σου έχει περιέλθει σε ξένα χέρια, στα σοκάκια όπου σεργιανούσες νέος, περπατάνε πρόσωπα άγνωστα. Το ρολόι, ενώ ξέρεις πως προχωράει μπροστά, επιμένεις ότι έχει σταματήσει στον Ιούλιο του 1974 και την τουρκική εισβολή στο νησί που στερεί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όλων των εκτοπισμένων».
Με αφορμή την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του 1974, σας προτείνω το βιβλίο του Κώστα Λυμπουρή με τίτλο «Επιβάτες φορτηγών», από τις εκδόσεις Πάπυρος (2017). Όπως λέει ο συγγραφέας: «Είναι ένα βιβλίο μνήμης και έχει επίκεντρό του το 1974 και όλες τις μνήμες που κουβαλούμε όσοι το ζήσαμε αλλά έχει ως γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο τα τελευταία 60 χρόνια της κυπριακής ιστορίας». Προσθέτει επίσης ότι το βιβλίο του είναι εν μέρει αυτοαναφορικό που σημαίνει ότι καταγράφει προσωπικά βιώματα δικά του αλλά και όσων άλλων ζήσανε μαζί γεγονότα όλης αυτής της περιόδου. Αφετηρία της συγγραφής αποτέλεσε η απόφαση του συγγραφέα να μεταβεί στα κατεχόμενα τον Δεκέμβριο του 2007 και αυτή η επίσκεψη καταγράφεται στο μυθιστόρημα με ένα ιστορικό, λογοτεχνικό τρόπο με μεγάλο πρωταγωνιστή τη μνήμη. Συγχρόνως το μυθιστόρημα είναι ένα πολιτικό και προσωπικό ημερολόγιο μιας ολόκληρης ζωής, βγαλμένο από την ψυχή του συγγραφέα, συνώνυμο της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Ένα βιβλίο για την αγάπη, για τον τόπο, για τους ανθρώπους και για την ειρήνη.
Στο αυτοβιογραφικό αφήγημα του, ο Κώστας Λυμπουρής χρησιμοποιεί μια κυκλική συμμετρία μεταξύ του πρώτου και τελευταίου κεφαλαίου. Η αρχή και το τέλος εξελίσσονται στο κατεχόμενο Δίκωμο, γενέθλια γη του συγγραφέα. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Στέφανος επισκέπτεται τα κατεχόμενα ύστερα από σαράντα χρόνια. Μια ατέλειωτη στιγμή μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του που τώρα ανήκει σε κάποιον άλλον. Ο πρωταγωνιστής ξαναζεί την απέραντη ευτυχία, τον ανείπωτο πόνο, τα αμέτρητα «γιατί» της ζωής του. Σε εκείνα τα δέκα λεπτά περνούν ακριβώς από το μυαλό και από την ψυχή του με ταχύτητα και ένταση μνήμες και συναισθήματα των όσων έζησε σε αυτό το σπίτι. Μνήμες σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Αναμνήσεις κατακλύζουν τον ήρωα από τα ανέμελα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Το δωμάτιο του, το ημερολόγιο του, ο σκύλος του ο Αζωρής, το μεταξωτό δημιούργημα της μάνας του καμωμένο στον αργαλειό της, η ακούραστη υφάντρα μάνα, ο λεωφορειούχος πατέρας, ο άρρωστος αδελφός, φίλοι-συμμαθητές, η γειτονιά, οι λεμονιές στην αυλή τους που τις πότιζαν από την πηγή στη ρίζα του Πενταδάχτυλου, που στέρεψε καθώς στέρεψαν όλα με τον ξεσπιτωμό της προσφυγιάς. Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται για να στοιβάξει κανείς τόσες θύμησες από χαρές και λύπες, εθνικές εξεγέρσεις και ερωτικά σκιρτήματα; Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το νόημα της κατοχής, το τί σημαίνει κατοχή του σπιτιού σου. «Η κατοχή δεν είναι η αφαίρεση της περιουσίας σου είναι η στέρηση της περιουσίας σου… όλα αυτά τα αγαπημένα αντικείμενα που σε σημάδεψαν ως παιδί και ως έφηβος βρέθηκαν στα χέρια κάποιου ξένου και αυτή είναι η διάσταση της κατοχής, είναι βασικά η καταπάτηση των δικαιωμάτων σου, των συναισθημάτων σου, της ζωής σου»
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στο δράμα των αγνοουμένων. Ένα δράμα που εξελίσσεται ακόμα και στις μέρες μας. ( Στην Κύπρο, ο κατάλογος με τους αγνοούμενους του Τουρκικού Αττίλα του 1974 ήταν απόρρητος μέχρι το 2000. Τώρα, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Κύπρο, εξετάζει το ενδεχόμενο διεξαγωγής ποινικής διερεύνησης για τη διαχρονική διαχείριση του θέματος των αγνοουμένων, για παραλείψεις από συγκεκριμένα πρόσωπα, ή για πολιτικές αποφάσεις που απέκρυβαν την αλήθεια). Ο συγγραφέας με πολύ δυνατές εικόνες, έντονη αφήγηση και υποδειγματικά συγκρατημένο λυρισμό, παρουσιάζει περιστατικά που μαγνητίζουν και πονούν. Οι σελίδες ασφυκτιούν κάτω από την συγκινησιακή φόρτιση. Αναλύει σε πολλά επίπεδα, το κλίμα και τους λόγους που οδήγησαν στην εισβολή, τις αντιθέσεις των ημερών, τις μέρες της εισβολής, τα λάθη που οδήγησαν στην επικράτηση της τουρκικής πλευράς και τα χρόνια που ακολούθησαν. Οι αναλύσεις του γίνονται μέσα από τη ζωή, τις σκέψεις και τις συζητήσεις των τριών κεντρικών μορφών του βιβλίου που διαπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα για να φωτίσουν συμπληρωματικές πλευρές του δράματος. Του Στέφανου, πάντα επικριτικός με τις πολιτικές επιλογές που οδήγησαν στο πραξικόπημα , του Κρίτωνα Μιχαηλίδη, του παιδίατρου λοκατζή, του ανιδιοτελούς εθνικόφρονα που βιώνει, βασανίζεται και μεταφέρει τις ενοχές της παράταξής του, και του Κρις Ιωακειμίδη, του έφεδρου ανθυπολοχαγού που μετά τον πόλεμο φεύγει για σπουδές και επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια για να διαχειριστεί τις μνήμες. Ένα μυθιστόρημα επιστροφής στο οποίο ο πρόσφυγας βρίσκεται σε ένα τοπίο μνήμης και κινείται μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας.
Για τον επίλογο σας παραθέτω τα λόγια του συγγραφέα: «… μας συγκέντρωσαν τους άρρενες και μας φόρτωσαν σε ανοικτά φορτηγά, άοπλους με πολιτική ενδυμασία για να μας μεταφέρουν από το χωριό μου το Δίκωμο στο χώρο όπου γινόταν η εισβολή, να πάρουμε εκεί όπλα. Η πιο τραυματική μου εμπειρία εξού και ο τίτλος του βιβλίου «Επιβάτες Φορτηγών» ήταν ότι όχι μόνο δεν κατέγραψαν τα ονόματά μας, ούτε καν μας μέτρησαν να ξέρει κάποιος ότι μέσα σε αυτά τα τρία ανοικτά φορτηγά στέλνουμε αυτό τον αριθμό ανθρώπων και ζώα να ήταν θα τα μετρούσαν».

Επιβάτες: γιατί δεν είναι ποτέ κύριοι της μοίρας τους, άλλοι είναι πάντα στο τιμόνι.
Φορτηγών: διότι έτσι, σε φορτηγά απρόσωπα, απάνθρωπα, ισοπεδωτικά, στριμώχνονται νέοι άνθρωποι ως «αρνία επί σφαγήν», για να μεταφερθούν στον βέβαιο θάνατο στο πεδίο της μάχης, στην αβέβαιη αιχμαλωσία, και στην προσωρινή υποτίθεται αλλά μονιμοποιούμενη μέρα, τη μέρα της προσφυγιάς…

Καλό διάβασμα!
Όμορφο, χαρούμενο καλοκαίρι!

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Κώστας Λυμπουρής γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1950 και μεγάλωσε στο Κάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας. Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, φτάνοντας στον βαθμό του λυκειάρχη. Είχε πλούσια δράση στη συνδικαλιστική οργάνωση των καθηγητών (ΟΕΛΜΕΚ) και στον Σύνδεσμο Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων, στην προεδρία του οποίου υπηρέτησε για εφτά χρόνια. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Εκπαιδευτικού Μεταρρυθμιστικού Ομίλου Κύπρου και μέλος στα συμβούλια άλλων, εκπαιδευτικών, κυρίως, ομίλων και συνδέσμων. Πήρε μέρος στις επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για την έκδοση των βιβλίων: «Της πατρίδας χώματα» (1985), «Το καράβι της Κερύνειας» (1987) και «Η κατεχόμενη γη μας» (1991). Εξέδωσε τη μελέτη «Η ίδρυση της ΟΕΛΜΕΚ και η λειτουργία της από το 1953 μέχρι το 1960» (2005).