Χρήστος Χωμενίδης
Δικαιούμαστε να κρίνουμε, ακόμα και να βρίζουμε τους νεκρούς; Ή οφείλουμε να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ; Κι άμα δεν νιώθουμε συντριβή, τουλάχιστον να σιωπούμε αξιοπρεπώς, κατά τα πανάρχαια ήθη μας;
Σούσουρο ξέσπασε επειδή με την αναγγελία του θανάτου της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα κάποιοι, αντί να την εγκωμιάσουν, υπενθύμισαν – κομψά ή λιγότερο κομψά – αρνητικές, κατά τη γνώμη τους, πλευρές του χαρακτήρα και της πολιτείας της. «Επιτέλους λίγη αιδώς! Το σώμα της δεν έχει καν κρυώσει! Ο νεκρός δεδικαίωται! Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να σας απαντήσει!».
Δεν ανήκω ούτε στους θαυμαστές ούτε στους αρνητές της εκδημήσασας. Δεν τη συνάντησα ποτέ, δεν έχω άποψη σχετικά με το έργο της. Από όσα διαβάζω καταλαβαίνω ότι υπήρξε μια πολύ δυναμική γυναίκα που έζησε στα γεμάτα. Πήρε τα ρίσκα της, συγκρούστηκε, επιβλήθηκε και αμφισβητήθηκε. Αξιώθηκε προσέτι να μακροημερεύσει. Χόρτασε; Στο γήρας θα έπρεπε κανονικά να νιώθεις πλήρης, πρόθυμος να παραχωρήσεις τη θέση σου στους επόμενους. Εχω δει ωστόσο χούφταλα να γραπώνονται από τη φθίνουσα ύπαρξή τους. Να καταντούν τέρατα εγωπάθειας. Να αναμασούν εμμονικά τα περασμένα μεγαλεία. Να μυξοκλαίνε για χαμένες ευκαιρίες. Να παραχαράσσουν την ιστορία – την ιδιωτική ή τη δημόσια – προς το συμφέρον τους. Εικάζω βάσιμα ότι η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα δεν ανήκε στη θλιβερή αυτή συνομοταξία.
Το ερώτημα είναι γενικό. Δικαιούμαστε να κρίνουμε, ακόμα και να βρίζουμε τους νεκρούς; Ή οφείλουμε να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ; Κι άμα δεν νιώθουμε συντριβή, τουλάχιστον να σιωπούμε αξιοπρεπώς, κατά τα πανάρχαια ήθη μας;
Πιστεύω ακράδαντα το πρώτο. Αρνούμαι οποιαδήποτε ασυλία, ακόμα και για εκείνον που μόλις έκλεισε τα μάτια του.
Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο εκδημήσας κάθε άλλο παρά είναι ανυπεράσπιστος. Ο θάνατος τον έχει απολύτως θωρακίσει.
Εάν μεν με το που πεθαίνει το σώμα βυθίζεσαι στην ανυπαρξία, ποιος να σε βλάψει πλέον; Ποιος να σε πικράνει; Απουσιάζεις ολοκληρωτικά. Εάν δε μας μέλλεται μια δεύτερη ζωή, το επέκεινα θα μας προσφέρει πρωτόγνωρες, καταπληκτικές συγκινήσεις. Σκεφθείτε, απελευθερωμένοι από το σαρκίο σας κι από τον γήινο χρόνο, να συναντιέστε με τους γονείς, με τους παππούδες σας, με προσωπικότητες που εν ζωή θαυμάζατε! Φαντασθείτε την εμπειρία της έσχατης κρίσης. Τι συναρπαστική δίκη! Δεν θα μπορείς από τον Θεό – όστις «τα πάνθ’ ορά» – να κρύψεις το παραμικρό από όσα έπραξες, ξεστόμισες, σκέφτηκες. Όλα όμως θα φωτίζονται υπό διαφορετικό πρίσμα, θα βαραίνουν αλλιώτικα στη ζυγαριά Του. Εγκληματίες κατά κόσμον θα παίρνουν θριαμβευτικά το διαβατήριο για τον παράδεισο. Αγιοι δήθεν άνθρωποι θα ρίχνονται στα καζάνια της κόλασης. Σιγά μην ιδρώνει το αφτί μας, όταν θα έχουμε ανέβει εκεί πάνω, για το πώς θα μας νεκρολογούν εδώ κάτω! Και η χειρότερη κατάρα από ζωντανό θα φτάνει σε εμάς σαν βρωμόλογο χαριτωμένου νηπίου.
Δεν πρέπει εντούτοις οι εχθροί μας, όσοι δεν τρέφουν τέλος πάντων θετικά προς εμάς αισθήματα, να σεβαστούν το ξόδι μας; Για ποιο λόγο; Είναι καλό, έτσι κι αλλιώς, να έχεις εχθρούς. Το να αρέσεις σε όλον τον κόσμο θα σήμαινε πως έχεις καταντήσει άχρωμος και άοσμος, ανώδυνος σαν μουσική ασανσέρ. Οι εχθροί αποτελούν τις ανάποδες πυξίδες μας: ενοχλούμενοι, αποδοκιμάζοντάς μας, μας επιβεβαιώνουν ότι βαδίζουμε σωστά. Να το βουλώνουν εμπρός στη σορό μας; Ενώ στις φάτσες τους θα ζωγραφίζεται η ανακούφιση που τους αδειάσαμε τη γωνιά; Ενώ θα ανυπομονούν να παρέλθει το πένθος για να μας κάνουν τ’ αλατιού; Ποτέ δεν θα καταδεχόμουν κάτι τέτοιο.
Πριν από λίγα χρόνια αποδήμησε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες. Αφού στην κηδεία του τον αποχαιρέτησαν συντετριμμένοι εκείνοι που περισσότερο τον αγαπούσαν, άρπαξε «άστε ντούε» το μικρόφωνο ο χειρότερος εχθρός του. Ένα γλοιώδες υποκείμενο που δεν έχανε ευκαιρία να του βάζει τρικλοποδιές. Κι άρχισε, κλαυθμηρίζοντας, να τον υμνεί. Η διπλανή μου κυρία, νεανικός του έρωτας, είχε φρίξει. «Τώρα θα σηκωθεί από το φέρετρο», μου έλεγε, «και θα τον πιάσει στα χαστούκια!». Τέτοια θαύματα – φευ – δεν συμβαίνουν…
Κάλλιο να σας βρίζουν οι εχθροί σας ακόμα και όταν θα ‘στε παγωμένοι, ανάσκελα. Ακόμα και τότε σας εύχομαι να τους ενοχλείτε.
Πηγή: https://www.in.gr/