Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Η ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ!

Πέτρος Τατσόπουλος

Μπορεί ν' ανέμιζαν τα φλάμπουρα μιας «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών», αλλά πραγματικός σημαιοφόρος ήταν ο Ζαμπέτας
Η κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την 21η Απριλίου του 1967, δεν ήταν ένα τσουνάμι που έπληξε όλους αδιακρίτως και με την ίδια σφοδρότητα. Πολλοί από όσους θεωρούσαν προδικτατορικά τον εαυτό τους «πολιτικοποιημένο» – κυρίως από τον χώρο του Κέντρου και της Αριστεράς – δεν την εξέλαβαν τόσο ως κατάλυση όσο ως διολίσθηση: μια κολοβή μετεμφυλιακή δημοκρατία οδηγήθηκε συν τω χρόνω σε διαρκή αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών θεσμών, με τελική κατάληξη την κατάργησή τους· εάν ανατρέξει κανείς σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, καθώς και στην ετεροχρονισμένα αποκαλυπτική ιδιωτική αλληλογραφία ηγετών εκείνων των ημερών, θα διαπιστώσει ότι η συζήτηση γύρω από την προσωρινή αναστολή ορισμένων άρθρων του συνταγματικού μας χάρτη όχι μόνο δεν έθιγε κάποιο ταμπού, αλλά και ποίκιλλε αποκλειστικά ως προς την έκτασή της: πόσο προσωρινή και πόσα άρθρα;
Μια άλλη μεγάλη μερίδα των πολιτών ήταν ήδη «απολιτίκ» σε τέτοιο βαθμό, σταθερά στοχοπροσηλωμένοι στην προσωπική τους σταδιοδρομία, ούτως ώστε δεν αντελήφθησαν καν κάποιο «κενό αέρος» κατά το πέρασμα από τη δημοκρατία στη δικτατορία. Υπήρχαν φυσικά κι εκείνοι που έφεραν βαρέως την κατάλυση· δεν θέλω να καταγράψω το δικό τους ποσοστό επί του γενικού πληθυσμού, διότι θα σας κακοκαρδίσω.
Μια ανάλογη παρανόηση συνάδει και με τη χειραγώγηση της ελαφρότητας κατά την περίοδο της δικτατορίας. Αποτελεί κοινή πεποίθηση, λόγου χάριν, ότι οι συνταγματάρχες πιο πολύ φρόντιζαν για τη διάδοση του ελαφρού τραγουδιού παρά για τη διάδοση του αντικομμουνισμού· όχι πως παραμελούσαν τον δεύτερο, ακόμη και με ειδικές εκπομπές στην αρτιγέννητη τότε κρατική τηλεόραση (ο Γεώργιος Γεωργαλάς, ως αντικομμουνιστής γενίτσαρος, διέπρεψε στο σχετικό πεδίο), αλλά ουδέποτε τον προβίβασαν σε επιτακτική τους ιδεολογική προτεραιότητα. Προείχε η διάδοση και, ει δυνατόν, η επικράτηση ενός μικροαστικού εαυτουλιδισμού: να κοιτάζουμε την πάρτη μας, να κουκουλώσουμε κανένα γαμπρουδάκι που να «το φυσάει» ή καμιά πιτσιρίκα με προίκα, να κοιτάξουμε πώς θα τη βγάλουμε «καθαρή» σε τούτη την παλιοζωή, διότι ο βίος βραχύς και τα μνήματα φίσκα. Μπορεί ν’ ανέμιζαν τα φλάμπουρα μιας «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών», αλλά πραγματικός σημαιοφόρος ήταν ο Ζαμπέτας.
Το ελαφρό τραγούδι, γλυκερό σαν χαλβαδόπιτα, ταίριαζε γάντι με τα «μηνύματα» που ήθελε να περάσει η δικτατορία, αλλά δεν ήταν δικό της δημιούργημα: οι απριλιανοί το βρήκαν έτοιμο και απλώς, όπως λέμε, του έδωσαν έμφαση.
Σήμερα, μισόν αιώνα αργότερα, καθώς αποχωρούν από τη ζωή και τα τελευταία «αστέρια» εκείνης της φουρνιάς, είναι ίσως καιρός να βγάλουμε τις δικαστικές τηβέννους και ν’ αναλογιστούμε τα αληθινά διλήμματα που αντιμετώπισαν, όταν αντίκρισαν τα τεθωρακισμένα στους δρόμους. Οι περισσότεροι βρίσκονταν στο «άνθος» της ηλικίας τους, ανάμεσα στα είκοσι και στα τριάντα. Επρεπε επειγόντως ν’ αποφασίσουν εάν αυτό το «άνθος» θα το ποτίσουν ή θα το ξεριζώσουν.
Δεν τους περίμενε κανένα «Βουνό» εάν επέλεγαν το ηρωικό μονοπάτι, ούτε μπορούσε κανένας να τους εγγυηθεί αξιόπιστα πως αυτή η δικτατορία δεν θα διαρκέσει πέντε ή έξι δεκαετίες, όπως η Ισπανία του Φράνκο ή η Πορτογαλία του Σαλαζάρ. «Δεν συνεργάστηκα με τη δικτατορία», μου είπε πολλά χρόνια αργότερα ένα από τα πλέον επιφανή και δημοσίως αναγνωρίσιμα τηλεοπτικά της τέκνα· «συνέχισα απλώς να εργάζομαι. Να βγάζω το ψωμί μου με τον μόνο τρόπο που ήξερα. Όπως έκαναν οκτώ εκατομμύρια Έλληνες.
Με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις». Ασφαλώς και είναι σε θέση κάποιος να του απαντήσει ότι υπήρχε και άλλη επιλογή – όχι όμως εκείνος που έδωσε ή θα δώσει ανάλογη απόκριση, έτσι και τότε βρισκόταν ή αύριο θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα.

Πηγή: https://www.in.gr/