Στο διάγγελμά του ο Βλαντιμίρ Πούτιν παρουσιάστηκε ως άλλος Ιβάν ο Τρομερός, ως ένας μονάρχης διψασμένος για οικουμενική εξουσία.
ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΤΕΖΟΥ*
Όταν πριν από λίγες ημέρες στη λαμπρή αίθουσα του Κρεμλίνου, έχοντας πίσω του τη σημαία με τον δικέφαλο αετό που κρατά στο γαμψό πόδι του την οικουμένη σε σχήμα σφαίρας, ο Πούτιν ανακοίνωσε στον ρωσικό λαό και στον κόσμο ολόκληρο την εισβολή στην Ουκρανία, ξύπνησαν από τα βάθη της ιστορίας βυζαντινές μνήμες. Καθώς δεν λείπουν οι συμβολισμοί, αξίζει να θυμηθούμε τους σημαντικότερους σταθμούς των ρωσοβυζαντινών σχέσεων.
Η πρώτη ρωσική επιδρομή εναντίον του Βυζαντίου χρονολογείται το 860. Με διακόσια πλοία οι Ρως εισήλθαν στον Βόσπορο και αφού λεηλάτησαν τις ακτές και τα νησιά της Προποντίδας επιτέθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο στόλος τους καταστράφηκε από τρικυμία, την οποία οι Βυζαντινοί απέδωσαν στη θαυματουργή βοήθεια της Θεοτόκου, με αποτέλεσμα οι Ρως να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την επιχείρηση. Ο πατριάρχης Φώτιος, περιγράφοντας την πολιορκία, χαρακτηρίζει τη ρωσική επιδρομή ως «βαρείαν πληγήν και οργήν», ως «υπερβόρειον και φοβερόν κεραυνόν». Οι συνθήκες που υπογράφηκαν στις αρχές του 10ου αιώνα ανάμεσα στους δύο λαούς, με τις οποίες οι Βυζαντινοί παραχώρησαν στους Ρως φορολογικές απαλλαγές και άλλα προνόμια, δηλώνουν ότι οι ρωσοβυζαντινές σχέσεις ήταν φιλικές εκείνη την περίοδο και ότι το κράτος του Κιέβου είχε αναπτύξει αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα στη βυζαντινή επικράτεια. Η ειρήνη δεν διατηρήθηκε, ωστόσο, κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Το 941, οι Ρως, με επικεφαλής τον ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ, εκστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί, με αρχηγό τον Ιωάννη Κουρκούα, αντιμετώπισαν τον εχθρικό στόλο με υγρό πυρ και τον νίκησαν. Ιδιαίτερα σημαντικές για την εξέλιξη του ρωσικού εμπορίου ήταν οι ρωσοβυζαντινές συνθήκες των ετών 944 και 971. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιγράφει με λεπτομέρειες στο μνημειώδες έργο του τα ταξίδια των Ρώσων εμπόρων, που από το Κίεβο διέσχιζαν με τα μονόξυλά τους τούς καταρράκτες του Δνείπερου και έφθαναν στο βυζαντινό εμπορείο της Μεσημβρίας.
Όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 989, ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος, που είχε στείλει προηγουμένως στρατιωτική βοήθεια στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο τον Β΄, κατέλαβε τη Χερσώνα, οι Βυζαντινοί, επιδιώκοντας λήξη των εχθροπραξιών, υποχώρησαν και έδωσαν την πορφυρογέννητη 'Αννα, αδελφή των αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου, ως σύζυγο στον ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο, με τον όρο να γίνει χριστιανός και να εκχριστιανίσει τον λαό του. Έφθασε έτσι η 'Αννα στη Χερσώνα, με μεγάλη συνοδεία, και παντρεύτηκε τον πρώτο Ρώσο χριστιανό ηγεμόνα, Βλαδίμηρο. Ακολούθησε η ομαδική βάπτιση των Ρως στα νερά του ποταμού Δνείπερου. Ο εκχριστιανισμός των Ρως που συντελέστηκε με το βάπτισμα του Βλαδίμηρου είχε, όπως γράφει ο Διονύσιος Ζακυθηνός, επακόλουθα οικουμενικής σημασίας. Η χριστιανική κοινότητα εξαπλώθηκε προς Ανατολάς και μαζί η αίγλη και η ακτινοβολία του βυζαντινού πολιτισμού εισχώρησε σε χώρο ζωτικού για τα πνευματικά πράγματα ενδιαφέροντος. Η νέα Εκκλησία, με πρώτο μητροπολίτη τον τέως Σεβαστείας Θεοφύλακτο, υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε έως το 1448, έτος κατά το οποίο ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη. Πολύ αργότερα, το 1589, ιδρύθηκε το Πατριαρχείο της Μόσχας. Η βυζαντινή επίδραση στον πνευματικό βίο των Ρως εκδηλώθηκε ήδη από τα χρόνια της ηγεμονίας του Βλαδίμηρου. Τότε οικοδομήθηκε στο Κίεβο ο ναός της Θεοτόκου και Ελληνες τεχνίτες ανήγειραν, στις αρχές του 11ου αιώνα, τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, που διακοσμήθηκε στη συνέχεια με υψηλής τέχνης περίφημα ψηφιδωτά.
Μετά την Αλωση, το 1472, οι σχέσεις της ορθόδοξης Ρωσίας με τον ελληνισμό σφραγίστηκαν με έναν ακόμη γάμο που τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια στο Βατικανό: του Ιβάν του Γ΄, Μεγάλου Δούκα της Μόσχας, με την απόγονο της τελευταίας αυτοκρατορικής δυναστείας, Ζωή-Σοφία, θυγατέρα του δεσπότη Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγου και προστατευόμενη του πάπα Σίξτου του Δ'. Πιθανότατα, η Εκκλησία της Ρώμης και η Βενετία να είχαν σκεφτεί με την ευκαιρία αυτού του γάμου το ενδεχόμενο να προσφερθεί ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης στον Μοσχοβίτη ηγεμόνα στην περίπτωση που θα εξέλιπαν οι νόμιμοι άρρενες κληρονόμοι.
Η ιδέα της μεταφοράς της βυζαντινής πρωτεύουσας στη Μόσχα γοήτευσε πολλούς Ελληνες λογίους τον 16ο αιώνα.
Στην ιδεολογική αυτή συνάφεια εγγράφεται κατά τον επόμενο 16ο αιώνα η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», επωνυμία που διεκδίκησε η ηγεμονία της Μοσχοβίας. Σύμφωνα με τη θεωρία, επιχειρήθηκε η σύνδεση του Ρώσου ηγεμόνα Βασιλείου του Γ΄ τόσο με τον Κωνσταντίνο, ιδρυτή της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, όσο και με τον Βλαδίμηρο, που είχε εκχριστιανίσει τους Ρως. Ο Ρώσος ηγεμόνας ήταν με βάση την οπτική αυτή ένας νέος Κωνσταντίνος, διάδοχος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Εξάλλου, ο περιβόητος Ιβάν ο Δ΄, αποκαλούμενος ο Τρομερός, που είχε αναγορευτεί το 1547 «καίσαρ» (τσαρ), και είχε ισχυροποιήσει την αρχή του, καταστρέφοντας με βαναυσότητα τους αντιπάλους του, καταγόταν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ως απόγονος της πορφυρογέννητης 'Αννας, γυναίκας του Βλαδίμηρου. Μπορούσε, συνεπώς, να αξιώσει κληρονομικά δικαιώματα επί του αυτοκρατορικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης.
Απεικόνιση βάπτισης Ρως στον Δνείπερο (χρονικό Κωνσταντίνου Μανασσή, Βατικανή Βιβλιοθήκη, φωτ. Ιστορία Ελληνικού Εθνους, τόμ. Η΄).
Συγχρόνως, στη θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», στην ιδέα δηλαδή της μεταφοράς της βυζαντινής πρωτεύουσας στη Μόσχα, ακουμπούσαν οι ελπίδες πολλών λογίων Ελλήνων που πίστευαν ότι το ξανθό γένος θα τους ελευθέρωνε από τον τουρκικό ζυγό. Το ιδεολογικό αυτό ρεύμα δηλώνεται με σαφήνεια, μεταξύ άλλων, στην αναφορά του Βενετού γενικού προνοητή Κρήτης, Αλβίζε Γριμάνι, ο οποίος έγραψε στα τέλη του 16ου αιώνα προς τις βενετικές αρχές ότι εάν οι Ρώσοι έκαναν την παραμικρή κίνηση εναντίον των Τούρκων, οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν και να αναγορεύσουν αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης τον τσάρο.
Στο διάγγελμα που πάγωσε με το περιεχόμενό του την ανθρωπότητα, ο Πούτιν δεν εμφανίστηκε ούτε ως άλλος Μέγας Κωνσταντίνος, όπως είχε αποκαλέσει ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς τον τσάρο Θεόδωρο, παρακινώντας τον να προσφέρει βοήθεια, ούτε ως άλλος Μεγαλέξανδρος, με τον οποίο είχε παρομοιάσει τον τσάρο Αλέξιο Μιχαήλοβιτς ο ευρυμαθής Κρητικός ιερωμένος Γεράσιμος Βλάχος, προτρέποντάς τον να ακολουθήσει το παράδειγμα του πολυθρύλητου στρατηλάτη για να ελευθερώσει τους «Ελληνορωμαίους» και να δοξαστεί. Παρουσιάστηκε, εντέλει, ο Πούτιν ως άλλος Ιβάν ο Τρομερός, ως ένας μονάρχης διψασμένος για οικουμενική εξουσία. Το φάντασμα του Βυζαντίου, στο οποίο αναφέρθηκε τις προάλλες στην εφημερίδα La Repubblica η Ιταλίδα βυζαντινολόγος Σίλβια Ρονκέι, πλανιόταν γύρω από τον Ρώσο ηγέτη όσο μιλούσε, ανακαλώντας μνήμες από ένα χωμένο στην Ιστορία μακρινό παρελθόν.
* Η κ. Χρύσα Μαλτέζου είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/