Όταν μια ελληνική ταινία κατορθώνει να γίνει σημείο αναφοράς ακόμα και σε σχολικά βιβλία, τότε είναι σαφές ότι η αξία της δεν είναι μόνο καλλιτεχνική, αλλά και πολιτισμική και ιστορική. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η ταινία «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου αναφερόταν στα βιβλία της ιστορίας της Γ’ Λυκείου, ως μια ταινία που αποτύπωνε ρεαλιστικά την ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Η ταινία γυρίστηκε το 1955 και ο Νίκος Κούνδουρος, την σκηνοθέτησε ενώ δεν είχε καν κλείσει τα 30 του χρόνια. Μετά από μια επίπονη και μακρά συζήτηση που είχε με τον συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον πείθει να γράψει ένα σενάριο για μια ταινία, που θα παρουσίαζε χωρίς ακρότητες την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια πραγματικότητα στην οποία κυριαρχούσε η φτώχια, η μιζέρια, αλλά και το αστυνομοκρατούμενο κράτος.
Ο Καμπανέλλης αξιοποιεί στο έπακρο το λογοτεχνικό του ταλέντο και δίνει στον Κούνδουρο ένα πραγματικό αριστούργημα, που ο τελευταίος έπρεπε να αποδώσει αριστοτεχνικά στον κινηματογραφικό φακό. Όσο κι αν η πρόκληση φάνταζε – και ήταν – μεγάλη, ο Κούνδουρος τα κατάφερε.
Με την πρώτη ματιά, η ταινία «Ο Δράκος» είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τη μοναξιά. Ωστόσο, εάν κανείς τη μελετήσει πιο προσεκτικά, διαπιστώνει ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι μια ταινία που δεν νοιάζεται μονάχα για τη ματαιοδοξία και τη μοναξιά, νοιάζεται και γι’ αυτό που την προκαλεί.
Και ως μια ταινία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα μετά το Β’ Παγκόσμιο και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, αναζητά και βρίσκει τα αίτια αυτά στην κοινωνία. Το αστυνομικό κράτος, η απομόνωση και η αποξένωση είναι για τον Κούνδουρο τα θέματα της ταινίας.
Και όλα αυτά, τα αποτύπωσε ιδανικά με τη βοήθεια ενός σπουδαίου Έλληνα ηθοποιού, που ήταν ο πρωταγωνιστής της, του Ντίνου Ηλιόπουλου.
Για πολλούς, ήταν η κορυφαία ερμηνεία τής μεγάλης καριέρας του Ηλιόπουλου, μια ερμηνεία από αυτές που δεν είχε δείξει ξανά – και δεν έδειξε ούτε αργότερα – στο ελληνικό κοινό. Μια δραματική ερμηνεία, η οποία ανέδειξε το πολύπλευρο ταλέντο του Ηλιόπουλου και τον καθιέρωσε στους «μεγάλους» του ελληνικού σινεμά.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο χαρακτήρας του δεν είναι παρά ένα πιόνι στα χέρια του Κούνδουρου. Ένα πιόνι που, στο τέλος της ταινίας, οδηγείται στο θάνατο, όχι γιατί είναι αυτό που είναι, αλλά γιατί η κοινωνία τον έκανε να είναι έτσι.
Στον «Δράκο», ο Κούνδουρος καινοτομεί και σκηνοθετικά, δίνοντας έμφαση σε ρεαλιστικές σκηνές, σε κοντινά πλάνα και σε σιωπηρές σκηνές, στοιχεία που διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή. Η σκηνοθεσία χαρίζει στη ταινία γνήσια cult στιγμιότυπα και μια αίσθηση μελαγχολίας για μια κοινωνία δύσκολη και άγρια.
Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό του σεναρίου, χαρίζουν ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ και ένα μοναδικό αίσθημα φόβου για μια αόρατη απειλή.
Η ταινία πρωτοτύπησε και στην εμφάνισή της, αφού έκανε πρεμιέρα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου απέσπασε ειδική μνεία.
Λίγους μήνες αργότερα, προβλήθηκε και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στις 5 Μαρτίου του 1956. Η υποδοχή που της επιφύλαξε το ελληνικό κοινό ήταν απογοητευτική, δείγμα ότι δεν είχε την ωριμότητα να αντιληφθεί τα βαθιά μηνύματα που αυτή απέπνεε. Κατά πολλούς κριτικούς, ωστόσο, το κοινό δεν ήταν ανώριμο, απλά δεν ήθελε να δει αυτά τα μηνύματα που «πονούσαν».
Ωστόσο, η ταινία αντιμετώπισε ιδιαίτερα εχθρική στάση από μεγάλη μερίδα του Τύπου της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εφημερίδες της εποχής, Εστία και Αυγή, την κατηγόρησαν ως ανθελληνική και ζήτησαν την επέμβαση του εισαγγελέα.
Ας μην αδικούμε όμως τους Έλληνες θεατές εκείνης της εποχής, αφού βλέποντας αυτή την τόσο ατμοσφαιρική ταινία, γυρισμένη σε στυλ φιλμ νουάρ, ένα είδος πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και μάλιστα με το ασυνήθιστο και ανεπίτρεπτο για την εποχή «unhappy end», ίσως να μην είχαν ασυναίσθητα άλλη επιλογή από το να την απορρίψουν. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, οι αρνητικές κριτικές της εποχής ήταν τόσο πολλές και τόσο σκληρές.
Ο χρόνος πάντως απέδειξε τη διαχρονική αντοχή της ταινίας, με τις όποιες ατέλειες και ερμηνευτικές υπερβολές που μπορεί αυτή να διαθέτει.
Η μοίρα της, ωστόσο, ήταν λαμπρή και έμελε η αξία της να αναγνωριστεί στα χρόνια που ακολούθησαν. Σήμερα, «Ο Δράκος» αναγνωρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά και τα φιλμ νουάρ.
Πηγή: Ελληνικός Κινηματογράφος
Πηγή: https://www.in.gr/