Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΜΑΣ Η ΛΑΛΙΑ!

  Νίκος Παπαδογιάννης


Εκατό χρόνια, από τότε που οι Έλληνες έλεγαν τους Έλληνες «τουρκόσπορους». Ποιους τους είπε να μην έχουν ξανθά μαλλιά;


Oι παππούδες και οι γιαγιάδες μου ήρθαν από τη φλεγόμενη Σμύρνη με σαπιοκάραβα, το εικοσιδυό. Νεοφωκαείς, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές εσχατιές της Αθήνας, στα προσφυγικά, που σήμερα είναι μεγάλοι δήμοι και όχι απαραίτητα φτωχογειτονιές: Χαϊδάρι, Κοκκινιά, Αιγάλεω, Κορυδαλλός. Τότε ήταν χωράφια και δάση. Ερημιά,. Χωρίς τρεχούμενο νερό.
Το Ελληναριό της εποχής δεν άφηνε τους Μικρασιάτες να πλησιάσουν στα σαλόνια, μη τυχόν και τα μαγαρίσουν. «Τουρκόσπορους» τους αποκαλούσαν. «Ζώα». Τις αρχόντισσες γυναίκες της απέναντι ακτής τις είδαν καθαρές και κράτησαν τη μύτη τους για να μη πάθουν καμιά συγκοπή από την υπερβολική πάστρα.
Η λέξη «παστρικές» κατάντησε βρισιά, στα χείλη των κομ-ιλ-φό βρωμιάρηδων με το βρώμικο μυαλό. Η τρομερή μας η λαλιά ξέρει να κόβει τα γόνατα…
Ο κατά τα’ άλλα πεφωτισμένος Γεώργιος Βλάχος χρησιμοποιούσε ανερυθρίαστα τη φράση «αγέλες προσφύγων» στα περισπούδαστα άρθρα του, στην «Καθημερινή» της εποχής. Όχι για τίποτε κακομοίρηδες από τα βάθη της Ασίας ή της Αφρικής, αλλά για τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου.
Ακόμα και μία δεκαετία αργότερα, φιλομοναρχικές φυλλάδες απαιτούσαν να σημαδευτούν οι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία με κίτρινο περιβραχιόνιο, για να τους ξεχωρίζουν από τους κανονικούς. Έτσι, για να μη νομίζετε ότι οι φαεινές ιδέες του Χίτλερ προήλθαν από παρθενογένεση!
Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000 Αρμένιοι). Οι 200.000 Έλληνες που ξέμειναν στην Καππαδοκία και στις πέριξ επαρχίες μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα το 1924-25. Ένα τμήμα των Ελλήνων του Πόντου κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση.
Ο αριθμός των προσφύγων που έφτασε στη χώρα (μέσω της Μακρονήσου, που λειτούργησε ως υγειονομική καραντίνα) ήταν ασφαλώς πολύ μεγαλύτερος, αν συνυπολογιστούν η υψηλή θνησιμότητα των πρώτων χρόνων και η υπογεννητικότητα. Πολλοί μετανάστευσαν από την Ελλάδα σε τρίτες χώρες.
Οι αρρώστιες και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης κατέβαλλαν τους ταλαιπωρημένους και υποσιτισμένους πρόσφυγες. Στις πόλεις, θέριζαν ο τύφος, η γρίπη και η φυματίωση. Στην ύπαιθρο, η ελονοσία. Πολλοί έζησαν «πενήντα χρόνια σ’ ένα κατώι μυστικό», όπως έγραψε ο Σαββόπουλος όταν ήταν ακόμη Σαββόπουλος.
Άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών (του τότε ΟΗΕ), ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκατέλειψαν άκλαυτοι αυτόν τον μάταιο κόσμο, μέσα σ’ ένα χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες.
Κοντά ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι. Στη χώρα που σήμερα αποδέχεται και αγκαλιάζει την προσφυγιά μόνο αν αυτή έχει ξανθά χυτά μαλλιά, κάνει το σταυρό της με τρία δάχτυλα σαν καλή χριστιανή και πουλάει το αλαβάστρινο κορμί της στα μπουζουξίδικα της εθνικής οδού.
Πάνω στο κατάμεστο από δάκρυα και τρόμο καράβι της προσφυγιάς, η θεία μου η Ελευθερία ήταν μωράκι. Κοιτάζοντας πίσω έβλεπε το σπίτι της να καίγεται, κοιτάζοντας μπροστά δεν έβλεπε τίποτε. Ίσως επειδή είχε δάκρυα στα μάτια.
Έφτιαξε το σπιτικό της στην οδό Ιωνίας στη Νίκαια, έζησε με αξιοπρέπεια και πρόκοψε στη μαμά Ελλάδα, και ας την έλεγαν τουρκόσπορο και παστρικιά. Θέλοντας και μη, έμαθε να κλείνει τ’ αυτιά.
Δεκαετίες αργότερα, όταν η Άννα Βαγενά ανέβασε στο θέατρό της μία παράσταση σχετική με την προσφυγιά, έναν μονόλογο με τίτλο «Αγγέλα Παπάζογλου», η υπέργηρη Ελευθερία Μουράτογλου καθόταν αμίλητη στην πρώτη σειρά του θεάτρου. Μόλις η παράσταση τελείωσε και το χειροκρότημα κόπασε, η θεία με τη σπασμένη αλλά στεντόρεια φωνή πετάχτηκε από το κάθισμά της.
«Κόρη μου», βροντοφώναξε. «Αυτά που έλεγες τόση ώρα, εγώ τα έζησα! Με το βαπόρι από τη Μικρασία ήρθα. Πρόσφυγας». Και η Βαγενά την ανέβασε τη σκηνή, για να κλάψουν οι δύο γυναίκες αγκαλιασμένες. Μαζί και με τους λίγους θεατές θυμούνται ακόμη το παρελθόν. Το όχι και τόσο μακρινό.
Αύριο, θα είμαστε εμείς στη θέση της θείας Ελευθερίας και της Αγγέλας Παπάζογλου. Ξανά. Η προσφυγιά και ο πόλεμος δεν χαρίζονται σε κανέναν. Ρωτήστε και τους Ουκρανούς, που νόμιζαν ότι ζούσαν ζωή ξένοιαστη και χαρισάμενη.
Σε έξι μήνες από σήμερα, συμπληρώνεται εκατονταετία από την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν πρόκειται φυσικά να τη γιορτάσουμε με ταρατατζούμ ούτε να ανοίξουμε πατριωτικές σαμπάνιες, όπως κάναμε με την επέτειο της επανάστασης του 1821.
Δεν μας αρέσει να πανηγυρίζουμε ήττες ούτε να θυμόμαστε ότι όλα ξεκίνησαν από την ιμπεριαλιστική στάση και τον μεγαλοϊδεατισμό της ξυπόλητης Ελλάδας της δεκαετίας του ’20. Τι να γιορτάσουμε, ότι μας πέταξε στη θάλασσα ο Τουρκαλάς;
Εάν θέλαμε να φανούμε τίμιοι με τον εαυτό μας και με την Ιστορία, θα ανακηρύσσαμε το 2022 ως «Έτος Προσφύγων», στη μνήμη των θυμάτων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Όχι τώρα που λιγουρευόμαστε τις δίμετρες Ουκρανές σαν ανέραστοι λιμοκοντόροι, αλλά ευθύς εξαρχής. Για να γιορτάσουμε την ίδια την ύπαρξή μας.
Αυτά τα κεφάλαια όμως είναι απαγορευμένα, για τη χώρα που κατηγορείται πανταχόθεν για την απάνθρωπη στάση της απέναντι στους πρόσφυγες με μελαψό δέρμα και τις παράνομες επαναπροωθήσεις. Ακόμα και στο ακροδεξιό σουλτανάτο του Μητσοτάκη, έχει και η υποκρισία τα όριά της.
Λες και εμείς είχαμε γαλάζια μάτια, όταν κλαίγαμε τον σφαγμένο παππού και αποχαιρετούσαμε τα καμένα σπίτια μας στο Ικόνιο. Λες και είχαμε αλαβάστρινο δέρμα, όταν φτάναμε πάμπτωχοι και ρακένδυτοι στο νησί Έλις της Νέας Υόρκης, μαζί με τη Μαρίκα, τον Δούσια τον Κωστή.
Από τη ρατσιστική Ελλάδα του 1922 μέχρι τη ρατσιστική Ελλάδα του 2022, είναι ένα σκουριασμένο γιαταγάνι δρόμος. Ή ένας αδέσποτος πύραυλος, που θα χάσει τον δρόμο του και θα πέσει στο λάθος κεφάλι.

Πηγή: https://www.koutipandoras.gr/