Πρόκειται για μια εγκληματική ενέργεια με καθαρά ποινικές διαστάσεις, για την οποία έχουν επιληφθεί ήδη οι αρχές και η οποία παραπέμπει ευθέως σε βασανιστήρια που εφαρμόστηκαν σε σκοτεινές για τη Δημοκρατία περιόδους.
Ως πρώην Πρύτανης του ΑΠΘ και έχοντας βρεθεί ο ίδιος στο παρελθόν σε ανάλογες, αν και όχι τόσο ακραίες, όσο ο Πρύτανης του ΟΠΑ, θέσεις και έχοντας χειριστεί παρόμοια περιστατικά με φοιτητικές ομάδες, έχω να καταθέσω τη δική μου εμπειρία που πιστεύω θα φωτίσει αθέατες πτυχές για όσους δεν βρίσκονται εντός πανεπιστημίων και θα πλουτίσει το δημόσιο διάλογο γύρω από το θέμα, όσο και από τις ασύμμετρες, έως και δυσανάλογες κυβερνητικές αντιδράσεις.
Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ένα μοναδικό και απολύτως μεμονωμένο για τα πανεπιστήμια περιστατικό, που παρόμοιό του δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Τα τελευταία, άλλωστε, χρόνια, τέτοια περιστατικά βίας, έστω και σε ηπιότερες εκδοχές, δεν συμβαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Εξ ιδίας εμπειρίας ορμώμενος, κρίνω ότι οι δράστες του συγκεκριμένου περιστατικού ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΦΟΙΤΗΤΕΣ. Έχοντας κατ’ επανάληψη βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις με ομάδες πραγματικών φοιτητών στο παρελθόν και έχοντας πείρα στον χειρισμό τέτοιων δύσκολων περιστατικών, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους, οι φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων που μετέχουν της ελληνικής παιδείας, παρά την ορμητικότητα, την επαναστατικότητα και συχνά την επιθετικότητα που οφείλονται στην ηλικία και τη φάση της ζωής τους, δεν αρνούνται τον διάλογο και επιπλέον και σέβονται και εκτιμούν τη δημοκρατική συμπεριφορά των συνομιλητών τους. Και επιπλέον κατακρίνουν μετά βδελυγμίας ολοκληρωτικές και φασιστικές μεθόδους βίας και καταστολής, τις οποίες η συγκεκριμένη ομάδα αντέγραψε και εφάρμοσε. Με αυτά τα δεδομένα θα χαρακτήριζα λοιπόν την ομάδα αυτή ως περιθωριακή και αντικοινωνική, που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μετέρχεται ακραίες μεθόδους βίας και δεν θα της προσέδιδα φοιτητικά χαρακτηριστικά.
Η προηγούμενη παρατήρηση έχει το νόημα ότι η εγκληματική αυτή πράξη, ως κατά πάσα πιθανότητα εκτελεσθείσα από μη φοιτητές, θα μπορούσε να έχει συμβεί οπουδήποτε και εκτός πανεπιστημίου, καθώς δεν εμφανίζει κανένα πανεπιστημιακό χαρακτηριστικό.
Τόσο λοιπόν αυτό καθ’ εαυτό το περιστατικό, όσο και οι δράστες του, κατ’ ουδένα τρόπο δεν σχετίζονται με αυτά που συμβαίνουν σήμερα εντός πανεπιστημίων. Γι’ αυτό και το επεισόδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό και ως εκ τούτου είναι μεγάλο λάθος να εξάγονται εξ αυτού γενικά συμπεράσματα για την κατάσταση στα πανεπιστήμια σήμερα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση της υπόθεσης, αυτή του ακαδημαϊκού ασύλου. Όσο ίσχυε στη νομοθεσία το ακαδημαϊκό άσυλο, αυτό χρεώνονταν όλες τις ευθύνες για ό,τι συνέβαινε εντός πανεπιστημίων. Και βέβαια, η υπόσχεση που κρύβονταν πίσω από την κατάργησή του, ήταν ότι χωρίς άσυλο θα κτυπηθεί η βία και η ανομία στα πανεπιστήμια. Ως γνωστόν, το άσυλο έχει καταργηθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και ένα χρόνο. Και παρόλα αυτά εξακολουθούν και συμβαίνουν έκνομες ενέργειες και μάλιστα αυτής της έκτασης. Γεννά λοιπόν απορίες η αδράνεια της αστυνομίας, η οποία ούτε επενέβη άμεσα, ως όφειλε, ούτε εκ των υστέρων κινήθηκε δραστήρια για να συλλάβει τους δράστες, όπως ασφαλώς μπορούσε. Και όλα αυτά στο κέντρο της Αθήνας και μάλιστα σε ένα πανεπιστήμιο που παρακολουθείται στενά από την αστυνομία. Είτε η κατάργηση του ασύλου λοιπόν δεν προσέφερε τίποτε το ουσιαστικό, είτε οι αστυνομικές δυνάμεις στη συγκεκριμένη περίπτωση αδράνησαν, παρά τη μη ύπαρξη καμίας πανεπιστημιακής ασυλίας.
Η μη ύπαρξη ακαδημαϊκού ασύλου, άλλωστε, είναι ένας ακόμη λόγος για να μη γίνει γενίκευση των συμπερασμάτων και να μην αποκτήσει η συγκεκριμένη εγκληματική πράξη χαρακτηριστικά πανεπιστημιακής ενέργειας. Καθώς ό,τι συνέβη προχτές στο ΟΠΑ, μπορεί να συμβεί και έχει συμβεί, οπουδήποτε αλλού.
Όσον αφορά τώρα τον χαρακτηρισμό του περιστατικού ως «κόκκινου φασισμού» από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να επιστρατεύσει τη θεωρία των δύο άκρων, μάλλον αδιάβαστο τον βρίσκω. Καθώς ούτε εγώ, ούτε κανένας προοδευτικός πολίτης δεν είδαμε τίποτε «κόκκινο» σε αυτό που συνέβη. Αντίθετα, είδαμε πολύ «μαύρο», καθώς η όλη ενέργεια θύμισε τη δράση της Χρυσής Αυγής. Ούτε τα κίνητρα των δραστών μπορούν να χαρακτηριστούν ως αριστερής κατεύθυνσης, καθώς ο αντικρατισμός μάλλον τους νεοφιλελεύθερους χαρακτηρίζει και καθόλου τους αριστερούς, οι οποίοι ομνύουν στο κοινωνικό κράτος. Κι ακόμη, η βία με την οποία έδρασαν οι δράστες περισσότερο αντιγράφει τις μεθόδους της βίας και της καταστολής που εφαρμόζει η Δεξιά και η ακροδεξιά και καμία σχέση δεν έχει με το φιλειρηνικό κίνημα που παραδοσιακά ακολουθεί η Αριστερά. Δεν υπάρχει λοιπόν, σήμερα τουλάχιστον, κανένας «κόκκινος φασισμός». Ο μόνος φασισμός που υπάρχει σήμερα έχει χρώμα μαύρο και οι πράξεις του χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές ενέργειες.
Πέρα λοιπόν από την αυτονόητη καταδίκη και τον αποτροπιασμό για τη φασιστική και εγκληματική ενέργεια σε βάρος του Πρύτανη του ΟΠΑ και με δεδομένες τις παρατηρήσεις που προαναφέρθηκαν, υπάρχουν μια σειρά από κρίσιμα ερωτηματικά που γεμίζουν με καχυποψία την κοινή γνώμη και έχουν να κάνουν με:
Την εκτεταμένη δημοσιοποίηση της εικόνας του διαπομπευόμενου πρύτανη, η οποία ήταν τόσο αποτρόπαιη και τόσο προσβλητική για την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός εκπροσωπεί έναν κορυφαίο πανεπιστημιακό θεσμό, που γεμίζει ερωτηματικά το γεγονός ότι αναπαράχθηκε από όλα τα ΜΜΕ. Πολλά από τα οποία, σε άλλες περιπτώσεις, έχουν δείξει την πρέπουσα ευαισθησία και έχουν κρατήσει πολύ πιο προσεκτική στάση. Μεγαλύτερη ακόμη απορία προκαλεί στην κοινή γνώμη το γεγονός της αδράνειας και της μη παρέμβασης των αρμόδιων αρχών για τη δημοσιοποίηση από όλα τα κανάλια μιας φωτογραφίας που πλήττει την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, που κατέχει μάλιστα ένα κορυφαίο πανεπιστημιακό αξίωμα.
Την ανενόχλητη δράση της συγκεκριμένης εγκληματικής ομάδας στο κέντρο της Αθήνας, με δεδομένο τον ασφυκτικό κλοιό των αστυνομικών αρχών, καθώς και τη… δυστοκία στον εντοπισμό και τη σύλληψή της.
Την ασύμμετρη σπουδή της κυβέρνησης να ενοχοποιήσει τα πανεπιστήμια για μια μεμονωμένη εγκληματική πράξη της κατηγορίας του κοινού ποινικού δικαίου και να εφαρμόσει το δόγμα: «Νόμος και Τάξη», με καθολικά μέτρα και μάλιστα δυσανάλογης αυστηρότητας, σε σχέση με τη συχνότητα εμφάνισης τέτοιων φαινομένων στα πανεπιστήμια.
Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά με τα οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη, σε σχέση με άλλες παρόμοιες εγκληματικές πράξεις με φασιστικά κίνητρα. Αναφέρομαι στην άμεση επίταξη των συγκεκριμένων δραστών με 100.000 Ευρώ, σε σχέση με την αδράνεια με την οποία αντιμετωπίζεται ο φυγόποινος Παππάς, ο υπαρχηγός της φασιστικής και με δικαστική απόφαση πλέον και εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, τον οποίο και δεν έχουν, ακόμη, επιτάξει…
Τη βιαστική εξαγωγή ατεκμηρίωτων πολιτικών συμπερασμάτων περί «κόκκινου φασισμού» και την επίκληση της βολικής για τη Δεξιά «θεωρίας των δύο άκρων», για μια καθαρά εγκληματική ενέργεια που εκτελέστηκε χωρίς καμία πολιτική στήριξη και χωρίς καμία πολιτική αναφορά, την οποία μάλιστα καταδίκασε το σύνολο του πολιτικού κόσμου, των αριστερών πολιτικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων.
Τα γρήγορα αντανακλαστικά κυβερνητικής αντίδρασης στο συγκεκριμένο περιστατικό, σε αντιδιαστολή με τη χαρακτηριστική αδράνεια με την οποία αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη την εκτεταμένη υγειονομική, οικονομική, αλλά και την εθνική κρίση.
Η αλήθεια λοιπόν πίσω από την επιστράτευση της ανιστόρητης «θεωρίας των δύο άκρων» και πέραν της εφαρμογής του δόγματος «Νόμος και Τάξη» είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε δεινή πολιτικά θέση.
Και η Δεξιά κάθε φορά που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, κάνει πάντοτε την ίδια κίνηση: Πετά τη μπάλα στην κερκίδα.
Έτσι και σήμερα, η Δεξιά πολιτεύεται με την εκτός πολιτικού πλαισίου μέθοδο της επικοινωνίας, του αντιπερισπασμού, των προσχημάτων και της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.
Η επιστράτευση των πυροτεχνημάτων της ανιστόρητης «θεωρίας των δύο άκρων» και του δόγματος «Νόμος και Τάξη» όμως, δεν θα βγάλει τη Δεξιά από τη δυσχερή θέση στην οποία η πολιτική της έχει οδηγήσει τη χώρα και τους πολίτες.
Όπως έστρωσαν, έτσι θα κοιμηθούν.
Κι ύστερα, όλοι πια γνωρίζουν ότι το άκρο είναι ένα, είναι «μαύρο» και όταν συναχώνεται, φτερνίζονται πολλοί εντός Δεξιάς…