Ντόϊκος Δημήτρης
Με την δημοσίευση των αποτελεσμάτων των τελευταίων εισαγωγικών εξετάσεων δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, δικαίως κατ εμέ, για την αξιοπιστία πανεπιστημίων που δέχονται εκ των συνθηκών που δημιουργήθηκαν, φοιτητές οι οποίοι στις εξετάσεις δεν μπόρεσαν καν να περάσουν την βάση. Τίθεται το ερώτημα τι είδους πτυχία μπορεί να παράγει ένα πανεπιστήμιο που δεν τηρεί καν τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης στην υποδοχή των φοιτητών του.
Τα πανεπιστήμια είναι ο καθρέπτης ενός συστήματος, μιας χώρας, μιας κοινωνίας, είναι το επιστέγασμα των προσπαθειών που έχουν καταβληθεί στον τομέα της παιδείας, της αγωγής, της παροχής γνώσεων, αξιών, και πολιτισμού. Η πορεία του πανεπιστημιακού συστήματος και κατεστημένου μιας χώρας, δείχνουν και την κατεύθυνση που έχει επιλέξει αυτή η χώρα και πως διατείνεται να καθορίσει το μέλλον της.
Υπολογίζεται ότι φέτος περίπου το 42% των φοιτητών που εισήχθησαν στα πανεπιστήμια, έγραψαν εξετάσεις κάτω από την βάση, κάπου 25.000 μαθητές. Όταν κάποιος εισάγεται με βαθμολογία κάτω από την βάση στο Φυσικό Καβάλας, πάει να πει ότι αυτή η χώρα δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τον τομέα της Έρευνας και της τεχνολογίας. Όταν ένας φοιτητής εισάγεται με βαθμό 3 στο Μαθηματικό Σάμου, πάει να πει ότι αυτή η χώρα κατευθύνει τους φοιτητές της να ασχοληθούν με το δημόσιο στην καλύτερη περίπτωση, διότι με βαθμό 3 κάτι ξέχασε να διαβάσει στο Λύκειο. Αλλά, όταν κάποιος εισάγεται με βαθμό κάτω από την βάση στο Τμήμα Διαστημικής Έρευνας και Τεχνολογίας στα Ψαχνά (!!!!!), τότε αυτό το κράτος έχει παραιτηθεί από το μέλλον του, έχει ρίξει πετσέτα και έχει εγκαταλείψει τον αγώνα. Μένει να βλέπουμε σε 10 χρόνια τους Τούρκους να στέλνουν διαστημική αποστολή κι εμείς να βλέπουμε ακόμα ριάλιτυ. Η κατάσταση είναι χειρότερα και από τραγική.
Πως φτάσαμε ως εδώ, η κατάσταση ως έχει.
Όλες οι αδυναμίες του μέσου Έλληνα και της κοινωνίας του έπαιξαν τον ρόλο τους στο να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Ένας κυκεώνας ενδημικών ελαττωμάτων, εμονικών προσκολλήσεων σε παρωχημένα σχήματα, αδυναμία να ακολουθήσουν τα ρεύματα των εποχών, αδυναμία προσαρμογής, όλα όσα χαρακτηρίζουν μία νοοτροπία μακρινής και απομονωμένης επαρχίας. Οι αδυναμίες του πανεπιστημιακού μας συστήματος συνοψίζονται σε τρία σημεία.
α)Οικογενειοκρατία. Ίσως σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης, δύναμαι να πω και των άλλων ηπείρων, ο νεποτισμός και η οικογενειοκρατία δεν έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις όπως στην Ελλάδα. Εν έτει 2013, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διορίστηκαν ουσιαστικά από τους γονείς τους, 44 γόνοι καθηγητών, οι οποίοι προορίζονταν να γίνουν χαλίφηδες στην θέση του χαλίφη. Στο Αριστοτέλειο που αποτελεί πραγματικό άνδρο ακαδημαϊκής ακολασίας αν προσθέσουμε και τα οικονομικά σκάνδαλα, διορίστηκαν 69 συγγενείς καθηγητών (!!!), στο Πελλοπονήσου καταγράφηκαν 10 ζευγάρια καθηγητών, στην Ιατρική Σχολή οι μισοί είχαν διορίσει ξαδέρφια και ανίψια, στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο υπήρχαν 313 περιπτώσεις συν επωνυμίας (!!!), στο ίδιο Πανεπιστήμιο μόλις 12 υπάλληλοι είχαν διοριστεί μέσω ΑΣΕΠ. Οι διορισμοί συγγενών ήταν τόσο πολλοί ώστε σε 8 Πανεπιστήμια παρατηρήθηκε υπερπληθώρα διοικητικών υπαλλήλων, ενώ κορυφαία περίπτωση αποτελεί η Θεολογική Αθηνών, όπου σχεδόν όλο το διδακτικό προσωπικό του τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας αποτελούταν από τα μέλη μιας οικογένειας. Παρατηρήθηκαν περιπτώσεις χορήγησης διδακτορικών διατριβών με επιβλέποντες τους γονείς των υποψηφίων (!!!). Πρωταθλήτριες στην οικογενειοκρατία οι ιατρικές σχολές, όπου έχουν διοριστεί 150 τέκνα καθηγητών. Από τους 140 διδάσκοντες της Ιατρικής Αθηνών, οι μισοί έχουν συνάδερφο κάποιον συγγενή τους. Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβει κανείς πως οι καλύτεροι που δεν τυγχάνουν γόνοι ακαδημαϊκών ευπατρίδων ψάχνουν την τύχη τους στο εξωτερικό, όπου αρκετοί εξ αυτών διαπρέπουν κιόλας, για να υπενθυμίσουν σε εμάς το πόσο πίσω μείναμε. Άνθρωποι άξιοι που θα κρατούσαν την επαφή με τις διεθνείς εξελίξεις στην έρευνα και την τεχνολογία, οι οποίοι απογοητεύονται σε μικρή ακόμη ηλικία από την χώρα τους και τους συμπατριώτες τους. Διότι η ίδια η νοοτροπία των ακαδημαϊκών μας διέπει και ολόκληρη την ελλαδική κοινωνία. Όχι μόνον οι μετριότητες, αλλά ακόμη και τα κύμβαλα επιπλέουν στον αφρό της ελλαδικής ακαδημαϊκής ελίτ. Κατά συνέπεια τα ελληνικά πανεπιστήμια καταποντίζονται στην διεθνή αξιολόγηση, η παροχή γνώσεων είναι ελλειπέστατη, ικανά στελέχη για την χώρα χάνονται, η χώρα μένει πίσω από τις επιστημονικές εξελίξεις, ενώ και η οικονομία της χώρας χάνει ευκαιρίες να επωφεληθεί μέσω πανεπιστημιακών ερευνητικών προγραμμάτων που θα ενίσχυαν τομείς της παραγωγικής διαδικασίας. Προς μεγαλύτερη εξυπηρέτηση συγγενών μάλιστα, ιδρύονται κατά σχεδόν φωτογραφικό τρόπο σχολές σε διάφορα σημεία της χώρας, με γνωστικό αντικείμενο που ελάχιστα εξυπηρετεί τις απαιτήσεις της αγοράς, παράλληλα όμως καταναλώνει περιττά χρόνια από νέους ανθρώπους οι οποίοι αποπροσανατολίζονται έτσι, και χάνουν την επαφή τους με την ίδια την πραγματικότητα. Υπάρχουν τμήματα διοίκησης δημοσίων τομέων, το αντικείμενο των οποίων περισσότερο ως τίτλος μεταπτυχιακού φαντάζει, παρά ως αυτόνομο πανεπιστημιακό τμήμα. Παρατηρείται επίσης μία υπερπληθώρα για τις ανάγκες της χώρας σε νομικές, φιλολογικές, και άλλες σπουδές θεωρητικού αντικειμένου, οι οποίες δεν παρέχουν από μόνες τους κανένα σχεδόν εφόδιο για την αγορά εργασίας πλην των νομικών σχολών, πράγμα που εγείρει το ερώτημα γιατί να δημιουργούνται τέτοιες σχολές επιπλέον.
β)Νοοτροπία και αδιαφάνεια. Οι πανεπιστημιακοί μας έχον την συμπεριφορά και νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου στο απυρόβλητο της νομολογίας ενός κράτους που λειτουργεί με ρυθμούς και σκέψη του 1970 ακόμη. Εκτός από ότι διορίζουν τα παιδιά τους, τους συγγενείς και τους γαμπρούς τους ακόμη, έχουν την συμπεριφορά ανθρώπων που ο νόμος δεν έγινε γι αυτούς. Οικονομικά σκάνδαλα ολκής έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, και αυτά είναι μόλις το ελάχιστο που διέρρευσε προς τα έξω. Και σε αυτόν τον τομέα το ΑΠΘ κρατάει σταθερά την πρωτιά. Ερευνούνται σκάνδαλα για 25εκ που δόθηκαν για απαλλοτρίωση αγροκτήματος του Πανεπιστημίου, πετρέλαιο που πήγαινε σε σπίτια καθηγητών, παιδικά πάρτυ που πληρώνονταν από χρήματα του Πανεπιστημίου, στημένα προγράμματα μεταπτυχιακών που υποδείκνυαν οι φοιτητικές παρατάξεις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ το 2009, υπερτιμολογημένες πωλήσεις ιατρικών υλικών σε νοσοκομεία από πανεπιστημιακούς γιατρούς οι οποίοι παρά την καταδίκη τους σε 10 και 13 χρόνια φυλάκισης αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση 15.000€ (!!!), φοροδιαφυγή 37εκ σχετικά με την διαχείριση του ΕΛΚΕ – Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας, ημερήσια αμοιβή συνεργείου καθαρισμού 32.000€, ενώ το ίδρυμα δεν είχε να πληρώσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ, και μία σειρά ακόμη σκανδάλων, ενώ και άλλα πανεπιστήμια κάνουν προσπάθειες να φτάσουν το ΑΠΘ στην κορυφή της βαθμολογίας, με πιο αξιόλογες αυτές του Δημοκρίτειου Θράκης, όπου ερευνάται σκάνδαλο υπεξαίρεσης 2€ εκ. επιδοτούμενο από την ΕΕ πρόγραμμα διαστημικής έρευνας, μέχρι σκάνδαλο αδιαφανούς ανάθεσης κηλικίων σε συγγενικά πρόσωπα, κάτι εντελώς πρωτάκουστο για ελληνικά δεδομένα. Σαν να μην έφταναν τα οικονομικής φύσεως σκάνδαλα και η αδιαφάνεια των θεσμών, έχουμε και τις απαιτήσεις των διαφόρων φοιτητικών ενώσεων, που λειτουργώντας σαν επέκταση των πολιτικών παρατάξεων που εκπροσωπούν, κύριο στόχο έχουν την εξασφάλιση προνομίων και επιρροής, παρά την βελτίωση του ίδιου του Πανεπιστημίου. Διάφορες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες σκάλωσαν ακριβώς πάνω σε αυτές τις ενώσεις, οι οποίες σαν Κέρβεροι φυλάσσουν την εσαεί συνέχεια της κατάστασης ως έχει. Φαινόμενα που συναντώνται μόνον στην Ελλάδα, όπως οι αιώνιοι φοιτητές, η επανάληψη εξέτασης στο ίδιο μάθημα για περισσότερες από δύο φορές, ακόμη και η δυνατότητα συναπόφασης των φοιτητικών ενώσεων σε θέματα καθαρά διοικητικά, έχουν ως κύρια αιτία τους την άμεση διασύνδεση πολιτικής και φοιτητικών ενώσεων, οι οποίες προσπαθούν να διευρύνουν την πελατειακή τους βάση ανάμεσα στους σπουδαστές.
γ) οικονομική καχεξία. Αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, ήταν να προστεθεί και η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων στα θύματα της πολιτικής λιτότητος. Εκτός όμως από την οικονομική στενότητα, μεγάλο μέρος του προβλήματος οφείλεται και στον τρόπο που ακολουθείται αυτή η χρηματοδότηση. Ποια και εάν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για την χρηματοδότηση και σε ποιο ύψος ενός τμήματος, ποια η αναγκαιότητα χρηματοδότησης και σε ποιο βαθμό, ίσως ακόμη και ποια η αναγκαιότητα ύπαρξης κάποιων τμημάτων γενικά.
Οι νέες γραμμές που τέθηκαν με την μεταρρύθμιση της κ. Κεραμέως, προωθούνε καταστάσεις που θα μπορούσαν να είναι ευεργετικές για το πανεπιστημιακό σύστημα. Η εξάρτηση του 20% της χρηματοδότησης από συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης, μόνον ως θετική μπορώ να την εκλάβω. Επιτέλους κάποτε πρέπει να σπάσουν τα ταμπού και να δούμε μπροστά. Η εξάρτηση τμήματος της χρηματοδότησης από το ερευνητικό έργο κάθε τμήματος όπως αυτό αντανακλάται στην διεθνή βιβλιογραφία μέσω έτερων αναφορών (citations) δημοσιεύσεων, ωθεί τα πανεπιστημιακά τμήματα να εντατικοποιήσουν τα ερευνητικά τους προγράμματα ή να ξεκινήσουν νέα. Και σε αυτό τον τομέα εκ των πραγμάτων τα πανεπιστημιακά τμήματα θα πρέπει να απευθυνθούν στους καλύτερους συνεργάτες που διαθέτουν και όχι στους ημέτερους. Κριτήρια όπως η εξωστρέφεια και η διεθνοποίηση είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ξεφύγει το πανεπιστημιακό μας σύστημα από την στενή επαρχιακή του νοοτροπία. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν έχει σχεδόν κανέναν αλλοδαπό καθηγητή στα πανεπιστήμιά της. Η μόνη ανταλλαγή εμπειριών με τα πανεπιστήμια του εξωτερικού έρχεται μέσω Ελλήνων καθηγητών που διδάσκουν στην αλλοδαπή. Μία ακόμη παράμετρος που λαμβάνεται υπόψιν με αυτή την μεταρρύθμιση, είναι αυτή των αιώνιων φοιτητών. Η χρηματοδότηση θα εξαρτάται και από τον αριθμό των ενεργών φοιτητών, όσων δηλαδή βρίσκονται στην κανονική διάρκεια σπουδών συν 2 χρόνια επιμήκυνσης. Το θέμα των αιωνίων φοιτητών βαραίνει πολύ πάνω στο πανεπιστημιακό σύστημα, και το επηρεάζει αρνητικά. Η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μικρότερο αριθμό αποφοίτων σε σύνολο φοιτητών στην ΕΕ, κάπου 9%. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται συχνά και με το γεγονός ότι πολλά πανεπιστημιακά τμήματα δεν παρέχουν καμία δυνατότητα τοποθέτησης στην αγορά εργασίας, αλλά επίσης και στην ελαστική αντιμετώπιση των εξετάσεων από το ίδιο το πανεπιστήμιο, ήδη αναφέραμε ότι στο εξωτερικό μετά την δεύτερη αποτυχημένη εξέταση στο ίδιο μάθημα, ο φοιτητής εγκαταλείπει το συγκεκριμένο τμήμα σπουδών.
Γιατί φοβόμαστε το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο;
Έχουν γραφεί πολλά τόσο θετικά όσο και αρνητικά για την αναγκαιότητα ύπαρξης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Και οι δύο πλευρές εστιάζουν σε παρωχημένα κλισέ τα επιχειρήματά τους. Οσοι είναι υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων εστιάζουν πρωτίστως στην πολιτικοποίηση, να το πούμε καλύτερα κομματικοποίηση των φοιτητών, τις υπερβολές αυτής της πολιτικοποίησης που φτάνει ως την χρήση βίας, την γενική διαφθορά που υπάρχει στο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, πράγματα που αναφέρθηκαν στην αρχή του άρθρου, και στην δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία που δεσπόζει στην λειτουργία των πανεπιστημίων. Κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων τάσσονται οι εν γένει κρατιστές, αυτοί που φοβούνται αποδόμηση και υποβάθμιση των δημοσίων πανεπιστημίων, λες και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ήδη, και ο καθαρά οικονομικός τρόπος κατεύθυνσης τους, ο οποίος τα ωθεί να παραμελούν εντελώς σπουδές των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών.
Η αλήθεια ως συνήθως είναι κάπου στην μέση. Τα πανεπιστήμια όντως αδυνατούν να εκπληρώσουν κάποιους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί. Υπερπληθώρα τμημάτων που δεν εξασφαλίζουν κανένα εφόδιο στον απόφοιτο για την επαγγελματική του αποκατάσταση, τμήματα των οποίων το πτυχίο μόνον ως συμπλήρωμα για μία θέση στο δημόσιο θα μπορούσε να είναι, ισχνό ερευνητικό πρόγραμμα, ασθενής παρουσία σε διεθνές επίπεδο όσο και απογοητευτικές κατατάξεις. Χιλιάδες άνεργοι Διεθνολόγοι, Ιστορικοί, Ψυχολόγοι, και διάφοροι άλλοι -λόγοι, οι οποίοι θα συμπληρώνουν τις ανάγκες του τομέα εστίασης ως γκαρσόνια ή ντιλιβεράδες. Συχνά το πρόγραμμα σπουδών διακόπτεται εξαιτίας κάποιων αναταραχών πολιτικής φύσεως, κάποτε δεν καταλαβαίνουν κι οι ίδιοι την αιτία των αναταραχών αυτών. Οι σπουδές σκιάζονται από τις σημειώσεις που μοιράζουν ακόμη και πολιτικές νεολαίες στους ψηφοφόρους τους, και από ένα εγχειρίδιο που έχει γράψει ο καθηγητής, για να πάρει και την επιδότηση. Από την άλλη πλευρά πρέπει να καταλάβουν οι ιθύνοντες, ότι τα κολλέγια δεν είναι πανεπιστήμια. Ένα κολλέγιο οικονομικών σπουδών με ολίγη από ψυχολογία είναι περισσότερο μια αρπαχτή ενός επιτήδειου παρά ένα πανεπιστήμιο. Αναγνώριση τέτοιων ιδρυμάτων το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να οδηγήσει κάποιους νέους σε απώλεια χρημάτων και πλήρη απογοήτευση. Για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, θα χρειαστούν πολύ μεγάλες επενδύσεις σε προσωπικό εγνωσμένης αξίας, και σε εγκαταστάσεις. Πανεπιστήμια που να μπορούν να αναλάβουν το κόστος μιας έρευνας, ή να συμμετέχουν σε διεθνή προγράμματα.
Αυτή την στιγμή περίπου 37.000 Έλληνες σπουδάζουν στο εξωτερικό, δαπανώντας ποσά τα οποία θα μπορούσαν να μείνουν και να αξιοποιηθούν στην Ελλάδα. Παράλληλα η χώρα θα μπορούσε να γίνει πόλος έλξης αλλοδαπών φοιτητών, κυρίως από ασιατικές χώρες, οι οποίοι θα ήθελαν να συνδυάσουν τις σπουδές τους με την παραμονή σε μία ευχάριστη χώρα. Σε αυτή την κατεύθυνση σωστά κινήθηκε η Πολιτεία με την ίδρυση αγγλόφωνων τμημάτων κυρίως για αλλοδαπούς φοιτητές.
Προτάσεις
Ανέφερα ήδη ότι οι μεταρρυθμόσεις της κυβέρνησης κινούνται στην σωστή κατεύθνση. Πρέπει όμως να δοθεί ένα γενικότερο πλαίσιο πρακτικών εφαρμογών που να προσφέρουν λύσεις και βιώσιμες προοπτικές. Κάποιες από αυτές θα ήταν οι εξής:
α) αμεσότερη επαφή με τις ανάγκες της αγοράς και ανταπόκριση σε αυτές τις ανάγκες. Τα πανεπιστήμια πρέπει να έρθουν σε επαφή και στενή συνεργασία με φορείς του ιδιωτικού χώρου στην οικονομία, ώστε να αφουγκραστούν καλύτερα τις ανάγκες της οικονομίας, και να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα στην έρευνα και την ανάπτυξη. Σε αυτή την συνεργασία ο ιδιωτικός τομέας θα συνεισφέρει οικονομικά, πάνω σε βάσεις που έχει επεξεργαστεί ο ίδιος με τα πανεπιστημιακά τμήματα που τον ενδιαφέρουν. Θεωρώ λοιπόν ως αναγκαία την παρουσία στο συμβούλιο του Πανεπιστημίου και στα τεχνικά τμήματα βεβαίως, ενός εκπροσώπου του ΣΕΒ, ο οποίος θα καταστεί η γέφυρα μεταξύ Πανεπιστημίου και ιδιωτικής οικονομίας, παράλληλα όμως θα έχει την δυνατότητα να δίνει ιδέες ώστε να κατευθύνονται τα Πανεπιστήμια γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα στους τομείς της έρευνας που ενδιαφέρουν την αγορά. Από την δική του πλευρά, το Πανεπιστήμιο θα εξασφάλιζε επιπλέον χρηματοδοτήσεις, ενώ μέσω της αμεσότερης επαφής με την ιδιωτική οικονομία, θα μπορούσε να αξιοποιήσει πρωτοβουλίες και ιδέες που λόγω έλλειψης κρατικού ενδιαφέροντος ή έλλειψης χρηματοδότησης έμειναν στα σκαριά.
β) μερική και κατά περίπτωση εισαγωγή διδάκτρων. Εφόσον φεύγουν τόσες χιλιάδες Ελλήνων φοιτητών κάθε χρόνο στο εξωτερικό για σπουδές, ας μιμηθούνε και τα ελληνικά Πανεπιστήμια την ήδη επιτυχημένη πεπατημένη. Αυτοί που δεν μπορούν να σπουδάσουν το αντικείμενο που επιθυμούνε, να μπορούν να πληρώσουν ένα συγκεκριμένο ποσό ανά έτος, και να σπουδάσουν στην Σχολή που θέλουνε. Τα χρήματα αυτά τα χρειάζονται εναγωνίως τα Πανεπιστήμιά μας, ο κρατικός κορβανάς δεν είναι αστείρευτος, ενώ παράλληλα και οι απαιτήσεις των φοιτητών θα ανέβουν, εφόσον αυτός που πληρώνει δεν έχει καμία διάθεση να χάνει χρόνο με γνωστές σε όλους μας πτυχές της φοιτητικής ζωής εν Ελλάδι. Είναι αδιανόητο να αφήνουμε τόσους χιλιάδες νέους να φεύγουν στο εξωτερικό, και να επιστρέφουν αργότερα με ένα πτυχίο το οποίο θα αναγνωριστεί ούτως ή άλλως, ενώ θα μπορούσαν να έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα αφήνοντας τα χρήματά τους στην χώρα.
γ) μεταρρύθμιση του κύκλου σπουδών. Ένας νέος που θα σπουδάσει Φιλολογία, Εθνολογία, Διεθνολογία, ή οποιαδήποτε άλλη -λογία στην Ελλάδα, αν δεν έχει δυνατές γνωριμίες που θα του παράσχουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό μέχρι τα 30, και ίσως μια θέση στο Δημόσιο, δύο πράγματα μπορεί να κάνει. Η να βρει μια εργασία άσχετη με το αντικείμενο σπουδών του στην εστίαση ή σε κανέναν γραφείο, ή να περιμένει να μπει στο Δημόσιο. Σε ελάχιστες περιπτώσεις το πτυχίο που απέκτησε μπορεί να τον βοηθήσει. Στην Ελλάδα ειδικά η κατάσταση είναι τραγική, έχει σχηματιστεί πλέον ένα ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό προλεταριάτο, ο όρος πάντα μέσα στα οικονομικά πλαίσια της λέξης. Με την τακτική αυτή πολλές σχολές χάνουν την έννοια ύπαρξης, σε λίγα χρόνια και με την οικονομική κρίση πάντα παρούσα, κανείς δεν θα θέλει να φοιτήσει σε αυτές τις σχολές. Το ελληνικό σύστημα είναι απαρχαιωμένο και καθόλου πρακτικό. Η Ελλάδα σε αυτό τον τομέα πρέπει να ακολουθήσει τα βήματα των περισσοτέρων χωρών στην Ευρώπη και στην βόρειο Αμερική, δηλαδή να περιορίσει τον χρόνο σπουδών σε τρία έτη, και με την δυνατότητα, αν όχι υποχρέωση του φοιτητή να επιλέξει άλλη μία σχολή της αρεσκείας του, ασχέτως αν ταιριάζει στο αντικείμενο της πρώτης Σχολής. Έτσι δίνεται η δυνατότητα στον φοιτητή να αποκτήσει περισσότερα εφόδια και εναλλακτικές λύσεις για την αγορά εργασίας μετά την αποφοίτησή του. Μετά τα τρία έτη θα μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές ως μεταπτυχιακός σε συγκεκριμένο κλάδο και θέμα. Κατ αυτό τον τρόπο θα αποκτάται γρηγορότερα η εξειδίκευση. Σπουδές για παράδειγμα στην κοινωνιολογία θα μπορούσαν να συνδυαστούν με σπουδές Λογοθεραπείας ή Δημοσιογραφίας, κλπ. Η πρακτική αυτή θα έπρεπε να ακολουθηθεί σε όλα τα τμήματα πλην των Σχολών εντατικών σπουδών, όπως είναι η Ιατρική, Νομική, και Πολυτεχνείο.
δ) εξωστρέφεια και διεθνοποίηση. Οι καιροί δεν είναι δύσκολοι, είναι απαιτητικοί. Και αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μόνιμη επαγρύπνηση και ετοιμότητα. Τα Πανεπιστήμιά μας υπολείπονται πολύ από το να κρατήσουν βήμα με τα αντίστοιχα πολλών χωρών του εξωτερικού. Πόσο μάλλον που πολλές χώρες έχουν αρχίσει και μας ξεπερνάνε σε πανεπιστημιακή κατάρτιση. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποια τμήματα, τα Πανεπιστήμιά μας δεν έχουν να δείξουν κάτι το αξιόλογο εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ελάχιστες οι διεθνείς διακρίσεις, ελάχιστα τα ακαδημαϊκά “αστέρια” που διαθέτουμε, ελάχιστες οι πατέντες σε σύγκριση με πολλά ξένα Πανεπιστήμια, σε όλα ελάχιστοι...
Η γενική κοινωνική εικόνα του νεποτισμού και της αναξιοκρατίας διέπει και το ακαδημαϊκό μας σύστημα. Και όπου κάτι γίνεται συνήθεια, χάνεται και το αίσθημα της ντροπής. Για να ανταπεξέλθουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια στις απαιτήσεις των καιρών, πρέπει πρώτα από όλα να απελευθερωθούν από τον κορσέ της οικογενειοκρατίας. Την αξιολόγηση για τον διορισμό καθηγητών και πανεπιστημιακών συνεργατών γενικότερα, πρέπει να την κάνει ένα σώμα το οποίο θα απαρτίζεται όχι μόνον από εγχώριους πανεπιστημιακούς-συγγενείς, αλλά και από μία ομάδα ξένων ακαδημαϊκών, οι οποίοι θα κρίνουν την εργασία και το έργο εν γένει των υποψηφίων Πανεπιστημιακών επάνω στο αντικείμενό τους. Επίσης στην ομάδα αυτή αξιολόγησης θα βρίσκονται και εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα, του ΣΕΒ, ή της Ένωσης εργοδοτών Ελλάδος, ώστε να μπορεί και ο ιδιωτικός τομέας να συναποφασίζει για το ποιοι θα εκπαιδεύσουν τους ειδικευμένους επιστήμονες του Αύριο, και πως. Να είμαστε ειλικρινείς, την εκπαίδευση και αγωγή την αναλαμβάνει το σχολείο, την εξειδίκευση και προετοιμασία για το επαγγελματικό μέλλον, την αναλαμβάνει το Πανεπιστήμιο. Αυτή είναι η δουλειά του, και έτσι πρέπει να οριοθετήσει την ύπαρξή του. Η παρουσία ξένων καθηγητών στα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι επιτακτική. Έστω και για κάποια εξάμηνα.
Η πρακτική αυτή πρέπει να ακολουθηθεί όχι τόσο για το διδακτικό προσωπικό, αλλά κυρίως για τους φοιτητές, οι οποίοι θα έχουν την δυνατότητα να γνωρίσουν νέες εμπειρίες πάνω στον τρόπο σκέψης και δράσης ξένων λαών και πολιτισμών, και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Με την παρουσία ξένων καθηγητών στην Ελλάδα, τα ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα θα έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες για ευρύτερη συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα, ενώ και ο τρόπος επιλογής των φοιτητών θα είναι πιο αξιοκρατικός, μιας και δεν θα εξαρτάται η επιλογή τους αποκλειστικά από τον καθηγητή που θα ήθελε να βολέψει την ανιψούλα του πχ...
ε) έλεγχος και αξιολόγηση προσωπικού. Πολλοί θα μου σύρουνε τα εξ αμάξης για αυτή μου την πρόταση, όμως η κατάσταση με την αυθαιρεσία δεν πάει άλλο. Στην Ελλάδα έχει κανείς την εντύπωση, ότι επειδή κάποιος έκανε την “λάντζα” καμμιά δεκαριά χρόνια για άλλους, τώρα που έπιασε μια καλύτερη θέση, πρέπει να δουλεύουν άλλοι γι αυτόν, ενώ αυτός θα ασχολείται με την ακαδημαϊκή του καριέρα, δημόσιες σχέσεις το λένε αυτό στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως αυτό λύση. Οι διδάσκοντες όχι μόνον ονομαστικά, αλλά και στην πράξη πρέπει να ηγούνται των επιστημονικών προσπαθειών ενός τμήματος. Η σύνδεση της νέας χρηματοδοτικής μεταρρύθμισης της κ. Κεραμέως με τον αριθμό δημοσιεύσεων, είναι στην σωστή κατεύθυνση. Επιτέλους κάτι έπρεπε να γίνει και σε αυτόν τον τομέα. Πρέπει να δημιουργηθεί μεικτή επιτροπή η οποία θα ελέγχει και θα αξιολογεί το έργο των διδασκόντων των Πανεπιστημίων μας, ώστε να μπορεί και η Πολιτεία να έχει μία καθαρότερη εικόνα του έργου που παράγεται σε αυτά, όπως και των δυνατοτήτων τους. Στην επιτροπή αυτή θα αξιολογούνται επίσης και προτάσεις ή σχέδια χαμηλότερων σε βαθμίδα διδασκόντων, βοηθών, ερευνητών, και άλλων συνεργατών, ώστε να μην μένουν ανεκμετάλλευτες αξιόλογες ιδέες που θα μπορούσαν να φέρουν βελτιώσεις ή ακόμη και θετικές ανατροπές στον κλάδο τους.
Οι προτάσεις αυτές είναι απαύγασμα σκέψεων μου επί του θέματος, και εμπειριών μου από Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Προσπάθησα να κάνω αντιληπτό ότι επιβάλλονται αλλαγές στο χειμαζόμενο πανεπιστημιακό μας σύστημα, οι οποίες είναι αναγκαίο να ακολουθήσουν λίγο πολύ τεχνοκρατικούς δρόμους. Πριν μας ξεπεράσουν όλοι οι άλλοι, πριν μας μείνουν κάποια ιδρύματα να βολεύουμε μόνο τα παιδιά μας, ας φροντίσουμε να κρατήσουμε μια επαφή με το πνεύμα των καιρών προτού μας ξεπεράσουν αυτοί και τρέχουμε πάλι πίσω από τις εξελίξεις.
Έχει σπουδάσει Αρχαιολογία, Ιστορία, και minor subject διεθνείς σχέσεις. Ασχολείται με το διεθνές εμπόριο στο εξωτερικό
Πηγή: http://marketnews.gr/