Πίσω από την έκπληξη του εκλογικού αποτελέσματος, βρίσκεται η αποκάλυψη ενός πολιτικού λάθους.
Παύλος Τσίμας
MALERAPASO VIA GETTY IMAGES
Από τότε που παρακολουθώ, κατ επάγγελμα, εκλογικές αναμετρήσεις (και κοντεύουν, δυστυχώς, σαράντα χρόνια από την πρώτη μου φορά), θυμάμαι τις κυβερνήσεις που χάνουν να αναζητούν το φταίξιμο στην επικοινωνία, τους ανθρώπους της και τα μέσα της.
«Δεν καταφέραμε να επικοινωνήσουμε το έργο μας», είναι η φράση που έχω ακούσει πιο συχνά από πικραμένα χείλη ηττημένων κυβερνητικών εκπροσώπων. «Δεν μπορέσαμε/ δεν προλάβαμε να εξηγήσουμε στον λαό την πολιτική μας», είναι η συχνότερη παραλλαγή της.
«Δεν καταφέραμε να επικοινωνήσουμε το έργο μας», είναι η φράση που έχω ακούσει πιο συχνά από πικραμένα χείλη ηττημένων κυβερνητικών εκπροσώπων. «Δεν μπορέσαμε/ δεν προλάβαμε να εξηγήσουμε στον λαό την πολιτική μας», είναι η συχνότερη παραλλαγή της.
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι εκείνοι που καταφεύγουν στις τετριμμένες δικαιολογίες, ξέρουν καλά πως η πολιτική ήττα δεν είναι ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) θέμα επικοινωνίας, επικοινωνιακής στρατηγικής ή προσώπων που την διεκπεραιώνουν. Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Αλέξη Τσίπρα ότι, ο ίδιος τουλάχιστον, στην συνέντευξή του στην ΕΡΤ, δεν επανέλαβε τα κλισέ στα οποία ανοήτως υπέκυψαν τόσοι σύντροφοί του αυτές τις μέρες. Δεν απέδωσε την ήττα στην επικοινωνία. Την απέδωσε στην «κόπωση» από την λιτότητα.
Τι λένε οι αριθμοί
Ένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν έχει, βέβαια, ποτέ μια και μόνη εξήγηση ούτε μία και μοναδική ερμηνεία. Μα όποιος θέλει να την εξηγήσει, καλό είναι να αρχίζει από τους αριθμούς. Τι λένε, λοιπόν, οι αριθμοί της Κυριακής των ευρωεκλογών (που η τάση τους επιβεβαιώθηκε και την δεύτερη Κυριακή, όπου η αναμέτρηση είχε μια υπερ-τοπική πολιτική σημασία);
Τον Σεπτέμβριο του 2015 (όπως και προηγουμένως, τον Ιανουάριο), την νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ την είχαν δώσει οι νέοι (18-24) με ποσοστό 42% και οι παραγωγικές ηλικίες (25-64), με ποσοστά από 33 έως 38%. Η Νέα Δημοκρατία, τότε, είχε διατηρήσει τις δυνάμεις της μόνον μεταξύ των συνταξιούχων κι εκεί οριακά, με 37% έναντι 34%.
Στις ευρωεκλογές του 2019 η εικόνα αντεστράφη με δραματικό τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τους νέους (24% έναντι 26% της ΝΔ). Έχασε σε όλες τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες (η ΝΔ προηγείται με πέντε μονάδες στις ηλικίες 25-34, με 10 μονάδες στις ηλικίες 35-54 και με 6 μονάδες στις ηλικίες 55-64).
Οι εργαζόμενοι ψήφισαν ΝΔ
Ακόμη χειρότερα: Το 2015 είχε κατακτήσει την νίκη χάρις στην συντριπτική υπεροχή του μεταξύ των μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (37% και στις δύο κατηγορίες) ενώ το σκορ ήταν περίπου ισόπαλο στους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Τώρα, οι δημόσιοι υπάλληλοι έδωσαν την νίκη στην ΝΔ με διαφορά 4%, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι με διαφορά 8%, οι αγρότες με 15% και οι αυταπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες με 17%. Η μόνη κοινωνική κατηγορία που έμεινε σχετικά πιστή είναι οι άνεργοι, με το υψηλό 29% (χαμηλότερο, πάντως, από το 43% του 2015). Όσο για τους συναξιούχους, παρά την ματαίωση της περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» και το περιλάλητο έκτακτο εκλογικό επίδομα του Μαϊου, η διαφορά υπέρ της ΝΔ ήταν της τάξης του 14%.
Το συμπέρασμα: Ο κόσμος της εργασίας, σε όλες του τις εκδοχές, ο κόσμος δηλαδή τον οποίο η Αριστερά πάντοτε διεκδικούσε να εκπροσωπεί, αυτήν την φορά προτίμησε ΝΔ. Και η κοινωνική συμμαχία που έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ την τριπλή νίκη του 2015, δεν υπάρχει πια. Αλλά γιατί;
Στρατηγικό λάθος
Η «κόπωση από την λιτότητα», το πολιτικό κόστος της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, το οποίο επιβλήθηκε- κατά την Συριζαϊκή αφήγηση- λόγω της ήττας στην διαπραγμάτευση, είναι μια εξήγηση. Ατελής εξήγηση. Γιατί όλα δείχνουν ότι πίσω από την έκπληξη του εκλογικού αποτελέσματος, βρίσκεται η αποκάλυψη ενός πολιτικού λάθους. Μιας λανθασμένης στρατηγικής επιλογής.
Η κυβέρνηση έκανε εξ αρχής την επιλογή να μην εφαρμόσει απλώς το τρίτο μνημόνιο. Να το εφαρμόσει με τρόπο που να επιτρέπει, κάθε χρόνο, την παραγωγή ενός υπερ-πλεονάσματος. Να μένει, δηλαδή, στο δημόσιο ταμείο ένα ποσό πάνω από το πρωτογενές πλεόνασμα, που είχαμε μνημονιακή υποχρέωση να εξοικονομούμε για να εξυπηρετούμε δανειακές υποχρεώσεις. Η επιδίωξη ενός τέτοιου στόχου επέβαλε μια πρόσθετη λιτότητα, πάνω από την λιτότητα του μνημονίου. Επέβαλε περικοπές στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, καθυστέρηση στην εξώφληση οφειλών του δημοσίου και φόρους, περισσότερους φόρους.
Ήταν μια επιλογή που θα μπορούσε, ως ένα σημείο, να δικαιολογηθεί ως προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των δανειστών ή ως προσπάθεια δημιουργίας «μαξιλαριού» δημοσιονομικής ασφάλειας. Αλλά προφανώς ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήταν μια συνειδητή πολιτική που σχεδιαζόταν με κοινωνική (αναδιανομή μέρους του πλεονάσματος σε αδύναμα κοινωνικά στρώματα) και πολιτική (χρηματοδότηση παροχών την προεκλογική περίοδο) στόχευση. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβριο, υπερασπιστεί αυτήν την πολιτική, ως «ταξικά μεροληπτική» υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων. Κι ας στηριζόταν, εν πολλοίς, σε έμμεσους, δηλαδή άδικους, φόρους. Κι ας συμμετείχαν οι έμμεσοι φόροι, αυτοί που βαραίνουν κυρίως τους κοινωνικά αδύναμους, με 6 ευρώ σε κάθε 10 ευρώ δημοσίων εσόδων.
Διπλή καταστροφή
Η επιτυχία της προσπάθειας ήταν παραδειγματική. Το υπέρ-πλεόνασμα ήταν 5,9 δισ. το 2016, 4,2 δις το 2017 και 885 εκατομμύρια το 2018- σύνολο 11 δις σε τρία χρόνια.
Αλλά το αποτέλεσμα της επιτυχίας ήταν διπλά καταστροφικό. Οικονομικά, συγκράτησε τους ρυθμούς ανάπτυξης σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα των δυνητικών. Και εκλογικά, προκάλεσε την διάλυση της κοινωνικής συμμαχίας του 2015. Διότι ο σχεδιασμός της «ταξικής μεροληψίας» στηρίχθηκε σε λάθος εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της ελληνικής κοινωνίας. Μετρήθηκε λάθος ποιοι είναι οι «πολλοί» και ποιοι οι «λίγοι».
Έχω την εντύπωση ότι το λάθος έχει συνειδητοποιηθεί. Αλλά ακόμη κι αν είναι πια αργά για να διορθωθεί, θα ήταν χρήσιμο, από πολλές απόψεις χρήσιμο, να αναγνωριστεί. Δημόσια και με ειλικρίνεια.-
Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr