Του Νίκου Τσούλια
Αναρωτιέμαι πώς ένιωσαν εκείνοι οι τόσο μακρινοί μη πλήρως “ανθρώπινοι” προγονοί μας που αποπειράθηκαν να σημειώσουν τα πρώτα σημάδια – σύμβολα της γραφής πάνω σε κάποιους βράχους και να ανοίξουν τα σύνορα της σκέψης αφήνοντας τα σημάδια αυτά ως μεσολαβητές για τη συνεννόηση με τους άλλους συντρόφους τους; Άραγε γνώριζαν ότι τότε ξεκινούσε η διαμόρφωση της ανθρωποποίησής τους, ότι αυτά τα σημάδια της γραφής ήταν η απαρχή της δημιουργίας και της διαρκούς κατάκτησης του δικού μας κόσμου, του κόσμου της εξόδου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, του κόσμου της σκέψης μας;
Και είναι το ταξίδι της γραφής ταξίδι του ανθρώπου και του πολιτισμού του. Και πρέπει να κάνουμε αυτό το ταξίδι όλοι. Όπως όλοι περνάμε μέσα από την τόσο παράξενη και απόλυτα γοητευτική προσωπική μας οντογένεση μας όλα τα στάδια της φυλογένεσης του ανθρώπινου είδους, έτσι πρέπει να διασχίσουμε σε απίθανα μεγάλη συστολή του χρόνου – στα πρώτα χρόνια της ζωής μας – το ταξίδι της γραφής.
Και όπως ξεκινάμε να γρατζουνάμε το μολύβι στη λευκή κόλλα για τις πρώτες ζωγραφιές μας, για τις πρώτες απόπειρες κατανόησης του κόσμου, για τις πρώτες απόπειρες επικοινωνίας με τους άλλους και με τον εαυτό μας – να κάνουμε δηλαδή τις βραχογραφίες εκείνων των μακρινών προγόνων μας –, οφείλουμε να διασχίσουμε τη διαδρομή του πνεύματος του ανθρώπου περνώντας από το μύθο στο λόγο, από το έπος και τους ήρωες, από τα παραμύθια, από την ποίηση και την πεζογραφία, μέχρι την ψηφιακή γραφή πιάνοντας όλο και πιο πολύ το μολύβι, όλο και πιο πολύ το λάπτοπ.
Το γράψιμο – δεν έχει καμιά μα καμιά σημασία η ακτινοβολία του γραψίματος, αυτό αφορά την εμπορική ή την πολιτισμική του εκροή – είναι μαζί με την πάντα ακόρεστη επιθυμία για γνώση ο οργανωτής του διαβάσματος. Στην ουσία διάβασμα και γράψιμο αλληλοτροφοδοτούνται, γίνονται ένα ενιαίο μόρφωμα, όπου η αίσθηση της ζωής διαστέλλεται και αποκτά και κατακτά άλλα παράξενα σχήματα. Βέβαια η ανάγκη για γράψιμο μπορεί και να επιχειρεί και κάποιας μορφής χειραγώγηση στην ελευθερία και στην ομορφιά του διαβάσματος. Γιατί την ώρα του διαβάσματος αφήνεις να εισχωρεί ο κόσμος του γραψίματος, να σημειώνεις τα σημαντικά σημεία του κειμένου του διαβάσματος, να αποδελτιώνεις, να λειτουργείς χρησιμοθηρικά και έτσι να απομειώνεις την απόλυτη ελευθερία της σκέψης σου, αφού καιροφυλακτείς για να στήσεις ξόβεργες,για να στολίσεις και να ομορφύνεις σε ύστερο χρόνο τη δική σου γραφή.
Αλλά τι να κάνεις; Στη ζωή τα περισσότερα πράγματα συμφύρονται και συνυπάρχουν αγκαλιά και αδιαίρετα. Οι λέξεις μας δεν μπορούν πάντα να ξεχωρίζουν σε κομμάτια τον κόσμο της πραγματικότητας, επειδή έτσι γίνεται προσλήψιμος σε εμάς ο κόσμος. Άλλωστε, ο κόσμος δεν έχει φτιαχτεί για εμάς. Εμείς είμαστε ένα μέρος του κόσμου και επιχειρούμε στον αιώνα τον άπαντα να τον κατανοήσουμε, να κατανοούμε. Αυτό είναι και το παιχνίδι της ζωής…
Τα άρθρα μου και τα κείμενά μου συνολικά είναι οι πιο καθαρές πατημασιές μου. Θεωρώ ότι αφήνοντας ίχνη πίσω μου ο θάνατός μου δεν θα είναι ολοκληρωτικός, αφού έστω και ένας αν διαβάσει τα απομεινάρια μου, εγώ θα είμαι εκεί. Είναι ψευδαίσθηση; Μάλλον· αλλά δεν ζούμε με τόσες και τόσες ψευδαισθήσεις; Τι σημασία έχει αν προστεθεί και άλλη μια; Φτάνει μέσα απ’ αυτές να μαστορεύεις το πραγματικό σου πορτρέτο. Γιατί το πιο κρυφό μου όνειρο πάντα ήταν και είναι να επιτύχω ως συγγραφέας. Πάντα ζήλευα τους συγγραφείς από τότε που άρχισα να διαβάζω. Μού έγινε η απόλυτα έμμονη ιδέα…
Και είναι τόσο διαφορετικά εκείνα τα χρόνια όπου έγραφα συστηματικά για συγκεκριμένους επαγγελματικούς λόγους από εκείνα τα χρόνια όπου είχα κενό γραφής ή είχα μόνο γραφή σποραδική χωρίς πεδίο εξωτερίκευσης, χωρίς πέραν της προσωπικής σφαίρας έκφραση. Πόσες φορές δεν αναζητούμε μικρά κείμενά μας, ακόμα και προτάσεις σε διάφορα βιβλία, για να δούμε τον εαυτό μας από την από εδώ πλευρά του χρόνου,πόσες φορές δεν επιχειρούμε να συνθέσουμε την εικόνα του εαυτού μας με κομμάτια σκέψεών μας, σπασμένα αγγεία από τον προσωπικό αρχαιολογικό μας χώρο, για να ανασυστήσουμε την παλιά μας εικόνα – όχι εκείνη που συλλαμβάνουν οι φωτογραφίες –, για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της ζωής μας;
Κάθε μέρα μαζί με το εσπρέσο και το λάπτοπ βιώνω την απόλυτη ομορφιά. Και είναι οι ώρες μετά τον ύπνο τόσο απλόχερα γενναιόδωρες σε σκέψεις. Στις εφτά το πρωί ή στις πέντε το απόγευμα είναι η διπλή των δύο ημισφαιρίων εύκρατος ζώνη της ημέρας. Αναλογίζομαι, γιατί μετά τον ύπνο υπάρχει αυτή η φοβερή διαύγεια του μυαλού. Μήπως τα τετριμμένα της καθημερινότητας καθηλώνουν το φτερούγισμα της σκέψης και με το ξεφόρτωμα του ύπνου αποκαθίσταται η πραγματική πνευματική μας δυνατότητα; Μήπως δεν πρέπει να επιτρέπουμε στην καθημερινότητα να μάς αλώνει το στοχασμό;
Έχω και μια προσωπική βεβαιότητα. Θα ήμουνα πολύ διαφορετικός, αν δεν έγραφα. Και φυσικά αν δεν διάβαζα, θα ήμουνα πάλι άλλος. Το γράψιμο είναι θείο δώρο. Γιατί, σκέπτομαι πιο ορθολογικά και πιο στοχαστικά όταν γράφω. Έχω την αίσθηση του δημιουργού. Με έχει στοιχειώσει και εκείνη η φράση του Φλωµπέρ ότι «το να γράφω είναι ένας τρόπος να ζω» και προτιμώ να γίνω γραφικός υπηρετώντας και την πιο παράτολμη παραξενιά, παρά να σταθώ αδρανής απέναντι στην ιερή εικόνα του γραψίματος. Γιατί εδώ ανακαλύπτω πράγματα της ζωής που δεν τα βρίσκω αλλού. Γιατί εδώ νιώθω δημιουργός – στον μικρόκοσμό μου δεν έχει καμιά σημασία -, εδώ κατακτώ τα ίχνη του μέλλοντός μου, εδώ η φαντασία δεν είναι μια παραμελημένη όψη μου, δεν είναι παρακατιανή, έχει το ρόλο της.
Το γράψιμο θέλει εξάσκηση, θέλει πειθαρχία, θέλει φροντισμένο λόγο, θέλει στοργή. Αλλά το ίδιο το γράψιμο στη συνέχεια γίνεται και ο τροφοδότης του. Πώς γίνεται αυτό; Δεν έχω κατανοήσει. Εγώ νιώθω χυμούς να αναβρύζουν από παντού και συχνά τους ξανακοιτάζω για να δω αν ξεπήδησαν από μένα ή από κάπου αλλού. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η χώρα του γραψίματος δεν είναι ταυτόχρονα η πιο οικεία και η πιο άγνωστη χώρα;
Πηγή:https://www.fractalart.gr