Γράφει η Κατερίνα Χήναρη.
Κινήσεις μηχανικές σε μια καθημερινότητα που σε τίποτα δε μοιάζει με ό,τι κάποτε ονειρευόσουν. Δεν είναι λουσμένη με φαντεζί χρώματα και τραγούδια από happy end κάποιας γλυκανάλατης ταινίας. Το συνήθισες πια. Έχεις μπει στον αυτόματο και προχωράς.
«Ο μόνος είμαι;», σκέφτεσαι καθώς σέρνεις το κορμί σου σε όλες τις καθημερινές υποχρεώσεις. Ποιος είναι ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του σήμερα για να αποτελείς εσύ φωτεινή εξαίρεση; Δεν έχει σημασία αν κάνεις πολλά ή λίγα. Αν τα πόδια σου αντέχουν ή αν το κεφάλι σου κοντεύει να σκάσει από τις σκέψεις που τρέχουν με ταχύτητα φωτός. Σημασία έχει εσύ να νιώθεις καλά. Κι εσύ νιώθεις σκατά.
Δε σε πειράζει. Φοβάσαι μόνο μη συνηθίσεις να νιώθεις έτσι. Μην παραιτηθείς ολοκληρωτικά από ό,τι νόμιζες πως θα καταφέρεις. Όσα κι αν κάνεις, πάντα κάτι λείπει κι ένα κομμάτι σου μένει κενό. Πεινασμένο κι αχόρταγο να απαιτεί τάισμα που δε ξέρεις πότε κι εάν θα είσαι σε θέση να του το προσφέρεις.
Κι έπειτα νευριάζεις με τους γύρω σου, την ανεργία σου, τη δουλειά σου, τον άντρα σου, τους φίλους σου. Τα βάζεις με όλους εκτός από εκείνον που φταίει. Τον εαυτό σου. Αυτή την εκνευριστική φωνή μες το κεφάλι σου που σου υπενθυμίζει κάθε φορά ό,τι φοβάσαι.
Περπατάς, μιλάς, κλαις, κοιμάσαι κι εκείνη πάντα εκεί να σου μιλάει για όσα δεν τόλμησες. Για όσα φοβήθηκες να κυνηγήσεις, για όσα τρόμαξες να κοιτάξεις κατάματα. Αναθεματίζεις την ώρα που μεγάλωσες κι έχασες εκείνη την άγνοια κινδύνου. Τότε που πίστευες πως όλα γίνονται μαγικά, πως οι καλοί νικάνε πάντα και που ξεστόμιζες όσα σκεφτόσουν χωρίς να σκέφτεσαι τις συνέπειες. Τότε, βλέπεις, δεν ήξερες τι σημαίνει συνέπεια.
Ήσουν παιδί κι άφηνες τη φαντασία σου ελεύθερη να οργιάσει για όσα θα έκανες όταν ήσουν μεγάλος. Τώρα που μεγάλωσες, λούστηκες την κολόνια των «πρέπει» κι αδυνατείς να βγάλεις το πατσουλί από πάνω σου.
Όσο τα σιχαίνεσαι, τόσο τα λατρεύεις. Σχέση μίσους και πάθους. Βολεύουν οι ευθύνες. Δυσκολεύουν τη ζωή σου αλλά σε βολεύουν κιόλας. Κουράζεσαι απ’ την ανία σου, τις ειδήσεις των οχτώ και το τελευταίο βαγόνι στο οποίο επιβιβάζεσαι κάθε πρωί. Θες να τα πετάξεις από πάνω σου αλλά παραπονιέσαι πως δεν μπορείς.
Αηδίες.
Φοβάσαι. Φοβάσαι την αλλαγή και το ξεβόλεμα. Φοβάσαι να βγεις λίγο απ’ τα όρια της συμπαθητικής -κατά τα άλλα- ζωής σου και να βγεις λίγο παραπέρα απ’ τον φράκτη. Την έμαθες την αυλή σου καλά. Ξέρεις κάθε της σπιθαμή κι εκεί μέσα νιώθεις οικεία. Όταν σε βαράει η πλήξη κατακούτελα, θαρρείς πως είσαι ικανός να ανοίξεις την πόρτα της και να δεις λίγο παραέξω. Όταν φτάνεις στο κατώφλι, όμως, δειλιάζεις. Πού να πας; Πού θα βρεις καλύτερα; Ας μείνεις εδώ στα σίγουρα και στα γνωστά.
Έτσι μένουν τα όνειρα λειψά. Από φόβους που καταφέρνουν να νικήσουν επιθυμίες. Άλλωστε, όσο μεγαλύτερη διάρκεια έχει μια συνήθεια, τόσο πιο δύσκολο είναι να απεγκλωβιστείς από αυτή. Μέσα σου ξέρεις πως μπορείς. Όλα τα μπορείς, αρκεί να το πιστέψεις. Στο μυαλό είναι όλα.
Ο μεγαλύτερος εχθρός σου είναι πάντα ο εαυτός σου.
Πηγή: mindthetrap.gr