Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Έτσι χάθηκαν και χαρτιά του Νίκου Ξυλούρη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ημερομηνία γέννησης του.
Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγιανούς. Λίγο το λάδι, λίγο το ψωμί, ο τόπος ξερός για να φυτέψεις, να ποτίσεις και το χωριό εντελώς κατεστραμμένο. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος Ξυλούρης κάνει τα πρώτα του βήματα.
Η λύρα
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν καθώς επίσης και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν οργανώνοντας γλέντια. Έτσι ο Νίκος σιγά -σιγά άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και να κερδίζει όλο και πιο πολλά χρήματα, βέβαια δεν δούλευε μόνο για τα χρήματα και όπου δεν είχαν να τον πληρώσουν καθόταν με το παραπάνω λέγοντας : «Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη για να γλεντήσουν».. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Την 21η Μαΐου του 1958, ο Νίκος Ξυλούρης παντρεύεται την Μελαμπιανάκη Ουρανία και το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους αποφασίζουν να εγκατασταθούν μαζί στο Ηράκλειο. Ο Νίκος συνεχίζει την ανοδική του πορεία και τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Οντεόν» που έχει τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Η αμοιβή του; 150 δραχμές!! Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.
Επιστροφή στην Κρήτη
Σιγά-σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος» και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο οπού ανάμεσα από δεκάδες συγκροτήματα ο Έλληνας λυράρης παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με την λύρα.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο.
Η αναγνώριση του στην Αθήνα
Λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Έξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης. Τον Μάϊο του 1971, ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου…
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο Θαλασσινός». Ερχεται στη συνέχεια η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία»), και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο Τσουκάλι»).
«Το 1969 -λέει σε μία σπάνια συνέντευξή της η σύντροφός του Ουρανία-ερχόμαστε για πρώτη φορά στην Αθήνα για εμφανίσεις στο κέντρο «Κονάκι», και τον Σεπτέμβριο γίνεται η μόνιμη εγκατάστασή μας στην πρωτεύουσα. Έχει ήδη φύγει από τα κρητικά μαγαζιά ο Νίκος, και τραγουδά σε μπουάτ της Πλάκας.
Μετά από ένα χειμώνα επιτυχίας, το καλοκαίρι του ‘70 κατεβαίνει στο Ηράκλειο να εργαστεί. Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίζεται με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τότε διευθυντή της «Κολούμπια», ο οποίος και του ζητά να συνεργαστούν. Αυτή η συνάντηση αποτέλεσε την αφετηρία για την καριέρα του Νίκου. Το έργο του με τίτλο τα «Ριζίτικα», που τόσο καιρό προσπαθούσε να εκδώσει, γίνεται δίσκος και φιγουράρει στις βιτρίνες των αθηναϊκών καταστημάτων. Αργότερα βραβεύεται για την ερμηνεία στο δίσκο αυτό από την Γαλλική Ακαδημία Σάρλ Κρός αλλά θα πάρει την πρώτη του καλλιτεχνική απογοήτευση αφού στο εξώφυλλο του ξένου δίσκου δεν αναφέρεται καν το όνομα του.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Τα χρόνια της δικτατορίας
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο «Αθήναιον».
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε. Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι’ αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι «Ήταν μια φορά». Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει. Χωρίς καμία πρόβα».
Το τέλος
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 44 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας «εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα».
Ο τόπος του τον ξεπροβόδισε με μαντινάδες. 26 χρόνια μετά τον λέμε ακόμη «Αρχάγγελο της Κρήτης». Λίγοι θυμούνται γιατί. Ήταν ένα στιχούργημα που έγραψε για αυτόν ο γνωστός Ηρακλειώτης δικηγόρος Γιώργης Τσικαλάς που περιέγραφε την εικόνα γλαφυρά. Και έλεγε:
Στο κατακλείδι τ’ ουρανού στο φόλι του Συμπάντου
κάθεται μπροσταρόκριγιος σ’ ανέφαλ’ ασημένιο
ο παντροκράτης Βασιλιάς π’ ούλα τα χαζιρεύγει
ψεύτη κι αθάνατο ντουνιά δίχως συμβουλατόρους
π’ ούλη την Πλάση συντηρά με στρουφιχτό αμάτι
πούχει πατούλιες άγγελους και στ’ όνομά του ψάλλουν
ύμνους από τα Χερουβίμ κι άσματα των ασμάτω!
Μα ιντά ‘χει σήμερα ο Θεός, όχι θεόψυχά μου
κι εζήλεψε ντως τω θνητώ στσι καλοπέρασές τως;
Τραγούδια κι οργανά ‘κουσε απού τον Ψηλορείτη
κι αμέσως τα αγγελικά λαρύγγια βουβάθηκαν
κουνιούνται τα συθέμελα τα ριζιμιά χαράκια
η σφαίρα η θεοτική του πέφτει απού τα χέρια
κι ανταριασμένος στρέφεται στσι δύο ντου Αρχαγγέλους:
– Ποιός είναι ο τραγουδιστής ποιός είναι ο παιχνιώτης
απού ‘χει τρίδιπλες χορδές στη λύρα και στο στόμα,
και σαν τσι κρούσει τσι χορδές
ντροπιάζει τους αγγέλους
τ’ αηδόνια ξενιτεύγει τα και τα νερά παγώνει
καμπάνες αργυροχυτές ραΐζει και χαλά τσις
και τη δική μου την καρδιά την έχει ξεσηκώσει;
Τί Παντογνώστης είμ’ εγώ και δεν τόνε γνωρίζω;
Τί Παντοκράτης είμ’ εγώ και τόνε χαίρουντ’ άλλοι
οι δούλοι κι οι φαμέγοι μου απού τον κάτω Κόσμο;
– Ετούτος είναι κύριε των Κρητικών ο Μέγας.
Ο Νίκος ο Ψαρονίκος ο Νίκος ο Ξυλούρης.
που εσύ τονε μπεγιέντισες για τσι χορδές του μόνο,
μα ο Χάρος κάνει κάλεσμα για την αγνή Ψυχή του
π’ αξίζει περισσότερο απ’ ούλα σου τα έχη.
– Σύρτε φτερό Αρχάγγελοι δεξά μου φέρετέ τον
και τη φωνή και την ψυχή τα θέλω για δικού μου
και με τσ’ ανθρώπους τσι θνητούς
δεν κάνω εγώ παζάρια.
Γλακάτε να προκάμετε του Χάρου το δραπάνι
πριχού του πάρει την ψυχή και τηνε μαγαρίσει
να τηνε κάμω κόνισμα την ανθρωπιά να μάθω
και να μου γλυκοτραγουδεί τσι ταπεινές τσι χάρες.
Βαρά η καλογερική βαρά και η θεότη
κόπιασε φίλε Νικολή στο θεϊκό κονάκι.
– Πριχού να γίνει Κύριε η Θεία εντολή σου,
τάξε μας πω δα ‘ναμαστε και μεις ζερβόδεξά ντου
οι δύο ντου λαουτάρηδες στο Θεϊκό το γλέντι.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός εις τα δικά ντου Ανώγεια.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός κι ο Χάρος τον εχάσε.
– Βάλε ταβερναρά κρασί να πιω με το Θεό μου
να ζαλιστεί να μεθυστεί να τόνε καταφέρω
μπάε και κάμει το μιστό για το καλό της Κρήτης.
Για τους αμύητους στην διάλεκτο:
κατακλείδι: άκρη, φόλι: μέση, χαζιρεύγει: ελέγχει, στρουφιχτό: δύσκολο, πατούλιες: παρέες, μπεγιέντισες: εκτίμησες, γλακάτε: τρέξτε, μιστό: καλό
Δισκογραφία:
Μια μαυροφόρα που περνά (1958)
Ανυφαντού (1969)
Ο Ψαρονίκος (1970)
Μαντινάδες και χοροί (1970)
Χρονικό (1970)
Ριζίτικα (1971)
Διάλειμμα (1972)
Ιθαγένεια (1972)
Διόνυσε καλοκαίρι μας (1972)
Ο τροπικός της Παρθένου (1973)
Ο Ξυλούρης τραγουδά για την Κρήτη (1973)
Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους (1973)
Περήφανη ράτσα (1973)
Ακολουθία (1974)
Το μεγάλο μας τσίρκο (1974)
Παραστάσεις (1975)
Ανεξάρτητα (1975)
Κομέντια, η πάλη χωρικών και βασιλιάδων (1975)
Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Τα που θυμούμαι τραγουδώ (1975)
Κύκλος Σεφέρη (1976)
Ερωτόκριτος (1976)
Η συμφωνία της Γιάλτας και της πικρής αγάπης (1976)
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι (1977)
Τα ερωτικά (1977)
Τα Ξυλουρέικα (1978)
Τα αντιπολεμικά (1978)
Σάλπισμα (1978)
14 χρυσές επιτυχίες (1978)
Μετά Θάνατον Δισκογραφία
Τελευταία ώρα Κρήτη (1981)
Νίκος Ξυλούρης (1982)
Πάντερμη Κρήτη (1983)
Ο Δείπνος ο μυστικός (1984)
Σταύρος Ξαρχάκος:Θεατρικά (1985)
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον ελληνικό κινηματογράφο (1988)
Η συναυλία στο Ηρώδειο 1976 (1990)
Το χρονικό του Νίκου Ξυλούρη (1996)
Νίκος Ξυλούρης (2000)
Η ψυχή της Κρήτης(2002)
Ήτανε μια φορά…(2005)
Του Χρόνου Τα Γυρίσματα (2005)
Πηγές:
www.musiccorner.gr
www.wikipedia.gr
paragwgos.pblogs.gr
oistros-reportaz1.blogspot.com
Επιμέλεια-προσαρμογή: Χριστίνα Κωσταβάρα, Σοφία Παφτούνου
Πηγή: http://www.tralala.gr