«Ρώτησαν την αμυγδαλιά, αν υπάρχει Θεός και η αμυγδαλιά άνθισε…»
Νίκος Καζαντζάκης
Η αμυγδαλιά σύμβολο ελπίδας, τύχης και μακροζωίας δεν κάνει μόνο έναν από τους ωραιότερους καρπούς, αλλά γεμίζει και με τα ομορφότερα άνθη. Τα περίφημα λευκά και ροζ άνθη της αμυγδαλιάς που δίνουν το δικό τους προμήνυμα για την άνοιξη. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα ολόγυρα μας!
Τέτοια ομορφιά της φύσης είναι λογικό να κουβαλά ενδιαφέροντες μύθους. Για την αμυγδαλιά οι επικρατέστεροι είναι οι ακόλουθοι δύο.
Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.
Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μη αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο, τον άφησε να γυρίσει πίσω.
Πίστευε πως αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.
Έτσι κι έγινε, και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της για χρόνια, ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της. Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της. Η ερωτευμένη γυναίκα συνεπώς δεν πέθανε, αλλά έγινε το δέντρο που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας: η Αμυγδαλιά.
Όταν μετά από χρόνια ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη, βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες, αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου. Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.
Μια άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντάς τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της. Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε. Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και κρεμάστηκε σ’ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε δεν ξανάβγαλε φύλλα, ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα. Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη. Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.
Η όμορφη Αμυγδαλιά και ο παγωμένος βοριάς
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ΄ ένα μεγάλο πύργο. Η μητέρα της την είχε μονάκριβη, τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει. Έτσι, η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της, μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από εκεί έβλεπε τη βροχή να πέφτει, τον άνεμο να λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα, το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη, τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.
Μια μέρα ο Βοριάς, ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε στη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της, τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της, την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί.
Αλλά… ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο; Έτσι ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Είχε μαγική δύναμη και το κατάφερε πολύ εύκολα. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ΄ ένα ωραίο παλικάρι, σ΄ έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς.
Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει. –Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς. –Δεν μπορώ, του απάντησε η Αμυγδαλιά. Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δε μ΄ αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου ούτε ν΄ ανοίξω το παράθυρό μου, γιατί είμαι τόσο ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι. –Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη, της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου πως θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σ΄ αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.
Μίλησε την ίδια εκείνη μέρα η Αμυγδαλιά στη μητέρα της για τον όμορφο νέο που είχε γνωρίσει και την παρακάλεσε να της επιτρέψει να τον παντρευτεί. –Μα… ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πώς να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα… πώς θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτό το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς. -Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά. –Μην είσαι τόσο βιαστική κόρη μου, τη συμβούλεψε πάλι η μητέρα της. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν. Μη δίνεις και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.
Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο, ντύθηκε στα λευκά, σα νύφη, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του…
Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα… ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…
Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς που παγώνει το καθετί στο πέρασμά του.
Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω στον τάφο της έκανε ν΄ ανθίσει ένα δέντρο που πήρε τ΄ όνομά της. Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα, η αμυγδαλιά βιάζεται ν΄ανθίσει.Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος, παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της…
Τα ιστορικά στοιχεία
Η Αμυγδαλιά κατάγεται από τη Μεσοποταμία, από όπου μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ιταλία τον 3ο αιώνα π.Χ. κατά τους χρόνους του Κάτωνος. Σε αρχαία κείμενα το δέντρο αναφέρεται ως. αμυγδαλέα, αμυγδάλη, αμύγδαλος ο δέκαρπος.
Σε πολλά μέρη της ανατολής ήταν γνωστή με το όνομα Αθάσια, παραφθορά της θασίας αμυγδαλής που τιμούσαν οι αρχαίοι.
Οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν Θάσια. Στη μεσαιωνική Ευρώπη προτιμούσαν τα αμύγδαλα φρέσκα και πράσινα για το «γάλα» τους, το οποίο ο κόσμος το χρησιμοποιούσε αντί για γάλα αγελάδας, για να ξεπεράσει τους περιορισμούς κατά τις περιόδους της Χριστιανικής νηστείας.
Ο Ιπποκράτης τα χρησιμοποιούσε και τα γλυκά και τα πικρά για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο Διοσκουρίδης περιγράφει τον τρόπο παρασκευής του ελαίου και αναφέρει πως το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο και για την παραγωγή μύρου. Ο Θεόφραστος κάνει λόγο για τη χρήση της ρητίνης του δέντρου στη φαρμακευτική. Ο Αθηναίος ονομάζει ως τα καλύτερα τα αμύγδαλα της Νάξου, ενώ ο Φρύνιχος τα συνιστούσε ως ωφέλιμα για τον βήχα. Ο Διοκλής ο Καρύστιος τα συνιστούσε ως ευκοίλια και θερμαντικά τρόφιμα.
Οι αρχαίοι γνώριζαν τη δηλητηριώδη δύναμη των πικρών αμυγδάλων και τα χρησιμοποιούσαν, όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης για να δηλητηριάζουν θανατηφόρα τις αλεπούδες. Τα χρησιμοποιούσαν όμως και για θεραπευτικούς σκοπούς κατά της επίσχεσης των ούρων, της λευκόρροιας, των πλευρίτιδων και της πνευμονίας.
Στην Κρήτη θεωρούσαν τα αμύγδαλα τονωτικά και αναπλαστικά του αίματος.
Τα μασούσαν με ψωμί και τα έδιναν στα βρέφη (μασουλίδες), όταν έπασχαν από σουφρίτη (παιδική αθρεψία). Γνώριζαν επίσης ότι καθαρίζουν τα νεφρά και αγόραζαν σουμάδα από το εμπόριο. Το γλυκό αμυγδαλόλαδο το έδιναν στα βρέφη όταν ήταν δυσκοίλια. Κοπάνιζαν τα αμύγδαλα, τα έβραζαν και στη συνέχεια μάζευαν το λάδι που επέπλεε με κουταλάκι.
Στη Μεράμπελο που ήταν περιοχή αμυγδαλοπαραγωγός συγκέντρωναν χιλιάδες οκάδες αμυγδαλόψιχας. Την ψίχα την έβγαζαν με ειδικά κοπανάκια. Συνήθως τα βράδια, στην αποσπερίδα τσάκιζαν τα αμύγδαλα, κάνοντας «δανεικούς». Δηλαδή μαζευόντουσαν οι χωρικοί εκ περιτροπής σε κάθε σπίτι και βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Τις αποσπερίδες αυτές τις ονόμαζαν «τσακίστρες» και γινόταν σωστό πανηγύρι. Ήταν μία ευκαιρία να ξεσκάσουν από τον κάματο της ημέρας και επίσης να συναντηθούν οι νέοι και οι νέες. Κάθε «τσακίστρα» διαρκούσε 2-3 βράδια. Ο λυράρης βέβαια ήταν από κοντά και συνόδευε τον χορό όπου αντάλλασαν μαντινάδες ο ένας με τον άλλο.
Τα πράσινα αμύγδαλα τα έλεγαν τσάγαλα. Τα ξυλώδη περιβλήματα τα έλεγαν αμυγδαλόκουπες.
Τις φρέσκες αμυγδαλόκουπες τις χρησιμοποιούσαν ως βαφική ύλη. Δίνουν ένα χρώμα σκούρο μπεζ. Τα ξερά τα χρησιμοποιούσαν για την συντήρηση της φωτιάς. Με τα φύλλα της αμυγδαλιάς πάχαιναν το πρόβατά τους και έκαναν νόστιμο το κρέας τους. Με τα φύλλα της αμυγδαλιάς και της ροδιάς και με την προσθήκη καραμπογιάς (θειϊκός σίδηρος) έδιναν πράσινο χρώμα στα μάλλινα. Την κόλα της αμυγδαλιάς την έδιναν ως αποχρεμπτικό στα νήπια.
Τα έργα τέχνης
Ως προάγγελος της άνοιξης και επακόλουθα του έρωτα, η αμυγδαλιά έχει εμπνεύσει πολλούς διάσημους ζωγράφους. Μερικοί από τους ωραιότερους πίνακες με την ίδια πρωταγωνίστρια είναι οι ακόλουθοι:
Αντόνιο Μαντσίνι
Πωλ Σεζάν
Βίνσεντ βαν Γκογκ
Χοακίν Σορόγια
Πηγές: haniotika-nea.gr, lifo.gr, iefimerida.gr, gardenguides.com
Πηγή:https://www.omorfizoi.gr