Ένας από τους κορυφαίους έλληνες ποδοσφαιριστές και ο κορυφαίος που φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα του ΠΑΟΚ.
Ο Γιώργος Κούδας είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους έλληνες ποδοσφαιριστές και ο κορυφαίος που φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα του ΠΑΟΚ. Χαρισματικός μέσος, ο «Μεγαλέξανδρος» του ελληνικού ποδοσφαίρου, αγωνίστηκε 574 φορές με την ασπρόμαυρη φανέλα του «δικεφάλου του βορρά», σημειώνοντας 174 γκολ. Χρίστηκε 43 φορές διεθνής και συμμετείχε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (Euro) του 1980, στην πρώτη εμφάνιση της εθνικής Ελλάδας σε τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης.
Ο Γιώργος Κούδας αναδείχτηκε 4ος καλύτερος έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων, πίσω από τους Χατζηπαναγή, Δομάζο και Παπαϊωάννου, στη σχετική ψηφοφορία που διενήργησε η ΕΠΟ κατ’ εντολή της UEFA το 2003.
Ο Γιώργος Κούδας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23 Νοεμβρίου 1946 και ήταν γιος του Γιάννη Κούδα από την Ανατολική Θράκη και της Ελευθερίας Μακρή από τη Σαυρούπολη Ξάνθης.
Πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο από παιδί στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου μπροστά από το σημερινό υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης. Εκεί στα μάρμαρα του Διοικητηρίου έδειξε το εξαιρετικό ποδοσφαιρικό του αισθητήριο, το μεγάλο του ταλέντο, που τον οδήγησε στον ΠΑΟΚ.
Η πρώτη απόρριψη και το ξεκίνημα της καριέρας του στον ΠΑΟΚ
Όταν δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο βοηθητικό γήπεδο έξω από την Τούμπα δεν κέντρισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων του ΠΑΟΚ. Δεν του είπαν να ξανάρθει κι αυτό τον πλήγωσε. Επέμενε όμως στη συνέχεια, περιμένοντας τη δεύτερη ευκαιρία για να δοκιμαστεί και πάλι.
Τη δεύτερη φορά είχε καλύτερα αθλητικά παπούτσια, έπαιξε όπως ακριβώς ο ίδιος συνήθιζε, εκεί στο πλακόστρωτο του Διοικητηρίου ή στην πλατεία της Λαχαναγοράς. Στον ΠΑΟΚ δεν το πολυσκέφτηκαν και τον κάλεσαν να υπογράψει δελτίο.
Ο Κούδας ξεκίνησε από τις ομάδες νέων του ΠΑΟΚ, στις οποίες αγωνίστηκε έως το 1963. Έκτοτε και για 21 χρόνια φόρεσε τη φανέλα της μεγάλης ομάδας. Η ποδοσφαιρική του διαδρομή (κυρίως τη δεκαετία του ‘70) συνδυάστηκε με το μεγάλωμα του «δικεφάλου» που επί των ημερών του κοίταξε στα μάτια τους τρεις μεγάλους του Κέντρου κι έκτοτε είναι μία από τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες.
Η «μετακόμιση» στον Πειραιά και η επιστροφή στην Τούμπα
Υπήρξε όμως και μια στιγμή της καριέρας του που ο ίδιος δεν θέλει να θυμάται. Η απόφασή του να αποδεχτεί την πρόταση του Ολυμπιακού το 1966 και να κατέβει στον Πειραιά δεν είχε τη συγκατάθεση του ΠΑΟΚ και του εμβληματικού προέδρου του Γιώργου Παντελάκη. Με τους «ερυθρολεύκους» έπαιξε σε κάποια φιλικά παιγνίδια, όχι όμως και σε επίσημα. Η απόφασή του αυτή, που δίχασε την Ελλάδα, ήταν αφετηρία για την κόντρα Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ, που κρατάει μέχρι σήμερα.
Όταν αποφάσισε το καλοκαίρι του 1968 ύστερα από δύο ολόκληρα χρόνια απουσίας από την ομάδα του και τη Θεσσαλονίκη να επιστρέψει στην Τούμπα, ο ιστορικός σύλλογος, άρχισε να γράφει μία καινούργια και τεράστια σελίδα στην πολύχρονη ιστορία του.
Στην πρώτη προπόνηση μετά την επιστροφή του, στις 8 Αυγούστου 1968, επτά χιλιάδες οπαδοί είχαν συγκεντρωθεί στο γήπεδο της Τούμπας για να τον δουν έστω και σε προπόνηση να φοράει και πάλι τα ασπρόμαυρα. Ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ, Γιώργος Παντελάκης, δεν επέτρεψε σε όλο αυτό το πλήθος να μπει στο γήπεδο, όμως αυτό δεν πτόησε τον κόσμο του δικέφαλου που περίμενε καρτερικά μέσα στον καύσωνα έξω από το γήπεδο για να τον αποθεώσει με εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπό του.
Συμμετοχές και διακρίσεις
Στον ΠΑΟΚ, ο Γιώργος Κούδας αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος (133 γκολ) και θα ήταν ασφαλώς ο μοναδικός ρέκορντμαν συμμετοχών αν αγωνιζόταν και στα δύο χρόνια που απουσίασε, φευγάτος στον Ολυμπιακό (στον σχετικό πίνακα προηγούνται οι Δομάζος και Νιόμπλιας κι έπεται ο Κούδας).
Ο Γιώργος Κούδας το 1972 μετά από αγώνα με τον Παναθηναϊκό
Σε αγώνες Κυπέλλου είχε άλλες 70 συμμετοχές (27 γκολ), που μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς ανεβάζουν τον αριθμό συμμετοχών του στις 780. Κατέγραψε 33 συμμετοχές σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις φτάνοντας το 1974 ως τα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, όπου ο ΠΑΟΚ αποκλείστηκε από τη Μίλαν (0-3, 2-2).
Με τον ΠΑΟΚ κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Ελλάδας το 1976 και δύο κύπελλα το 1972 και το 1974, ενώ είχε συνολικά 9 παρουσίες σε τελικούς Κυπέλλου Ελλάδος. Κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια το καλοκαίρι του 1984, χωρίς να γευτεί τη χαρά του δεύτερου πρωταθλήματος που κατακτήθηκε την πρώτη χρόνια από την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Στην εθνική ομάδα αγωνίστηκε 43 φορές από το 1967 έως το 1982 (44 αν περιλάβουμε και την τιμητική παρουσία στο παιχνίδι προς τιμήν του στα 49 του χρόνια το 1995 στην Τούμπα κατά της Νέας Γιουγκοσλαβίας). Πέτυχε τέσσερα γκολ και πήρε μέρος στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος που έγινε το 1980 στην Ιταλία.
Προσωπική ζωή και το «Πότε Βούδας πότε Κούδας»
Εκτός γηπέδων ασχολήθηκε με διαφόρων ειδών επιχειρήσεις (σούπερ μάρκετ, αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, βιοτεχνία ενδυμάτων, εταιρεία μεταφορών). Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με την αρτίστα Μαρί Μπονέ, ένας γάμος που αποτέλεσε κοσμικό γεγονός για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ‘60 και τη δεύτερη με την Μαρίζα Ευστρατίου, ένας γάμος που κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Το 1986 ο Μανώλης Ρασούλης εμπνεόμενος από τη δημοφιλία και το άστρο του μεγάλου ποδοσφαιριστή γράφει το λαϊκό άσμα «Πότε Βούδας πότε Κούδας», το οποίο σε μουσική του Πέτρου Βαγιόπουλου και ερμηνεία με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου έγινε διαχρονική επιτυχία.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/3034
© SanSimera.gr