Δεκαπενταύγουστος όταν σε πρωτοείδα στην εκκλησιά με το καινούργιο σου φόρεμα και την απαστράπτουσα αθωότητά σου. Ήσουν μαθήτρια τότε. Βάδιζες με αστάθεια στις κόκκινές σου χαληλοτάκουνες γόβες, αφού ήταν η πρώτη φορά που ισορροπούσες σε παπούτσι σηκωμένο από το έδαφος. Τα μαλλιά σου λυτά, μακριά, περιέβαλλαν το πρόσωπό σου σα φωτοστέφανο. Τα χέρια σου αλαβάστρινα, κρατούσαν την μπαγκέτα και διεύθυναν χωρίς εσύ να το ξέρεις, τη συμφωνική της ύπαρξής μου. Τα πόδια σου, φτιαγμένα λες απευθείας από εκείνον, τον -σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιμοποιούμενο από τον Πλάστη- τρισδιάστατο διαβήτη, ιτιές που παλλόταν στις ρεματιές της καρδιάς μου. Τα χείλη σου, άβαφα φυσικά, κάτασπρα από τη ζάχαρη άχνη του άρτου που έτρωγες με λαιμαργία, έτσι όπως λαίμαργα ρούφαγες την κάθε στιγμή. Η μύτη σου, με αναλογίες ιδανικές, με κλίση ελαφριά προς τα επάνω, έδειχνε την ευγενική σου καταγωγή. Με προκαλούσε. Το στήθος σου, σχηματισμένο μα όχι τελειωμένο ακόμα, στητό και μυώδες, σήκωνε τοπικά το φόρεμα σου σε δυο συμμετρικούς καλοσχηματισμένους κώνους, διεκδικώντας το χώρο που του ανήκε, αφήνοντας τη φαντασία να οργιάζει. Στην κορυφή, δυο γυάλινοι βόλοι, ολοστρόγγυλοι και αδιαπραγμάτευτοι, επισφράγιζαν τη θηλυκότητά σου ως θηλές. Άναβαν φωτιές. Οι γλουτοί σου, σε αρμονία με το υπόλοιπο σώμα σου, διαγράφονταν κάτω από το ύφασμα με μια προκλητική σεμνότητα, τονίζοντας την τέλεια συναρμογή αλλεπάλληλων καμπυλών, οι οποίες κατέληγαν στις λεύκες των μηρών σου. Γνήσια αρχαιοελληνική ομορφιά. Πώς να είναι άραγε η χροιά της φωνής σου; Τι χαρακτήρας να είσαι; Πώς να κινείσαι; Πώς να σκέφτεσαι; Πολλά με βασάνισαν όταν σε πρωτοείδα.
Αλλά και κάτι ακόμα, καθοριστικό. Τα μάτια σου. Δεν μπόρεσα να τα κοιτάξω τότε. Ήμουν κι εγώ ντροπαλός βλέπεις.
Δεκαπενταύγουστο ήρθα και σε ζήτησα από τη μάνα σου. Ο πατέρας σου είχε φύγει από καιρό. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Η καμπάνα, τρυπούσε τα σωθικά μου. Οι ψαλτάδες, αντί να με ηρεμήσουν, με είχαν αναστατώσει. Το αντίδωρο, μου «έκατσε» στο λαιμό. Έφυγα σαν κλέφτης μόλις τελείωσε η λειτουργία. Προσπέρασα φίλους και γνωστούς και περπάτησα λιγάκι μόνος, να πάρω αέρα, να μαζέψω δυνάμεις, να περάσει και η ώρα και να έχετε φτάσει σπίτι. Μάζεψα κουράγιο και ήρθα. Εσύ, γυναίκα σωστή πια, σχηματισμένη, ζουμερή, κρυστάλλινη. Με κοίταζες με εκείνα τα υπέροχα πρασινοκαστανά σου μάτια, που άλλαζαν χρώμα στο παραμικρό τρεμόπαιγμα του φωτός. Στα μάτια αυτά, ανακάλυψα τον αληθινό κόσμο. Εκεί έμελλε να βρω το δικό μου, μυστικό σύμπαν, ένα με το δικό σου. Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, σε αγαπούσα, σε θαύμαζα, σε νοιαζόμουν, σε καμάρωνα.
Δεκαπενταύγουστο, κάθε χρόνο, πάντα πηγαίναμε στη συγκεκριμένη εκκλησιά, μεταλαβαίναμε και οι δυο και στο τέλος της λειτουργίας, πάντα τα χείλη σου άσπριζαν από ζάχαρη άχνη. Κρατιόμουν να μην στην πάρω με φιλιά, κάτι που ήθελα να κάνω διακαώς. Πάντα το σώμα σου με συγκινούσε (για να μην πω τίποτε άλλο) ερωτικά, πάντα εσύ με μάγευες, όπως την πρώτη φορά. Μπορεί να φορούσες άλλα ρούχα, άλλα παπούτσια, μα ήσουν πάντα ίδια εσύ: το κοριτσάκι, η γυναίκα μετά, που ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Άσ’ τους να λένε πως δεν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Όχι μόνο υπάρχει, αλλά και διαρκεί. Ερωτευμένος όχι για μέρες ή μήνες, αλλά για χρόνια μαζί σου, τόσο έντονα, τόσο βαθιά, όπως την πρώτη φορά. Γιατί τα μάτια, η μυρωδιά, η στάση του σώματος, τα επιμέρους χαρακτηριστικά, που μόνο ο ερωτευμένος μπορεί να διακρίνει, δεν αλλάζουν. Μπορεί να διαφοροποιούνται ελαφρώς, αλλά δεν αλλάζουν. Είναι εκεί και γίνονται του έρωτα φωλιά.
Μέρα γιορτής, καθόμαστε στην πλατεία, συζητούσαμε, κερνούσαμε φίλους και ζητούσαμε από την Παναγιά, να κάνει το θαύμα της σε κάθε δυσκολία, σε κάθε αναποδιά. Ζητούσαμε προστασία. Ήταν ένα καταφύγιο για ’μας η επίκληση της Χάρης Της.
Πέρασαν χρόνια. Δεν έχει σημασία λίγα ή πολλά. Φτάνει που τα περάσαμε μαζί. Ναι. Αυτό έχει σημασία. Μόνο. Δεκαπενταύγουστος πάλι σήμερα. Διαφορετικός. Ως και οι καμπάνες που ακούστηκαν, ήταν αλλιώς, θλιβερές, μουντές. Άχρωμες, αδύναμες. Από το παράθυρο φαίνεται απέναντι μια άλλη πλατεία. Ξένη. Απρόσωπη. Απόμακρη. Εδώ που είμαστε, ακούγονται μονότονοι, επαναλαμβανόμενοι ήχοι από μηχανήματα. Η κάμαρα είναι πρασινωπή. Τη βλέπω σαν ένα φυστικί κλουβί. Μυρίζει κάτι σαν χλωρίνη, κάτι σαν αντισηπτικό, κάτι στυφό και ξινό. Μυρίζει χημεία. Ο αέρας είναι βαρύς. Ο φωτισμός αναμμένος κι ας είναι μέρα. Τα σεντόνια κατάλευκα. Το κρεβάτι ρυθμιζόμενο, σπαστό. Εσύ καθισμένη δίπλα μου, με το ελεύθερό μου χέρι στα χέρια σου. Το άλλο, είναι μπλεγμένο με νήματα πολλά: σωληνάκια, πεταλούδες, καλώδια, λευκοπλάστη. Εγώ ξαπλωμένος, σε θαυμάζω, όπως τότε. Γοητευμένος όπως τότε. Ερωτευμένος όπως πάντα. Δεν μπόρεσες να πάς στην εκκλησία σήμερα, έστω σε άλλη. Ούτε εγώ φυσικά. Εμένα βέβαια, ήρθε παπάς και με κοινώνησε. Σημαδιακό. Να ’σαστε άραγε μιλημένοι; Δεν κάνεις κουβέντα, ει μη μόνο, «όλα καλά θα πάνε» μου λες. Σαν να μην καταλαβαίνω τι γίνεται. Ας είναι. Πήγες να του βάλεις δεκάευρο στην τσέπη και σε σταμάτησε κοφτά. Σας είδα. Σου είπε να πας έξω, στο προαύλιο του Νοσοκομείου, στο παρεκκλήσι, να το βάλεις στο κουτί «δια τους έχοντας ανάγκην».
Σε κοιτώ στα μάτια. Σ’ αυτά τα μάτια που ανακάλυψα τον αληθινό κόσμο, εκεί που βρήκα το δικό μου, μυστικό σύμπαν, εκεί που αυτό, έγινε ένα με το δικό σου. Είναι υγρά. Ελαφρώς κόκκινα. Κάποια τριχοειδή αγγεία μέσα τους, έχουν με αυθάδεια κεντήσει πλέγματα με κλωστές αίματος. Με το ζόρι κρατιέσαι να μην κλάψεις μπροστά μου. Μου λες αστεία, χαμογελάς καταβάλλοντας προσπάθεια. Κι εγώ σου χαμογελάω. Μέσα από την καρδιά μου. Σου δίνω τα μάτια μου να μπεις εντός τους. Μέσα από το χέρι μου που το έχουν αγκαλιάσει τα χέρια σου, προσπαθώ να σου στείλω δύναμη, κουράγιο, αποφασιστικότητα. Δεν θέλω να με θρηνείς αν τύχει και φύγω. Θέλω να προχωρήσεις στη ζωή σου. Όπως εσύ επιλέξεις. Όχι όμως γαντζωμένη συνεχώς στην ανάμνησή μου. Πάρε τα καλά μου, πάρε τα καλά που ζήσαμε, είναι πλούτος, το ξέρεις, πάρε τα και χρησιμοποίησέ τα για να μπορέσεις να σταθείς και να προχωρήσεις. Με φωνή που μόλις βγαίνει, σου λέω:
Έλα, μην κλαίς. Μπορεί να φεύγω πριν την ώρα μου, αλλά φεύγω ευτυχισμένος. Έζησα ουσιαστικά μαζί σου και αυτό έχει μεγαλείο. Αυτό είναι το πρώτο που ήθελα. Δεν έζησα απλά κοντά σου. Μοιράστηκα με εσένα το κορμί μου, την ψυχή μου, τις ανάσες μου, τα όνειρά μου. Έσμιξα τα δάκρυά μου με τα δάκρυά σου, τα χέρια μου με τα χέρια σου. Κάναμε όνειρα μαζί. Πραγματοποιήσαμε πολλά από αυτά. Επικοινωνήσαμε όπως σπάνια επικοινωνεί κανείς. Ενωθήκαμε, πετάξαμε ψηλά, ένα γίναμε με τον ουρανό, ένα με τη γη, ένα και με τη θάλασσα. Τα μοιραστήκαμε όλα. Χωρίς να πνίξω εγώ εσένα, ούτε εσύ εμένα, αλλά, τιμώντας ο ένας τον άλλον και αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα της ελευθερίας των επιλογών του. Περάσαμε υπέροχα. Βιώσαμε αρμονία, ισορροπία, χαρά, πληρότητα. Ζήσαμε. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Έλα. Μέρα που είναι, να παρακαλέσουμε τη Χάρη Της να με αξιώσει όταν έρθει η ώρα μου να φύγω, να φύγω όπως ήρθα: με έναν πόνο, ή ακόμα καλύτερα με κανένα. Έλα. Ευλογημένη Εκείνη εν γυναιξί. Ευλογημένη και εσύ. Έχε την ευχή μου. Έλα. Δεκαπενταύγουστος σήμερα. Μην κλαις. Μέρα γιορτής.
* O Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής