by mandragoras
Στη στροφή του χωματόδρομου, μια σκιά κουνήθηκε. Άνθρωπος έρχεται, σκέφτηκα. Βάτα και χαμηλή βλάστηση με εμπόδιζαν να δω καθαρά αλλά βρήκα ενδιαφέρον να παρατηρώ τις μικρές, αδιόρατες πνοές που ανασαίνανε στην πρωινή διαύγεια της εξοχής, περιμένοντας να φανεί ο προσκυνητής. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τα λόγια του Αναγνώστη. Έφταναν στο προαύλιο της εκκλησούλας ακατανόητα, κακοτονισμένα, μουρμουριστά και τα άκουγα σαν ανθρώπινη επωδό για μια προσευχή προς τη φύση.
Άνθρωπος ωστόσο δε φαινόταν πουθενά. Κάποιο πουλί, θα είχε κουνήσει, λοιπόν τα κλαδιά. Κάποιο από αυτά που πεταρίζουν από κλαδί σε κλαδί, κρύβονται στους ίσκιους και ψαχουλεύουν στο χώμα. Δεν πετάνε πάνω από τη βλάστηση, μακριά πέρα στα άλλα δέντρα, στις σκουρόχρωμες ελιές και ψηλά στον ουρανό τον γαλάζιο.
Σε λίγο όμως, είχε τελειώσει πια ο Απόστολος κι ο παπάς προανάγγελλε το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, τον είδα να έρχεται αργά πολύ, τον γεράκο. Κοντούλης με στραβά πόδια και δυο ραβδιά στα χέρια του, κουβαλούσε τα χρόνια του με προσπάθεια και μαζί έναν κουβά που φωσφόριζε το μπλε πλαστικό του χρώμα κάτω από τον πρωινό ήλιο. Δεν έβλεπα τι είχε μέσα. Σταφύλια μάλλον, αφού ήταν η εποχή τους.
Ο παπάς διάβαζε τώρα το ευαγγέλιο. Έλεγε για τον τρόμο του Ηρώδη, ο οποίος είχε αποκεφαλίσει τον προφήτη, που νήστευε και δίδασκε τους Εβραίους τον ερχομό του αναμενόμενου Μεσσία. Όσο ανέβαινε ο ηλιοκαμένος γεράκος στον ανηφορικό χωματόδρομο, η φωνή διηγιότανε την ιστορία για τον χορό της Σαλώμης, την ευχαρίστηση του βασιλέα και την φριχτή απαίτηση της «μοιχαλίδας». Ακόμη δεν είχε τελειώσει η εξιστόρηση, όταν ο γεράκος άφησε τον κουβά του στη σκιά του πεύκου, ακούμπησε και το ένα ξύλο του δίπλα, έβαλε το χοντρό του πουκάμισο μέσα στο παντελόνι και με την άλλη βακτηρία στο αριστερό του χέρι, μια κανονική γυαλιστερή μαγκούρα, μπήκε κι ασπάστηκε, όπως είδα, την εικόνα, κάνοντας αργά το σταυρό του με το δεξί του ελεύθερο χέρι.
Ο Πρόδρομος με το κεφάλι στη θέση του, την ασκητική του μορφή και την υπογραφή του λαϊκού αγράμματου καλλιτέχνη κάτω δεξιά – καλλιγραφικά με ουρίτσες και φούντες, όπως ταιριάζει στα ξύλα, στα αγκάθια, στα λεπτά φυλλαράκια τα στριμμένα από την ξηρασία και στα μακριά μαλλιά του Αγίου, τα πλεγμένα από τη σκόνη και την απλυσιά – δέχτηκε ασάλευτος τον ασπασμό όπως και όλους τους άλλους πριν και μετά. Λεπτός, καψαλισμένος από τον ήλιο της ερήμου, με κάτι μάτια άγρια, σαν αυτούς εδώ τους ανθρώπους, τους στεγνωμένους από τον ήλιο του Νότου, τους πασπαλισμένους ως την καρδιά με τη σκόνη και το χορτάρι το ξερό.
Αργότερα, όταν έκαμε την απόλυση ο παπάς κι ευχήθηκε υγεία σε όλους, τον είδα τον γεράκο ανάμεσα στους άλλους – κυρίως γυναίκες με σκουρόχρωμες φούστες και γκρίζα μαλλιά αλλά και νεότερες με παντελόνια και ζωηρόχρωμες μπλούζες – να έχει τη μαγκούρα περασμένη στο χέρι, όπως νωρίτερα τον κουβά του και να τρώει ήσυχα πολύ τα λουκούμια με την άχνη ζάχαρη και το μαλακό ψωμί, που τα είχαν απλωμένα μαζί με άλλα νηστίσιμα κεράσματα (ελιές, σταφύλια και μια μουσταλευριά νόστιμη) στα τραπέζια με το πλαστικό τραπεζομάντιλο, μέσα στις βουνοπλαγιές τις γεμάτες ελαιόδεντρα.
Ελένη Γ.
Πηγή: https://mandragoras-magazine.gr/