Μια νύχτα είδα ένα όνειρο.
Ήμουν λέει στην άκρα του γιαλού και κοίταζα.
Η θάλασσα ήταν κατάμαυρη όλο τρόμο και χοχλακούσε.
Κι από πάνω της ο ουρανός, κατάμαυρος κι αυτός όλο φοβέρα, κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά λίγο ακόμα και θα άγγιζε τη θάλασσα.
Αγέρας δε φυσούσε νέκρα φρικτή, πλάνταζα, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα...
Κι άξαφνα στη στενή χαραμάδα που απόμενε λεύτερη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας, άστραψε ένα κάτασπρο πανί.
Ήταν μια μικρή βαρκούλα αυτόφωτη και μέσα στην πλανταγμένη απανεμιά φούσκωνε γοργά το πανί της.. και προχωρούσε γοργά, βίαια μέσα στα σκοτάδια.
Άπλωσα κατά πάνω της τα χέρια:
«Η καρδιά μου!» φώναξα και ξύπνησα.
Βοήθεια μεγάλη στάθηκε τ' όνειρο τούτο στη ζωή μου.
Σε δύσκολες στιγμές, όταν όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν κι οι πιο ακριβοί μου φίλοι και οι πιο σίγουρες ελπίδες με παρατούσαν... πόσες φορές δεν έκλεινα τα μάτια και δεν έβλεπα ανάμεσα από τα ματοτσίνορά μου, τη βαρκούλα αυτή, κι η καρδιά μου έπαιρνε κουράγιο, τινάζουνταν επάνω όρτσα και μη φοβάσαι!
Μου φώναζε κι έσκιζε το σκοτάδι!
Απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο»
Πηγή: https://www.o-klooun.com/