Ελένη Χωρεάνθη
Γεννημένη στην Αθήνα, με οικονομικές σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Ελένη Παπανδρέου με την πρώτη ποιητική της συλλογή μπαίνει δυναμικά στον χώρο της λογοτεχνίας. Πρόκειται για ολοκληρωμένη ποιητική σύνθεση, χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες, ανάλογα με τις εποχές του έτους και τις εναλλαγές στη ζωή της. Μετουσιώνει τα διανοήματα και τα συναισθήματά της σε ποιήματα ακολουθώντας τις διακυμάνσεις του καιρού, ξεκινώντας από τον Αύγουστο, τον τρίτο μήνα του θέρους, τον μήνα που ωριμάζουν οι καρποί και η πάμφωτη σελήνη τον Δεκαπενταύγουστο κάνει τη νύχτα των ανθρώπων μέρα. Για την ποιήτρια Ελένη Παπανδρέου, αν και:
Ο Αύγουστος ήρθε μ’ ένα πλοίο
και μια γαλάζια καρφίτσα στο στήθος
[…]
Ποτέ δεν θα πεθάνει αυτός ο Αύγουστος.
Λευκός, με μια χούφτα ήλιο
κι ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη,
θα χαιρετά τον αρχάγγελο των γλάρων,
προτού στρίψει τελευταία φορά
πίσω από τον πυρωμένο βράχο του μεσημεριού.
(σ.16)
Στίχοι ανάεροι, ανάλαφροι, διάφανοι, λαμπεροί, αν και λυπημένοι διακριτικά, αισθησιακοί που διατηρούν την αγνότητα και καθαρότητα του αισθήματος:
Λίγο πριν το αθέατο ταξίδι του κόσμου στη λήθη
[…] θα μπω στη σχισμή της ανάσας σου
κι από κει θα χαράξω μονοπάτια της καρδιάς.
[…] Κι όλοι οι στεναγμοί να γίνουν αέρας
στα πρώιμα πανιά της αγάπης.
Ας αρμενίσουν μαζί σου και μαζί μου απόψε.
(σ.26)
Έχει πλήρη συναίσθηση των αλλαγών που συμβαίνουν στον χρόνο/χώρο και στη ζωή της. Το ξέρει καλά πως τίποτα δεν μένει σταθερό. Και τον Αύγουστο ακολουθεί το φθινόπωρο με τα πεσμένα κίτρινα, σαν δολοφονημένα, φύλλα στο πλακόστρωτο:
Το ’ξερα πως θα ’ρθει το φθινόπωρο.
[…] Έτσι ζούσαμε τη λησμονιά του φευγαλέου.
Έτσι σε τάιζα στάχυα του απομεσήμερου
κι εσύ μου έδειχνες κατάρτια από καπνούς
κι ο χρόνος μας είχε μόνο ένα όνομα.
[…] Αύγουστος που καίει.
[…] Κι εμείς ένα κομμάτι πάγου κοφτερού
στη μέση του δρόμου
που γελώντας μας φωνάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα:
«Μάταιος. Μάταιος Αύγουστος».
(σ.35)
Ματαιώνεται ο χρόνος, ο Αύγουστος ματαιώνεται, όταν τελειώνει ο χρόνος της απολαβής των καρπών, όταν «το ρολόι μετράει τη ζωή σου», γιατί ο χρόνος σου τελειώνει και κουδουνίζει το ρολόι και ο αγαπημένος τής θυμίζει πως περιμένει:
[…] ένα πλοίο γερασμένο.
Είναι ώρα να φύγω.
Είναι ώρα να με αποχαιρετήσεις.
(σ.41)
Αλλάζουν οι εποχές, τη χαρά διαδέχεται η λύπη και το αντίθετο, αλλάζουν τα αισθήματα και τα συναισθήματα σαν τα καλοκαιριάτικα πουκάμισα της κάθε ιδρωμένης μέρας. Σιγά σιγά αλλάζουν όλα, λιγοστεύουν. Μένει η άδεια θέση, το κενό εκεί που ήταν κάποτε η παρούσα απουσία. Κι εκείνη συναισθάνεται τη μοναξιά της σαν χειμωνιάτικο κρύο, θυμάται τον άλλο καιρό και παρακαλεί:
[…] Έλα και φέρε πίσω αισθήσεις κι αρώματα
του γυμνού πόθου και του κίτρινου καλοκαιριού.
(σ.50)
[…] Ευλαβικά ακουμπώ τα χείλη μου στην απουσία σου.
Ευλαβικά και τούτα δεν κινούνται
και κάπως έτσι
μπαίνει και πάλι το κενό μέσα μου
σαν βασιλιάς σε κτήμα δικό του.
Και τότε, προσκυνώ τη μεγάλη σου φυγή,
προσεύχομαι σε σένα [...]
(σ.64)
Αλλάζουν οι εποχές, τη χαρά διαδέχεται η λύπη και το αντίθετο, αλλάζουν τα αισθήματα και τα συναισθήματα σαν τα καλοκαιριάτικα πουκάμισα της κάθε ιδρωμένης μέρας.
Μια ανάλαφρη θλίψη διαρρέει και τους στίχους της ενότητας που μπαίνει στη ζωή της ποιήτριας:
Στεφανωμένη άνοιξη
ελεύθερη από τα άλογα της σκέψης
και τις ρωγμές του ονείρου,
σέρνει σε άρμα πολύχρωμο δυο νέες αγάπες.
[…] Ζητιανεύουν μικρό το τίμημα της ψυχής.
Μα εγώ έχω πεθάνει κι επέστρεψα.
[…]
Τραγούδι έγινα πνοής
που ανεμίζει στις λευκές κουρτίνες.
[…] Λίγα άστρα, ένα ποτήρι σιωπής κι εγώ.
Στην υγειά μου, λοιπόν!
(σσ. 78, 79)
Η ζωή, με τις λύπες και με τις χαρές της, κάνει αιώνια τους κύκλους της, έχει τις εποχές και τα γυρίσματά της. Όλα γερνούν εκτός από την καρδιά του ανθρώπου και τα αισθήματα. Υπάρχει πάντα καιρός ν’ ανοίξει ένα παράθυρο στο φως, στη νέα ζωή που δεν γνωρίζει εποχές και δεν ενδιαφέρεται για τις εποχές. Όπως:
Δε μετανιώνει η άνοιξη για τα λουλούδια της.
Ήλιος ταΐζει το μονοπάτι της μέρας.
Η χαρά ξαπλωμένη ανάμεσα σε αρώματα
κι ονειρεμένους θανάτους στις μετόπες της νύχτας.
Χορέψαμε σε τόπους μαγεμένους
γυμνοί μέσα σε απόκοσμους ήχους.
Δεν μετανιώνω.
Γνωρίσαμε αυτό που έπρεπε να γίνουμε
– μια ματιά ίσια στο φως.
Μεγαλώσαμε.
Ξέρουμε πια τι σημαίνουν οι εποχές.
(σ.81)
Ποίηση γλυκιά και τρυφερή, πονεμένη, μια δακρυσμένη σιωπή διαχέεται παντού, από εποχή σε εποχή. Ποίηση γεμάτη αισθησιακή ομορφιά και απαλότητα και πανταχού παρούσα η απούσα παρουσία. Ωστόσο, η αισιοδοξία έρχεται με τη γνώση της αιώνιας φυγής και την επίγνωση της αναπότρεπτης παραδοχής και αποδοχής του μοιραίου, αλλά πάντα υπάρχει για παρηγορία:
[…] μια μικρή γωνία φως
για να χωρέσει κάπου η ματιά
στον ατέλειωτο ουρανό της προσμονής.
[…] Νιότη ανεμίζει στα ξανθά μαλλιά της άνοιξης,
Ανάσα μικρή προσμονής το καλοκαίρι.
Μια δόση από ήλιο η ψυχή
ν’ ανοίξει,
ν’ ανθίσει,
να γίνει η πατρίδα που επιστρέφει,
γλυκιά και ξένη.
(σ.85)
Η καρδιά και η ψυχή ακολουθεί τους δικούς της δρόμους. Ξέρει ν’ ανακαλύπτει τα κρυφά περάσματα, να ξεπερνάει τα δύσκολα και να δικαιολογεί την ύπαρξη. Η Ελένη Παπανδρέου με το μοναδικό της βιβλίο, με μια ποιητική πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση που καλύπτει τις τέσσερις εποχές του χρόνου και τις ηλικίες, που αντέχει σε πολλές αναγνώσεις και ερμηνείες, καταξιώνεται δικαιωματικά ως ποιήτρια μέσα από τη λυτρωτική υπόσταση της ποίησής της.
Μάταιος Αύγουστος
Ελένη Παπανδρέου
Ιωλκός
Η Ελένη Χωρεάνθη είναι συγγραφέας, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια.
Πηγή: https://diastixo.gr/