Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

ΜΑΚΑΡΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ!

 Του Χρήστου Χωμενίδη

Μέχρι πριν από δεκαπέντε -ίσως και δέκα- χρόνια, ένα από τα πρώτα που τσεκάραμε μόλις φτάναμε στον τόπο διακοπών μας ήταν πού πουλούσαν αθηναϊκές εφημερίδες. Εάν το "πρακτορείο τύπου" έπεφτε μακριά, κάποιος -εκ περιτροπής- αναλάμβανε να φέρνει τις σαββατιάτικες, τις κυριακάτικες, σε αρκετά αντίτυπα, ώστε ο καθείς στην παρέα, με τον καφέ, να ξεφυλλίζει τη δική του. Θα το έλεγες και εθισμό στην ενημέρωση.
Η περιβόητη ρήση του Ουμπέρτο Έκο, ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, διαψευδόταν πάντα πανηγυρικά. Πότε οι πυρκαγιές - από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, εκτεταμένες δασικές εκτάσεις απανθρακώνονταν κάθε καλοκαίρι. Πότε τα εξωφρενικά συμβάντα του αστυνομικού δελτίου – η μεγάλη ζέστη αποσυντονίζει ανθρώπους που ακροβατούν ψυχικά, τους βγάζει εκτός εαυτού, δεν θα ξεχάσω τον μάγειρα που περιφερόταν στα σοκάκια της Σαντορίνης κρατώντας στο χέρι το κεφάλι της γυναίκας του την οποίαν είχε ο ίδιος μόλις αποκεφαλίσει. Έχουμε ζήσει ασφαλώς και καλοκαίρια με πολιτικούς καύσωνες. Το 1974. Το 1989, το και "βρώμικο" αποκληθέν, λόγω της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού. Το 2015. Και καλοκαίρια γκαστρωμένα που γεννούσαν το φθινοπωράκι καινούργιες κυβερνήσεις. Καινούργιους έστω δημάρχους. 
Η πλειονότητα των πολιτών διεθνώς δεν αγοράζει πλέον εφημερίδες. Πληροφορείται τις ειδήσεις από το διαδίκτυο, σε απευθείας σχεδόν μετάδοση. Τα γεγονότα σχολιάζονται εν εξελίξει. Όποιος κάνει ή πάθει κάτι σοβαρό βρίσκεται ακαριαία περικυκλωμένος από ένα ψηφιακό πλήθος, να τον επευφημεί ή -συχνότερα- να τον λιθοβολεί και να τον "ακυρώνει". Δεν έχω πάψει να εκπλήσσομαι με τη διαθεσιμότητα τόσο πολλών ανθρώπων, οι οποίοι ενώ δηλώνουν άκρως πολυάσχολοι, ενώ κοκορεύονται για την επιβαρυμένη πλην συναρπαστική τους καθημερινότητα, καραδοκούν ανά πάσα στιγμή της ημέρας και της νύχτας για να εκφράσουν την άποψή τους επί παντός του επιστητού στα social media. Και βεβαίως για να κοκορομαχήσουν. 
Φέτος το καλοκαίρι ζούμε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Οι κάλπες της 25ης Ιουνίου σφράγισαν την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ, που με την παραίτηση Τσίπρα εισήλθε σε μια φάση περιδίνησης, κραδασμών, υπαρξιακής αγωνίας, η οποία μακάρι να τελειώσει με την ανάδειξη νέας ηγεσίας. Ή με τον υποσκελισμό του από το ΠΑΣΟΚ. 
Στο μεταξύ τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους; Ποιοι θα τσακώνονται με ποιους και με ποιο ακριβώς διακύβευμα; Πώς θα αμφισβητούν οι αναλυτές και οι ψηφιακοί καφενειορήτορες μια τόσο νωπή και τόσο κατηγορηματική ετυμηγορία του εκλογικού σώματος; Διακηρύσσοντας ότι ο ελληνικός λαός εξαπατήθηκε τέσσερις συναπτές φορές, δύο το 2019 και δύο το 2023, έχοντας μάλιστα βιώσει στο ενδιάμεσο μια πλήρη θητεία της Νέας Δημοκρατίας; Ισχυριζόμενοι ότι κατά τη δεύτερή της τετραετία η κυβέρνηση θα φανερώσει το αληθινό, αποκρουστικό της πρόσωπο; Δεν έχουμε, προς το παρόν, τέτοιες ενδείξεις. Τα μελανότερα σημεία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη (μελανότερο όσων ήρθαν στο φως, κατά τη γνώμη μου, οι υποκλοπές) κρίθηκαν και -καλώς ή κακώς- συγχωρέθηκαν από τους ψηφοφόρους. Η φύση ωστόσο δεν παραδέχεται κενά. Και ο Έλληνας -αψίκορος, συγκρουσιακός εκ φύσεως- δεν αντέχει σε στάση αναμονής. Ζει για να εκρήγνυται. Σηκώνει εν ανάγκη τρικυμία σε ποτήρι. Κάνει την τρίχα τριχιά. 
Ανθολογώ ό,τι μας τάραξε, ό,τι μας ψιλοδίχασε κατά τις έξι μετεκλογικές εβδομάδες. 
Μια νεαρή κυρία με θορυβώδη διαδικτυακή παρουσία προσέβαλε -λέει- βαρύτατα τον Σταύρο Ξαρχάκο. Τόλμησε να ισχυριστεί πως δεν τον γνώριζε ως μεγάλο συνθέτη. Νόμιζε μάλιστα ότι η μπαγκέτα του ήταν μυγοσκοτώστρα. "Φρίξον ήλιε!" διέρρηξαν τα ιμάτιά τους πολλοί και διάφοροι, για την καλλιέργεια των οποίων δικαιούμαστε να αμφιβάλλουμε. Έριξαν στο πυρ το εξώτερον τη δόλια influencer "Σούπερ Κική" – "πώς τόλμησε το παλιοκόριτσο; σε ποιόν κόσμο ζούμε; τι νεολαία είναι ετούτη που δεν σέβεται τα ζωντανά μνημεία του πολιτισμού μας;" Είμαι πλέον ή βέβαιος ότι ο ίδιος ο Ξαρχάκος, εάν τυχόν πληροφορήθηκε το έγκλημα της "Σούπερ Κικής", θα χαμογέλασε με απόλυτη συγκατάβαση, σχεδόν με τρυφερότητα...
Οι ίδιοι -ή παρόμοιοι- φύλακες των χρηστών ηθών και της υπερπολύτιμης κληρονομιάς μας, είχαν εξεγερθεί προ μηνός εναντίον της Λένας Κιτσοπούλου, η οποία είχε δηώσει, υποστήριζαν, τον ιερό χώρο της Επιδαύρου. Ελλείψει άλλων ειδήσεων, η Κιτσοπουλιάς διήρκεσε σχεδόν ένα δεκαπενθήμερο. Το μέγιστο ποσοστό όσων τοποθετήθηκαν παθιασμένα δεν είχαν -εννοείται- παρακολουθήσει την παράσταση. Έπιασε έπειτα φωτιά η Ρόδος και γυρίσαμε σελίδα. 
Kαι τα πιο σοβαρά -και τα τραγικότερα ακόμα- γεγονότα, ο δημόσιος διάλογος κατορθώνει συχνά να τα ευτελίζει. Πασπαλίζοντάς τα, για παράδειγμα, με Πατουλόσκονη. Επικεντρώνοντας σε άνευ σημασίας πτυχές και λεπτομέρειες. 
Επέδραμε η κροάτικη συμμορία στη Νέα Φιλαδέλφεια και δολοφόνησε έναν άνθρωπο. Το γεγονός μας άφησε καταρχάς άφωνους. Η φρίκη δεν χωράει σε λέξεις. Θα όφειλε έπειτα σύσσωμη η κοινή γνώμη να επικεντρωθεί στο αμείλικτο ερώτημα: πώς πέρασαν οι αλήτες ανενόχλητοι τα σύνορα και έφτασαν μέχρι το κέντρο της Αθήνας; Γιατί ολιγώρησε σε τέτοιο βαθμό η αστυνομία; Ερευνάται αρμοδίως το ζήτημα, εξονυχιστικά όπως τού πρέπει; Ή κουκουλώνεται ήδη εντέχνως ώσπου να ξεχαστεί; Τελεία και παύλα. 
Έχει ξεσπάσει αντ’αυτού δριμεία διαφωνία για το εάν οι συγκεκριμένοι χούλιγκαν είναι ή όχι νεοναζί. Σάμπως τυχόν συνειδητή τους ένταξη σε μια ειδεχθή ιδεολογία αλλάζει κάτι. Ξέρετε τι αλλάζει μόνο; Γυρεύουν οι μεν πάτημα για να πολιτικοποιήσουν το έγκλημα και να τονίσουν -λες και δεν το ξέρουμε- ότι ο ναζισμός αποτελεί τη σκωληκοειδή απόφυση της άκρας δεξιάς. Οπότε οι δε θα τους υπενθυμίσουν ότι και η άκρα αριστερά βαρύνεται με αίσχη και θα καταλήξουν να ξεμαλλιάζονται -παλιά τους τέχνη κόσκινο- για το Άουσβιτς και το Γκούλαγκ, τον Μελιγαλά και τους Χίτες, τον Παύλο Φύσσα και τους νεκρούς της Μαρφίν…
Ο καιρός περνάει με τους καβγάδες. Και οι καβγάδες περνούν με τον καιρό. Μακάρι ο καιρός να περνούσε με τον έρωτα.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Πηγή: https://www.capital.gr/