Χθες στη Ζάκυνθο, προχθές στο Ρέθυμνο, σήμερα στο Περιστέρι, αύριο στη Λάρισα. Οι γυναικοκτονίες είναι πια κομμάτι της ελληνικής ρουτίνας και η ιστορίες φρίκης είναι κάθε φορά διαφορετικές αλλά και πολύ ίδιες: Μια γυναίκα αποφασίζει να χωρίσει και επειδή ο σύντροφός της τη θεωρεί κτήμα του προτιμά να την σκοτώσει παρά να την αφήσει να φύγει.
Οι γύρω πέφτουν από τα σύννεφα: Δεν είχαν δώσει δικαιώματα, ποιος το περίμενε;, είχαν κάτι καβγαδάκια αλλά πού να πάει το μυαλό μας στο κακό...
Ο δολοφόνος της διπλανής πόρτας δεν είναι σεσημασμένος κακοποιός, δεν έχει ποινικό βιογραφικό ούτε είναι κοινωνικά απομονωμένος λόγω βιαιότητας.
Και το θύμα δεν έχει βρει ποτέ βοήθεια ακόμη και όταν έχει καταγγείλει κακοποίηση, ακόμη και όταν οι συγγενείς της ήξεραν ότι φοβάται στο σπίτι.
Το συμπέρασμα είναι ίδιο πάντα: Δεν υπάρχει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών για να βρουν διέξοδο γυναίκες που ζουν σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας ή που απειλούνται όταν θέλουν να χωρίσουν.
Δεν υπάρχουν εκπαιδευμένες αστυνομικές και δικαστικές αρχές, για να υποδέχονται τα αιτήματα, δεν υπάρχει νομική καθοδήγηση, ψυχολογική στήριξη και δυνατότητα φιλοξενίας, με ένα κοινοτικό δίκτυο υπηρεσιών άμεσα και δωρεάν προσβάσιμο.
Μια γυναίκα που ζει τρομαγμένη σε έναν γάμο αφόρητο ή σε μια σχέση νοσηρή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάρει τηλέφωνο στη γραμμή υποστήριξης και να καταφύγει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της όπου μάλλον δεν θα βρει ανταπόκριση, τουλάχιστον όχι όσο γρήγορα απαιτείται.
Τα πράγματα είναι απλά όσο και τραγικά: Αν δεν αντιμετωπιστούν οι γυναικοκτονίες σαν κοινωνική μάστιγα και δεν διαμορφωθεί ένα εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, ξεκινώντας από την αλλαγή νοοτροπίας, δηλαδή από τα σχολεία, θα συνεχίσουμε να μετράμε γυναικοκτονίες και να ακούμε φωνές απόγνωσης από το διπλανό διαμέρισμα.
Πίεση από την κοινωνία των πολιτών υπάρχει. Πολιτική βούληση δεν φαίνεται να υπάρχει.
Πηγή: https://m.tvxs.gr/