… Απεσταλμένος του Δία ο Ερμής έφτασε στη Θήβα, όπου ανατρεφόταν ο Ηρακλής όταν ήταν νέος, του είπε ποιος είναι και από ποιον στάλθηκε, και τον πήρε και τον οδήγησε σε έναν μυστικό και απάτητο από ανθρώπους δρόμο, έως ότου έφτασε σε μια κορφή βουνού περίβλεπτη και πολύ ψηλή, τρομερά απότομη από την εξωτερική μεριά, με κάθετους γκρεμούς και βαθύ φαράγγι ποταμού που έτρεχε κυκλικά και έκανε πολύ θόρυβο και βουητό, ώστε σε όσους την έβλεπαν από κάτω να φαίνεται μία η κορφή από πάνω, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δύο με μια ρίζα, και μάλιστα απείχαν πολύ μεταξύ τους. Από αυτές η μία αποκαλείτο βασιλική κορφή, αφιερωμένη στον βασιλιά Δία, και η άλλη τυραννική, έχοντας λάβει την ονομασία της από τον Τυφώνα”. Απέξω είχαν δύο δρόμους προς τον εαυτό τους, η βασιλική ασφαλή και πλατύ, ώστε κάποιος επιβαίνοντας σε άρμα να μπαίνει από αυτόν ακίνδυνα και απρόσκοπτα, η άλλη είχε στενό, με στροφές και ανώμαλο, ώστε οι περισσότεροι που τον δοκίμασαν να πέσουν στους γκρεμούς και στο ρέμα, επειδή, πιστεύω, πήγαιναν αντίθετα με το δίκιο. Φαίνονται λοιπόν, όπως έλεγα, στους περισσότερους, επειδή κοιτάζουν από μακριά, και οι δύο μία και σχεδόν ενωμένες, όμως η βασιλική κορυφή υπερέχει τόσο, ώστε εκείνη βρίσκεται υπεράνω των νεφών, στον καθαρό και αίθριο αέρα, ενώ η άλλη βρίσκεται πολύ πιο κάτω, κυρίως γύρω από τους όγκους των νεφών, σκοτεινή και ομιχλώδης.
Οδηγώντας τον, λοιπόν, εκεί ο Ερμής του έδειξε τη φύση της τοποθεσίας. Και επειδή ο Ηρακλής, μιας και ήταν νέος και φιλόδοξος, ήθελε να δει τα εντός, “λοιπόν ακολούθησέ με”, του λέει, “ για να δεις ξεκάθαρα και τη διαφορά των υπολοίπων, που περνούν απαρατήρητα από τους ανόητους”. Του έδειχνε, λοιπόν, πρώτα πάνω στη μεγαλύτερη κορφή καθισμένη σε λαμπρό θρόνο μια γυναίκα ευπαρουσίαστη και μεγαλόσωμη, ντυμένη με άσπρη ενδυμασία, κρατώντας σκήπτρο όχι χρυσό ούτε ασημένιο, αλλά από άλλη ουσία καθαρή και λαμπερότερη, όπως κυρίως ζωγραφίζουν την Ήρα το πρόσωπό της ήταν χαρούμενο και ταυτόχρονα επιβλητικό, ώστε όλοι οι ενάρετοι να την κοιτάζουν με θάρρος, αλλά κανείς κακός να μην μπορεί να την αντικρίσει, όχι περισσότερο απ’ όσο ο αδύνατος στα μάτια μπορεί να κοιτάξει προς τον δίσκο του ηλίου το παρουσιαστικό της ήταν σταθερό και αμετάβλητο στην όψη και το βλέμμα της αδιατάρακτο· βαθιά σιωπή και αθόρυβη ησυχία διακατείχε τον τόπο. Όλα ήταν γεμάτα με άφθονους καρπούς και ζώα από κάθε είδος υπήρχε εκεί σωρευμένο άπλετο χρυσάφι και ασήμι και χαλκός και σίδηρος. Ωστόσο εκείνη δεν έδινε καμία σημασία στο χρυσάφι ούτε ευχαριστιόταν με αυτό, αλλά περισσότερο με τους καρπούς και τα ζώα.
Ο Ηρακλής λοιπόν, μόλις την είδε, ντράπηκε και κοκκίνισε, αποδίδοντας τιμή και σεβασμό σαν καλό παιδί στην ευγενή μητέρα. Και ρώτησε τον Ερμή ποια θεά είναι εκείνος είπε: “Αυτή είναι η μακάρια θεά Βασιλεία, παιδί του βασιλιά Δία”. Ο Ηρακλής χάρηκε και πήρε θάρρος μαζί της. Και πάλι ρώτησε για τις γυναίκες που ήταν μαζί της. “Ποιες είναι;” είπε· “γιατί είναι κόσμιες, μεγαλοπρεπείς και αρρενωπές”. “Τούτη εδώ”, του απάντησε, “που κοιτάει αυστηρά και ήρεμα, καθισμένη από τα δεξιά, είναι η Δικαιοσύνη, η οποία λάμπει με πάμπολλη και εκτυφλωτική ομορφιά. Πλάι της η Ευνομία, πολύ όμοια και λίγο διαφορετική στην εμφάνιση. Από την άλλη μεριά μια γυναίκα πολύ ωραία, ντυμένη με χάρη, χαμογελώντας γαλήνια: Ειρήνη την αποκαλούν και τούτος ο ισχυρός άντρας που έχει σταθεί κοντά στη Βασιλεία, κοντά στο ίδιο το σκήπτρο και μπροστά, ασπρομάλλης και υπερήφανος, αυτός λοιπόν αποκαλείται Νόμος, ενώ ο ίδιος έχει κληθεί και Ορθός Λόγος, σύμβουλος και συμπαραστάτης, χωρίς τον οποίο δεν επιτρέπεται σε εκείνες να πράξουν ή να διανοηθούν τίποτε”.
Ακούγοντας, λοιπόν, και βλέποντας αυτά, χαιρόταν και είχε στραμμένη την προσοχή του, για να μην τα ξεχάσει ποτέ. Αφού κατέβηκαν από εκεί και έφτασαν στην τυραννική είσοδο, είπε: “Εδώ δες και την άλλη, που πολλοί την αγαπούν και για την οποία μπαίνουν σε πολλούς και κάθε λογής μπελάδες, φονεύοντας οι ταλαίπωροι, συνωμοτώντας πολλές φορές τα παιδιά εναντίον των γονιών τους και οι γονείς εναντίον των παιδιών τους και τα αδέρφια εναντίον των αδερφών τους, ποθώντας και μακαρίζοντας το μεγαλύτερο κακό, την εξουσία με αμυαλιά””. Πρώτα λοιπόν του έδειχνε την είσοδο, πώς φαινόταν προφανώς μία, και αυτή σχεδόν όπως προηγουμένως είπα, επικίνδυνη, που οδηγούσε στον ίδιο τον γκρεμό, ενώ υπήρχαν πολλές κρυφές και αόρατες διαβάσεις, και όλος ο τόπος τριγύρω ήταν υπόγεια σκαμμένος και διορυγμένος κάτω από τον ίδιο, πιστεύω, τον θρόνο, ενώ όλοι οι παράδρομοι και τα μονοπάτια ήταν πασαλειμμένα με αίμα και γεμάτα νεκρούς. Δεν τον οδήγησε σε κανένα από αυτά, αλλά από τον εξωτερικό δρόμο, που ήταν καθαρότερος, επειδή επρόκειτο πιστεύω, να είναι μόνο θεατής.
Μόλις μπήκαν, βρίσκουν την Τυραννία να κάθεται ψηλά επίτηδες, καθώς προσποιόταν και προσπαθούσε να εξομοιώσει τον εαυτό της με τη Βασιλεία, σε πολύ, όπως νόμιζε, υψηλότερο και καλύτερο θρόνο, ο οποίος είχε χιλιάδες άλλες ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν στολισμένος με ένθετη διακόσμηση από χρυσό, ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρι, έβενο και υλικά κάθε λογής χρωμάτων. Στη βάση ο θρόνος δεν ήταν ασφαλής ούτε στερεωμένος, αλλά κουνιόταν και έγερνε. Και τίποτα άλλο δεν ήταν βαλμένο με τάξη, αλλά όλα με σκοπό τη ματαιοδοξία, την αλαζονεία και την ξιπασιά, πολλά σκήπτρα, πολλές τιάρες και διαδήματα” στο κεφάλι. Προσπαθώντας, λοιπόν, να μιμηθεί το ήθος εκείνης, αντί για το προσφιλές χαμόγελο σάρκαζε ταπεινά και ύπουλα, και αντί για το σεβάσμιο βλέμμα κοίταζε σκυθρωπά και άγρια. Για να φαίνεται μεγαλόπρεπη, δεν κοίταζε όσους πλησίαζαν, αλλά τους περιφρονούσε και τους ατίμαζε. Από αυτό ήταν μισητή σε όλους, και υποπτευόταν τους πάντες. Όσο καθόταν, δεν μπορούσε να μείνει ατάραχη, αλλά κοίταζε συνεχώς τριγύρω και αναπηδούσε πολλές φορές από τον θρόνο. Φυλούσε το χρυσάφι πρόστυχα στην αγκαλιά της, και πάλι τρομαγμένη το πετούσε όλο μεμιάς, κι έπειτα αμέσως άρπαζε ό,τι είχε κανείς απ’ όσους ήταν κοντά της, και το παραμικρό. Η ενδυμασία της ήταν ποικιλόχρωμη, αλλού πορφυρή, αλλού καφετιά, αλλού κρόκινη κάποια από τα πέπλα της φαίνονταν λευκά και η περιβολή της ήταν σχισμένη σε πολλά σημεία. Άλλαζε όλων των ειδών τα χρώματα, καθώς φοβόταν και αγωνιούσε και υποπτευόταν και οργιζόταν, άλλοτε ήταν ταπεινή από τη λύπη, και άλλοτε φαινόταν ενθουσιασμένη από τη χαρά, άλλοτε με το πρόσωπό της γελούσε πολύ πρόστυχα, και πάλι αμέσως θρηνούσε. Υπήρχε γύρω της και μια ομήγυρη γυναικών σε τίποτα όμοιων με εκείνες που έλεγα ότι υπάρχουν γύρω από τη Βασιλεία, αλλά η Ωμότητα, η Ξιπασιά, η Ανομία και η Διχόνοια, που όλες τη διέφθειραν και την κατέστρεφαν με τον χειρότερο τρόπο. Αντί για τη Φιλία ήταν δίπλα της η Κολακεία, δουλοπρεπής και ανελεύθερη, η οποία δεν την επιβουλευόταν λιγότερο από καμιά τους, αλλά περισσότερο απ’ όλες ζητούσε να την καταστρέψει.
Μόλις είχε παρατηρήσει αρκετά και αυτά, ο Ερμής τον ρώτησε ποια από τα δύο πράγματα του αρέσουν και ποια από τις δύο γυναίκες. “Μα, την άλλη”, είπε, “τη θαυμάζω και την αγαπώ και μου φαίνεται ότι είναι πραγματικά θεά, αξιοζήλευτη και αξιομακάριστη τούτη τη δεύτερη εγώ τουλάχιστον τη θεωρώ εντελώς μισητή και μικρή, ώστε με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα την γκρέμιζα από τούτο το βράχο και θα την εξαφάνιζα”. Αυτά, λοιπόν, επαίνεσε ο Ερμής και τα είπε στον Δία. Κι εκείνος του επέτρεψε να βασιλεύει σε όλο το γένος των ανθρώπων, με την ιδέα ότι είναι ικανός. Έτσι, όπου έβλεπε τυραννία και τύραννο, τον τιμωρούσε και τον σκότωνε, τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και μεταξύ των βαρβάρων όπου όμως έβλεπε βασιλεία και βασιλιά, τον τιμούσε και τον προστάτευε».
Και γι’ αυτό έλεγε ότι είναι σωτήρας της γης και των ανθρώπων, όχι επειδή τους προστάτευε από τα θηρία – γιατί πόσο θα μπορούσε να τους βλάψει ένα λιοντάρι ή αγριογούρουνο; – αλλά επειδή τιμωρούσε τους ανήμερους και κακούς ανθρώπους και κατέλυε και αφαιρούσε την εξουσία των υπεροπτικών τυράννων. Και τώρα ακόμη αυτό κάνει…
ΔΙΩΝ
ΑΠΑΝΤΑ
Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/32017847341523942/
Πηγή: https://www.lecturesbureau.gr/