ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
“ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ”
(1956, γραμμενο στη Μακρόνησο το 1950)
Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
(.....)
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
(1956, γραμμενο στη Μακρόνησο το 1950)
Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
(.....)
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
(.......)
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Snip20131225_16Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Snip20131225_16Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι
Πηγή: http://dioti.gr/