Αναδημοσίευση από το προσωπικό Facebook του Κυριάκου Δοσαρά
Σήκωσε στα χέρια του
την ίδια την μοναξιά του.
Του φάνηκε ασήκωτη
όπως καταντούν τα όνειρα όταν παλιώνουν
δύστροπη, εκδικητική, ανελέητη.
Μα ταυτόχρονα
τόσο ευάλωτη κι αδύναμη.
Σαν τα φύλλα των δέντρων
όταν κοιτούν κατάματα το φθινόπωρο.
Δεν ήθελε να την αφήσει σ ' αυτή την κατάσταση.
Στην δική της μοναξιά, να τραβήξει κι εκείνη τα ίδια.
Την λυπόταν και την αγαπούσε ταυτόχρονα
πόσα πρωινά και πόσα ξενύχτια μαζί της.
Οι δυό τους.
Απελπιστικά οι δυό τους.
Να μοιράζονται το ίδιο μαξιλάρι
να πνίγονται στο ίδιο χνώτο.
Την πονούσε
καθώς την έβλεπε κι εκείνη να πονά.
Κίνησε να της τραγουδά με στίχους.
Μαλάκωσε κάπως.
~Κυριάκος Δοσαράς
την ίδια την μοναξιά του.
Του φάνηκε ασήκωτη
όπως καταντούν τα όνειρα όταν παλιώνουν
δύστροπη, εκδικητική, ανελέητη.
Μα ταυτόχρονα
τόσο ευάλωτη κι αδύναμη.
Σαν τα φύλλα των δέντρων
όταν κοιτούν κατάματα το φθινόπωρο.
Δεν ήθελε να την αφήσει σ ' αυτή την κατάσταση.
Στην δική της μοναξιά, να τραβήξει κι εκείνη τα ίδια.
Την λυπόταν και την αγαπούσε ταυτόχρονα
πόσα πρωινά και πόσα ξενύχτια μαζί της.
Οι δυό τους.
Απελπιστικά οι δυό τους.
Να μοιράζονται το ίδιο μαξιλάρι
να πνίγονται στο ίδιο χνώτο.
Την πονούσε
καθώς την έβλεπε κι εκείνη να πονά.
Κίνησε να της τραγουδά με στίχους.
Μαλάκωσε κάπως.
~Κυριάκος Δοσαράς