Οι εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες της Πρωτομαγιάς αποτέλεσαν διαχρονικά πηγή έμπνευσης για τους ποιητές μας, ιδίως για εκείνους, οι οποίοι είχαν ενστερνιστεί την αριστερή ιδεολογία. Οι ματωμένες Πρωτομαγιές του 1936 (Θεσσαλονίκη) και του 1944 (Σκοπευτήριο Καισαριανής) ήταν σταθμοί όχι μόνο για το εργατικό κίνημα αλλά και για την νεοελληνική ποίηση.
Ο πρώτος νεκρός τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη ήταν ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι που συμμετείχε στην παλλαϊκή απεργία των Θεσσαλονικιών εργατών. Η τότε νεοδιορισμένη κυβέρνηση Μεταξά διέταξε τη χωροφυλακή να πατάξει με κάθε μέσο τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα τον θάνατο 12 εργατών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Μάη. Από το φωτορεπορτάζ της εποχής προέκυψε η φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνεί τον νεκρό της γιο καταμεσής του δρόμου.
Αυτή την εικόνα είδε ο Γιάννης Ρίτσος και μας έδωσε αμέσως μετά το περιστατικό, την ποιητική του συλλογή «Επιτάφιος». Η φωτογραφία έκανε τον γύρο της υφηλίου κάνοντας τους ξένους να παραλληλίζουν τον λαϊκό αγώνα στη Θεσσαλονίκη με τα γεγονότα στην Ισπανία του Φράνκο. Το βιβλίο του Ρίτσου λίγο έλειψε να γίνει μπεστ σέλερ, πράγμα σπάνιο για ποιητικές συλλογές γι’ αυτό η κυβέρνηση Μεταξά το καίει για παραδειγματισμό το 1938 μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ο Γιάννης Ρίτσος καταφέρνει να το επανεκδώσει το 1958 και να στείλει ένα αντίγραφό του στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα μελοποιεί 8 αποσπάσματά του.
Απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου 1936
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
“Πρωτομαγιά 1943″ Κώστας Βάρναλης (Μάλλον το σωστό είναι Πρωτομαγιά 1944)
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι.
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, με μάνα εσύ κι εκείνος.
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου, το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αυτήν επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος.
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές, οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, δυο, ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μον' ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος. ( …)
Την Πρωτομαγιά του ’44, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.
«Πρωτομαγιά 1944» Ηλίας Σιμόπουλος.
“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…
Νίκος Γκάτσος
την ποιητική συλλογή του Ξένα (2001)
Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.
Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του `χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
Πρώτη Μαΐου Μάνος Λοϊζος
Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα
κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί.
Πηγή: https://m.tvxs.gr/