τ. Αν. Καθηγητής Λαογραφίας
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ, Ο αντάρτης στον τοίχο, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2023, σσ. 237.
Ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης είναι μια πολύπλευρη προσωπικότητα, με σεμνότητα και ήθος. Άξιος δάσκαλος επί πολλά χρόνια, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, λογοτέχνης, με δυναμική παρουσία και στον χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας, συγγραφέας μελετών και βιβλίων και Πρόεδρος επί δεκαετία της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων.
Η συμβολή του στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της Κορινθίας λίαν αξιόλογη. Σημειώνω εδώ τα τρία τελευταία του μυθιστορήματα: Φεύγω ξένη (ιστορικό μυθιστόρημα, 2016), ΟΡΧΑΝ-Στην αυλή των Παλαιολόγων, 2019) και Κρινολίνο και γιαταγάνι, ιστορικό μυθιστόρημα με αφορμή τα 200 χρόνια από 1821, με αναφορά στο φιλελληνικό κίνημα και σε άγνωστες πτυχές των διπλωματικών διεργασιών. Τέσσερα μυθιστορήματά του έχουν τιμηθεί με πανελλήνια βραβεία.
Σε όλη την πλούσια συγγραφική παραγωγή του έρχεται να προστεθεί το νέο του μυθιστόρημα Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, με την αμφισημία του τίτλου του. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο ο συγγρ. μάς εξιστορεί μια ενδιαφέρουσα εικοσαετία. Από τη στιγμή της γέννησής του (1951) μέχρι την επιτυχία του στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία το 1969, με πανελλήνια πρωτιά.
Η εξήγηση του τίτλου δίνεται στη σελ. 29. Εκεί διαβάζουμε ότι πρόκειται για μια φωτογραφία του θείου τού συγγραφέα και αδελφού της μητέρας του, του Τάκη, που οι ΕΛΑσίτες πήραν με το ζόρι στα Δεκεμβριανά μαζί με άλλους νέους του χωριού. Το παιδί τελικά χάθηκε, ενώ άλλα γύρισαν. Ποτέ δεν έμαθαν τίποτα για την τύχη του. Και συμπληρώνει ο Συγγραφέας « Η μάνα μου έκλεισε στην καρδιά της τη μορφή του και τον έκλαψε βουβά. Ήταν ο αγαπημένος και ο μόνος αδελφός της. Τον είχε κανακέψει από μωρό. Της έμεινε η φωτογραφία του. Την είχε βγάλει ένας φωτογράφος του ΕΛΑΣ μέσα στον ενθουσιασμό της επιστράτευσης. Την κορνιζάρισε μεγεθυμένη και την κρέμασε στον τοίχο λίγο πριν από τον γάμο της με τον πατέρα μου». Έτσι εξηγείται ότι ο αντάρτης Τάκης ήταν στον τοίχο! Δεν αποκλείεται να ήταν κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο και έτσι να του τερμάτισαν τη ζωή.
Το βιβλίο αυτό παρά τα στοιχεία μυθοπλασίας, στην ουσία είναι μια εξιστόρηση της οικογενειακής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και εκπαιδευτικής κατάστασης στην Αρχαία Κόρινθο στην εν λόγω εικοσαετία, με γενικότερη πανελλήνια αναφορά σε μερικές περιπτώσεις. Το λαογραφικό στοιχείο πλεονάζει στο μυθιστόρημα αυτό και η συγκέντρωση και ταξινόμησή του θα μπορούσε να είναι θέμα μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η εξιστόρηση της σχολικής ζωής, με πλούσιο υλικό για τη Σχολική Λαογραφία.
Διαβάζοντας το βιβλίο, μέσα από τον άμεσο, κουβεντιαστό, γλαφυρό και συχνά λυρικό λόγο του συγγραφέα, ταυτιζόμαστε και εμείς με εκείνον και με τις δύσκολες συνθήκες, που όλοι σχεδόν της ηλικίας μας ζούσαμε στα χωριά μας. Κάποιες φορές μάλιστα νομίζουμε ότι ο συγγραφέας αντιγράφει από τις σελίδες των δικών μας παιδικών χρόνων. Ένα σωρό ήθη και έθιμα και πρακτικές του καθημερινού βίου, που αναφέρονται στο βιβλίο, ανακαλούν στη μνήμη μας όμοια δικά μας. Η περιγραφή του σπιτιού, π.χ. θυμίζει και τα δικά μας σπίτια:
«Μπαίνοντας στην αυλή μας, δίπλα στην αυλόπορτα, στα δυτικά, ήταν ο φούρνος και μετά το πλυσταριό με την ξύλινη σκάφη. Κοντά της ήταν η γωνιά για το άναμμα του καζανιού και παραδίπλα η παραστιά για τα έξω μαγειρέματα, το «μαγερειό μας. Όλα γύρω ήσαν μαυρισμένα απ’ την καπνίλα, και στο δάπεδο πατούσες πάντα σε χυμένα απόνερα».
Ο συγγραφέας είναι αφηγητής αλλά και δρών πρόσωπο. Τον παρακολουθούμε καθώς περιγράφει τον αγώνα και την αγωνία της οικογένειάς του για επιβίωση και τις ποικίλες αγροτικές εργασίες της, το πότισμα, τον τρύγο και τον θερισμό. Βλέπουμε ακόμα περιγραφές για το μεγάλο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων και τις αποκριάτικες εκδηλώσεις κ.ά. Παρακολουθούμε τον ίδιο να βγαίνει σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο γειτονικό, στο σχολικό και στο ευρύτερο του χωριού και αργότερα το αστικό, με τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο Κορίνθου.
Τον συντροφεύουμε με τους συμμαθητές του στο σχολείο, στα παιχνίδια τους με τα πατίνια και τα στεφάνια καθώς τα κυλάνε με τη βοήθεια κατάλληλης σιδερένιας βέργας, στο κρυφτό, στο κουτσό, το εφτάστερο, τις αμάδες, κ.ά.
Επίσης, στις αλάνες καθώς παίζουν κυνηγητό και ποδόσφαιρο και φτιάνουν λάστιχα, για να κυνηγάνε τα πουλιά, αλλά βλέπουμε και τα μέσα λαϊκής ιατρικής για το τσίμπημα της τσουκνίδας, για το «κακό σπυρί», για τις ιώσεις, για το τσίμπημα του σκορπιού. Γίνεται λόγος ακόμα και για τον πλανόδιο Οδοντογιατρό.
Φυσικά, δεν λείπουν οι δύσκολες στιγμές στο σχολείο με τον αυταρχικό δάσκαλο και το ξύλο στους μαθητές, την ανάγκη για καθαριότητα, με υποχρέωση των μαθητών να έχουν μαντήλια κ.ά. Όμοια ήταν και η δική μας υποχρέωση κάθε Δευτέρα στο Σχολείο: Τα «νύχια και μαντήλια» μάς είχαν γίνει εφιάλτης. Όμως παράλληλα υπήρχε και η δίψα για τον Μικρό ήρωα, τον Μικρό Σερίφη, τα Διαπλανητικά Εικονογραφημένα και τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Επίσης, δίνονται πολλές λεπτομέρειες από τη γυμνασιακή ζωή του συγγραφέα και στη συνέχεια τη στρατιωτική.
Κοντά σε όλα αυτά ο αφηγητής μας μιλάει για το τεράστιο θέμα της μετανάστευσης, αλλά και για τα νέα δημιουργήματα της τεχνολογίας και του πολιτισμού, το ηλεκτρικό ρεύμα, με ό,τι σήμαινε αυτό, την ύδρευση, τον ασφαλτόδρομο, το πρώτο αυτοκίνητο στο χωριό, το πρώτο τρακτέρ, τις αλωνιστικές μηχανές, τον κινηματογράφο, κοντά στο παραδοσιακό θέατρο σκιών, τον Καραγκιόζη κ.ά. Φυσικά, και η χούντα του 1967 περνά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Οι συχνοί διάλογοι ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα του βιβλίου δίνουν ζωντάνια και παραστατικότητα.
Το βιβλίο αυτό του Γιάννη Μπάρτζη είναι, όπως αναφέρθηκε, ένα κομμάτι και της δικής μας ζωής στα χωριά μας την ίδια εποχή, όσων είναι περίπου συνομήλικοί του. Χαίρεται να το διαβάζει κανείς και θυμάται εικόνες και από τη δική του παιδική ζωή. Όμως το βιβλίο αξίζει να το διαβάσουν και οι νεότερες γενιές, που λίγο πολύ έζησαν με καλύτερες συνθήκες, γιατί θα χαρούν ένα ωραίο κείμενο γραμμένο σε σωστά ελληνικά και ευχάριστο και γλαφυρό λόγο, θα επικοινωνήσουν με τη ζωή των ανθρώπων εκείνης της δύσκολης εικοσαετίας και θα αντλήσουν ωφέλημα συμπεράσματα για το παρόν.
Συγχαίρουμε τον Γιάννη Δ. Μπάρτζη για το νέο του μυθιστόρημα και ευχόμαστε να είναι «καλοτάξιδο»!