ντουφέκια κλέφτικα ελασίτικα κρέμονται στα κλαδιά του τραγουδιού σου…”
Κατιούσα
Ο Βασίλης Ρώτας, γεννήθηκε στις 5 του Μάη 1889 και έφυγε από τη ζωή στις 30 του Μάη 1977. Εκτός από σπουδαίος ποιητής, διηγηματογράφος, δραματουργός, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής (αποτελούν σημεία αναφοράς οι εξαιρετικές μεταφράσεις του των έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ενώ τεράστια επίσης υπήρξε η προσφορά του στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων κλασικών), ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε ένας στρατευμένος αγωνιστής που υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του λαού.
Ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος έγραψε δυο ποιήματα για τον αλησμόνητο «μπαρμπα-Βασίλη». Το πρώτο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, στις 5 του Ιούνη 1977, ενώ το δεύτερο γράφτηκε τη μέρα που ο Βασίλης Ρώτας έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Και τα δυο περιλαμβάνονται στο τόμο «Συντροφικά τραγούδια» με ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
ΣΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ ΒΑΣΙΛΗ
Στον Βασίλη ΡΩΤΑ
Μπαρμπα-Βασίλη
ήσουν το γνήσιο τέκνο του λαού
ήσουνα ο ίδιος ο λαός
ήσουν μεγάλος
δε σε χωρούσε τούτος ο καιρός.
Αύριο θα μιλήσει η Ιστορία
αύριο θα μιλήσει δίκαια ο Λαός
όπως θα στέκεις όρθιος
δίπλα στο Βάρναλη και στον Αύγέρη
τριάδα ομοούσιος
άγρυπνοι πάντοτε κι οι τρεις
στο λαϊκό σας πόστο
πάντα κι οι τρεις παρόντες
στεφανωμένοι με άγρια δάφνη
και βουνίσιο θυμάρι
από τα χέρια της Ελευθερίας.
ΑΘΗΝΑ, 1.VI.77
***
Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΟΣ
Στον Βασίλη ΡΩΤΑ
Μπάρμπα Βασίλη, έι μπάρμπα Βασίλη,
εσύ που γνώριζες ως μέσα την καρδιά και τη λαλιά του βουνού και της θάλασσας,
εσύ που συντρόφευες τα πουλιά, τα κλαδιά, το νερό, τη φωτιά, τα τζιτζίκια,
εσύ πού μας έψηνες με ξεροθύμαρο τον πιο συντροφικό καφέ κάτω απ’ τα πεύκα του Πόρου,
Εσύ «Να ζει το Μεσολόγγι»,
εσύ «Βελεστινλής ο Ρήγας»,
εσύ «Κολοκοτρώνης» καβαλάρης στο μακρόχαιτο φαρί σου,
εσύ η Κιθάρα σου με το Γαρύφαλο στ’ αυτί της,
εσύ γενειοφόρος “Αη Αντάρτης στα ελατόβουνα με το Γεράσιμο Σταύρου,
Εσύ με τις Σκιερές Μορφές από χαρτόνι κι από σπάγγο
πάνω στο τεντωμένο κάτασπρο φαντό απ’ το μεσοφούστανο της Μπουμπουλίνας
να βλέπουν και ν’ ακούνε τα παιδιά και τα πουλιά και να μην ξεχωρίζουν
ποιανού η φωνή, ποιανού το γέλιο και ποιανού το κλάμα
(μονάχα το καλό και το κακό να ξεχωρίζουν στην εντέλεια)
έτσι που κούρντιζες τη μια καρδιά μέσα στις χίλιες και στα οχτώ μιλιούνια
κι άλλαζες τη φλογέρα με ντουφέκι, το ντουφέκι με φλογέρα
κι αντιλαλούσαν τα φαράγγια λεβεντιά, χορό, κρασί, βιολί, λαγούτο και ποτάμι,
Εσύ πού θέριζες χρυσοδρεπανιστής λέξη τη λέξη απ’ του λαού το στόμα
στάχι, θυμάρι, παπαρούνα, εμπρός και ζήτω
και χάριζες παράθυρα στον κόσμο απ’ τη μεριά που ροδοσκάει η αυγούλα —
άι, ωρέ Αβασίλευτε μπάρμπα Βασίλη, η αντρειά κι η ντομπροσύνη,
Εσύ μ’ ένα φεγγάρι παραμάσκαλα νυχτοπερπατητής στα κινούμενα δάση του Σαίξπηρ,
με μαστοριά παλεύοντας σπαθοφόρα φαντάσματα, γεράκια, πύργους και κρυφόλαλα σονέτα,
πότε τα κόκαλα ρωτώντας πλάι στον Άμλετ, πότε φυτεύοντας ανθόσπορους στου Ληρ την άγρια γενειάδα, πότε χτενίζοντας στη λίμνη τα μακριά μαλλιά της Οφηλίας με μισοφέγγαρη χτένα,
Καλέ παππούλη, καλέ σύντροφε, καλέ παιδόπουλο μπάρμπα Βασίλη,
ντουφέκια κλέφτικα ελασίτικα κρέμονται στα κλαδιά του τραγουδιού σου,
πλατάνια, βρύσες, άλογα κανοναρχάνε το ρυθμό σου —
άι, ωρέ Αβασίλευτε μπάρμπα Βασίλη, εσύ πού πάντοτες πάνου απ’ τη Δόξα
έβαζες την Πανώρια Κόρη Λευτεριά, το Δίκιο, την Ισότη,
άιντε, στο κόκκινο αηδημητριάτικο φαρί σου, χόπλα, χόπλα,
Σε καρτεράει ο μπάρμπα Κώστας που άρχισε ν’ ακούει τ’ αηδόνια πλάι στην κρήνη
και να σκαρώνει ακόμη ένα σατιρικό από κείνα του για τον «Ελεύθερο Κόσμο»,
σε καρτεράει κι ο μπάρμπα Μάρκος που τα πόδια του ξαναγερέψαν
και σεργιανάει μεσάνυχτα στα ποτισμένα περβολάκια κάτω απ’ τα λυχνοφώτιστα παράθυρα της Αρετούσας,
Άιντε, σέ καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης.
ΑΘΗΝΑ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 30.V-12.IX.77
Πηγή: http://www.katiousa.gr/