Παιδιά λένε τα κάλαντα στην οδό Αναστασιάδη στο Αγρίνιο
Από νωρίς το πρωί σήμερα, ανήμερα του Λαζάρου, ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης του Αγρινίου οι μικροί ¨ντελάληδες της πρώτης Ανάστασης¨. Τα κάλαντα του Λαζάρου ακούστηκαν σε κάθε γειτονιά καθώς και το καμπανάκι πάνω στο στεφάνι με τα λουλούδια. Πολλά τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας την Μεγάλη Εβδομάδα και ας δούμε μαζί, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι τι γινόταν ανήμερα της Ανάστασης του Λαζάρου.
Μέρα χαράς που προοικονομεί τη χαρμολύπη της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης που ακολουθεί. Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια γιορτή ιδιαίτερα προσφιλής στον ελληνικό λαό. Από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη πολλά έθιμα τιμούσαν την λαμπρή αυτή μέρα. Ωστόσο με τα χρόνια οι εκδηλώσεις λησμονήθηκαν, με πολύ λίγες περιοχές της χώρας να της διατηρούν ακόμη ζωντανές.
Πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι τα «κάλαντα του Λαζάρου». Τα κάλαντα ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία υπόθεση με τις μικρές «Λαζαρίνες» να τραγουδούν και να αναγγέλλουν τη χαρμόσυνη εορτή. Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια με τα οποία στόλιζαν μικρά καλαθάκια. Φορώντας ειδικές στολές, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα. Τα έθιμα του Λαζάρου ιδίως κατά την Τουρκοκρατία είχαν κοινωνική σκοπιμότητα αφού έτσι οι κοπέλες μπορούσαν να βρεθούν εκτός σπιτιού και να γνωρίσουν αγόρια προκειμένου να ακολουθήσουν αρραβωνιάσματα και γάμοι.
Έθιμα της Ελλάδας
Η ανάσταση του Λαζάρου θεωρείται η «πρώτη Λαμπρή» αφού η εκ νεκρών έγερση του αγαπημένου φίλου του Χριστού θεωρείται προικονομία της δικής του Ανάστασης.
Ωστόσο η γιορτή έχει και την ψυχολογική της ερμηνεία, αφού ο λαός δεν θα μπορούσε να αφήσει στο περιθώριο την περιέργεια για το τι είδε ο Λάζαρος κατά την τριήμερή του ταφή, κάτι που αποτυπώνεται πλήρως στα κάλαντα.
«Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω. Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε, και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει, να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»
Λάζαρος, ο «αγέλαστος»
Άλλωστε η ελληνική Παράδοση θέλει τον φίλο του Χριστού να είναι σοκαρισμένος από αυτά που αντίκρυσε στον Άδη με αποτέλεσμα να γελάσει μόνο μια φορά μετά την ανάστασή του.
Κάποτε λέγεται πως ο «αγέλαστος» Λάζαρος είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει. Τότε χαμογέλασε λέγοντας «Βρε τον ταλαίπωρο. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;»
Ομοιώματα και κουλούρια
Μάλιστα σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα παιδιά κατασκεύαζαν ομοιώματα του Λαζάρου, τα οποία περιέφεραν στα χωριά.
Ενδιαφέρουσες παραλλαγές του εθίμου απαντώνται στη Σκύρο όπου οι γυναίκες έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, και τοποθετούσαν σε κάθε τρύπα από μια άσπρη μαργαρίτα. Στη συνέχεια έβαζαν ένα κόκκινο γαρύφαλλο για στόμα ώστε να σχηματιστεί το πρόσωπο του Λαζάρου. Κατόπιν τον έντυναν με ένα σεντόνι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι όπου οι νοικοκυραίοι έδιναν στα κορίτσια αυγά, χρήματα ή κέρασμα.
Στα Τρίκαλα τα αυγά που συγκέντρωναν οι Λαζαρίνες, βάφονταν κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη και προσφέρονταν στους επισκέπτες του σπιτιού. Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.
Στην Κύπρο αλλά και στην Κω συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, ακολουθώντας το αρχέτυπο του Άδωνι. Ένα παιδί ντύνονταν με κίτρινα λουλούδια, έτσι που να καλύπτουν ακόμη και το πρόσωπο. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το «Λάζαρε δεύρο έξω» σηκωνόταν.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια» λέγοντας «Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις» αφού σύμφωνα με τις δοξασίες ο Λάζαρος είχε παραγγείλει πως «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…» Στα «λαζαράκια» έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους «λαζάρηδες» έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔχει περιβάλει ὁ λαός μας μὲ ὄμορφα ἔθιμα. Ἐξ αὐτῶν τὰκάλαντα τραγουδοῦν μόνο κορίτσια, οἱ λεγόμενες «Λαζαρίνες». Ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα ἔχουν συλλέξει ἄνθη καὶ μὲ αὐτὰ ἔχουν στολίσει καλαθάκια μὲ τὰ ὁποῖα γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ τραγουδοῦν:Οἱ νοικοκυραῖοι ποὺ ἄκουγαν τὰ κάλαντα, ἔδιναν στὶς Λαζαρίνες φροῦτα, διάφορα φαγώσιμα ἢ χρήματα. Ἕνα ἄλλο ἔθιμο τῆς ἡμέρας εἶναι οἱ «Ἀγερμοί». Τὰ παιδιὰ γυρνᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κρατώντας ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Λαζάρου, καὶ τραγουδοῦν τοὺς «Ἀγερμούς»:
Ἕνα τρίτο ἔθιμο τὴν ἡμέρας εἶναι τὰ «Λαζαράκια». Σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας τὰ λένε καὶ «Λαζόνια». Πρόκειται γιὰ μικρὰ ψωμάκια πλασμένα σὲ σχῆμα ἀνθρώπου. Μέσα στὴν ζύμη ἔβαζαν μέλι ἢ καρύδια ἢ σταφίδες ἢ ὅτι ἄλλο ἔβγαζε ὁ κάθε τόπος. Τὸ ἔθιμο λέει ὅτι ὅποιος δὲν πλάσει Λαζαράκια, δὲν θὰ χορτάσει ψωμί.Μία παραλλαγὴ τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ συναντοῦμε στὸ νησὶ τῆς Κῶ. Ἐκεῖ οἱ ἀρραβωνιασμένες κοπέλες, φτιάχνουν Λαζαράκια σὲ μεγάλο ὅμως μέγεθος, καὶ ἀφοῦ τὰ γεμίσουν μὲ φροῦτα καὶ ξηροὺς καρπούς, τὰ στέλνουν στὸν μέλλοντα σύζυγό τους.
Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια, ἦρθε τῶν Βαγιῶν ἡ ἑβδομάδα.Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι, ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου.Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος; Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος.Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι, πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι.Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι, Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι.Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια, ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια.Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι, ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν πόλη, σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι.Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη, γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι.Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά, κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά. Βάγια, Βάγια καὶ Βαγιῶ. τρῶνε ψάρι καὶ κολιό. Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, τρῶνε τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνί.
Με πληροφορίες από το antexoume.wordpress.com
Πηγή: https://agrinioreport.com/