Βρυσομάνα του γοργού
νερού καθάριου, Υγεία,
της ωδής μου υψώνεται
Όλο το Μαγιάπριλο
να σου πλεχτεί, στεφάνι,
και ό,τι μόσχος μέσα του,
να σου καεί, λιβάνι.
Μα στα μάτια μου μπροστά
που όλα ρέουν και πλέκουν
όλο πλάσματα λογής
και φλόγες και δε στέκουν,
μα στα μάτια μου είσ' εμπρός,
άγαλμ' από γρανίτη!
Σάλπιγγα το στόμα μου
κάμε να σε κηρύττει.
Σ' έπλασε στο μάρμαρο
του αρχαίου κι η σμίλη εσένα,
μεστωμένη, ατάραχη,
μυριάνθιστη παρθένα,
κι ένα φίδι σου έβαλε
στα χέρια τα δικά σου
μερωμένο και άβουλο
κάτου απ' το μάγεμά σου.
Μαγικό,στο χέρι σου
κουλουριαστό, στολίδι,
ζωής από το χέρι σου
γάλα ρουφάει το φίδι.
Όμως εγώ θα ήθελα,
ζωής βυζάστρα, μοιράστρα,
να στυλώσω σου άγαλμα
που να σε φέρνει ως τ' άστρα,
από ισόθεου μια πνοή
πρωτάκουστου τεχνίτη
με το χάλκωμα, είδωλο,
ζωγραφιά στο γρανίτη.
Σ' ακομμάτιαστο ήθελα
βουνό να τη σκαλίσω
την εικόνα σου άφταστη,
στο θώρι της να κλείσω
δύναμη όση δύνασαι
κι όση έχεις τρανοσύνη,
σε ό,τι ανθρώπου ζεις κορμί,
ζεις ψυχή που φως χύνει.
Στο κορμί, στο φως χαρά,
στα από σε, στα μετά σου,
ζυγισμένα αλάθευτα
στη χρυσή ζυγαριά σου.
Και τ' ανθρώπινα ήθελα
να σμίξω τα βλαστάρια
κάτου από τα μύρια σου
τ' αστέρευτα μαστάρια
καρτερώντας να χυθεί
στο στόμα τους μια στάλα,
στάλα από τ' ολόγλυκο
θαυματουργό σου γάλα.
Πηγή: greek-language.gr