Ένα ποίημα του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (14 Ιουνίου 1928 – 9 Οκτωβρίου 1967)
Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο:
Κρυφά ξετρύπωσα απ’ το αρμάρι του Χικμέτ
ετούτον τον μοναδικό ερωτευμένο στίχο,
να δεις πόσο μεγάλη είν’ η αγάπη μου.
Ωστόσο,
στον πιο βαθύ λαβύρινθο της ύπαρξης
σμίγουνε και αποδιώχνονται της λογικής μου οι πόλοι:
εσύ και όλοι οι άλλοι.
Όλοι οι άλλοι μού ζητούν να καταθέσω τα όπλα,
και με τον ίσκιο μου το δρόμο να σκιάζω!
Όμως, και δίχως να περιγελώ τους νόμους του εξιδανικευμένου έρωτα,
σ’ έχω καλά φυλάξει στο δισάκι μου.
(Σε κουβαλώ μες στο δισάκι του αχόρταγου οδοιπόρου
σαν το καθημερνό μας το ψωμί).
Πάω να χτίσω τις εποχές της άνοιξης από αίμα και πηλό.
κι αφήνω στο κενό της απουσίας μου
ετούτο το φιλί αγνώστου διαμονής.
Μα δεν μου γνωστοποίησαν αν έχω θέση ρεζερβέ
στη θριαμβική παρέλαση της νίκης
κι αυτό το μονοπάτι που οδηγεί στο δρόμο μου
έχει μιαν άλω από δυσοίωνες σκιές.
Αν με προορίζουν για τα σκοτεινά θεμέλια του κόσμου
κρύψ’ το μές στο θαμπό αρχειοφυλάκιο της μνήμης·
κι έχε το για τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων…
Αντίο, μονάκριβή μου εσύ,
μην τρέμεις μπρος στους πεινασμένους λύκους
ούτε στην παγωμένη στέπα της απουσίας·
σε κουβαλάω εδώ στο μέρος της καρδιάς
και θα τραβήξουμε μαζί μέχρι που η ρότα μας θα σβήσει…
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 16 Ιουνίου 2018)
Πηγή: Katiousa.gr