Το διάβημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συγκληθεί Εξεταστική Επιτροπή, βάσει μιας ευτυχούς νέας συνταγματικής διάταξης, είναι νόμιμο και θα μπορούσε να είναι και χρήσιμο. Για δυο, όμως, τουλάχιστον λόγους η αιτιολογία του και η στόχευσή του υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: ο πρώτος είναι η σύνδεση με την «υπόθεση Κουρτς» και ο δεύτερος η προσπάθεια να εμφανιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ερήμην του παρελθόντος και του παρόντος του, ως αρχάγγελος της κάθαρσης και της δημοκρατίας.
Η παραίτηση του αυστριακού καγκελάριου έγινε γιατί βρέθηκαν σοβαρές ενδείξεις – οιονεί αποδείξεις για τρία ποινικώς κολάσιμα αδικήματα: διαφθορά (βρέθηκαν μηνύματα κρατικών αξιωματούχων προς συγκεκριμένες εφημερίδες για υπηρεσίες έναντι ανταλλάγματος), χρήση κρατικών πόρων (τα χρήματα βγήκαν από άσχετο κονδύλι του υπουργείου Οικονομικών), αθέμιτη πίεση λόγω δημόσιας θέσης (ο Τύπος και οι δημοσκόποι καλούνταν να «βγάλουν» αυτό που ήθελε η ομάδα Κουρτς). Ολα αυτά ο ίδιος ο Κουρτς τα παραδέχεται ότι συνέβησαν, αφού η υπερασπιστική του γραμμή είναι «δεν ευθύνομαι για πράξεις ανθρώπων του περιβάλλοντός μου». Τίποτα σχετικό δεν υπάρχει, και πάντως δεν έχει αποδειχθεί, στην Ελλάδα.
Η «υπόθεση Κουρτς» έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ στην «υπόθεση Novartis» παρά με το στήσιμο μιας γενικευμένης προπαγανδιστικής μηχανής εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης, όπως θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε η αξιωματική αντιπολίτευση.
Δεύτερον, και θεσμικά πιο σημαντικό, η «αιτιολογία» του διαβήματος: η πρόταση κάνει λόγο, στον τίτλο της ήδη, για «επιχείρηση πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος», ενώ πιο κάτω γίνεται λόγος για εκ μέρους της κυβέρνησης «στρατηγική ποδηγέτησης του Τύπου» (το κείμενο μιας τόσο σοβαρής κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας είναι γραμμένο σε κάκιστα ελληνικά, κάτι που αναδεικνύει όχι μόνο βιασύνη αλλά και εχθροπάθεια). Αν η πρόταση περιοριζόταν στην εξέταση των «λιστών Πέτσα» και ενδεχόμενων παρανομιών που έλαβαν χώρα κατά τη χρηματοδότηση μέσων ενημέρωσης και τον τρόπο ανάθεσης έργων, θα είχε, όπως είπα από την αρχή, δημοκρατική ωφέλεια. Το να εγκαλείται, όμως, μια ολόκληρη κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός για «χειραγώγηση» και «ποδηγέτηση» από αυτούς που ταπείνωσαν περισσότερο από κάθε άλλη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, και μάλιστα με αναπόδεικτες γενικότητες, δεν έχει τίποτα το ωφέλιμο και το δημοκρατικό.
Από τα πάμπολλα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να σκεφθούμε, ας πάρουμε εκείνο της πρώτης υπογράφουσας μετά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σημερινής γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ: όταν το κόμμα της ήταν στην εξουσία και η ίδια κυβερνητική εκπρόσωπος, ξιφούλκησε επισήμως, και κατά πλήρη παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών – να η πραγματική «ποδηγέτηση» – κατά του Συμβουλίου της Επικρατείας, επειδή δεν άρεσε στην τότε κυβέρνηση η απόφασή του για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Το ότι δεν υπήρξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δημοκρατικά άμεμπτη – το ακριβώς αντίθετο συνέβη – δεν σημαίνει βέβαια ότι δικαιούται να κάνει το ίδιο η σημερινή κυβέρνηση. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να κρίνεται και να ελέγχεται για αυτά που πράγματι κάνει και όχι για όσα της αποδίδονται για προπαγανδιστικούς και εντέλει διχαστικούς λόγους.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
Πηγή: https://www.in.gr/