Οι Ιταλοί δεν ήταν ιδεολόγοι του Ναζισμού όπως ήταν οι Γερμανοί το 1940. Τον Χίτλερ τον είχε εκλέξει ο Γερμανικός λαός, ενώ ο Μουσολίνι ήταν δικτάτορας και είχε υποχρεώσει τους Ιταλούς να μπουν σε πόλεμο. Γι’ αυτό οι Ιταλοί ουσιαστικά δεν «πολέμησαν». Εκεί στα βουνά της Αλβανίας οι δικοί μας τους κατατρόπωσαν πολεμώντας για τα χώματα τα ιερά (βλέπετε τότε δεν τα πουλούσαν, πέθαιναν γι’ αυτά). Σε μια μάχη είχαν τρέψει σε φυγή τους Ιταλούς. Η κραυγή «αέρα» αντηχούσε στα βουνά και οι Ιταλοί όπου φύγει – φύγει. Έτσι μας διηγιόταν ο στρατιώτης – έχει πεθάνει πια – που πήρε μέρος σ’ αυτή τη μάχη και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Δάκρυα όμως για έναν εχθρό, για ένα Ιταλάκι όπως μας έλεγε όταν πηγαίναμε στο εργαστήρι του να μας επισκευάσει τα κρασοβάρελα.
– Το Ιταλάκι ήταν δεν ήταν 18 χρονώ. Μα έμοιαζε μικρότερο. Το χνούδι μόλις διαγραφόταν στο πάνω του χείλος. Ήταν αδέξιο, ή πολύ τρομαγμένο. Ξόμεινε, κουτουλούσε στους βράχους, στις πέτρες, έπεφτε. Το πιάσαμε αιχμάλωτο. Και κατηφορίζαμε στο στρατόπεδο. Βιαζόμαστε μη μας πιάσει η νύχτα. Μ’ αυτό απ’ το φόβο του σε κάθε βήμα έπεφτε και έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν μπορούσαμε να τ’ ακούμε. Φοβόμαστε μην το ακούσουν οι Ιταλοί. Μην ανασυνταχθούν. Φοβόμαστε και μεις το κλάμα του, το σπαρακτικό κλάμα. Μας τρυπούσε τ’ αυτιά! Είπαμε να το βάλομε σ’ ένα τσουβάλι να το πάρομε στην πλάτη μας για να κατηφορίσομε πιο γρήγορα στο στρατόπεδο. Μη μας πιάσει η νύχτα, μην πέσομε σε ενέδρα. Πιάσαμε τα χέρια του και τα δέσαμε. Χέρια παρθένας. Πέρα απ’ το μολύνι δε θα ‘χε πιάσει τίποτ’ άλλο. Αυτό αρνιόταν να μπει στο τσουβάλι. Έκλαιγε γοερά και φώναζε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του: «Μάμα μία, μάμα μία». Φώναζε στη μάνα του. Με απελπισία, με σπαραγμό, με απόγνωση. Τόσο δυνατά, λες και η μάνα του θα τον άκουγε απ’ την Ιταλία. Φώναζε τη μάνα του. Να σώσει το πολύτιμο παιδί της. Μονάκριβο για κάθε μάνα, πολύτιμο όσα παιδιά και αν έχει. Και μετά με ικεσία, με σπασμένη φωνή, με λυγμούς: «Μαντόνα μία, μαντόνα μία» Παναγία μου, Παναγία μου!
Δέσαμε το τσουβάλι σφιχτά, τον βάλαμε στην πλάτη μας και πηγαίναμε.
Αυτό συνέχιζε πιο δυνατά τώρα να κλαίει, να φωνάζει: «Μάμα μία, μάμα μία, μαντόνα μία»
Βάλαμε τα κλάματα κι εμείς. Κλαίγαμε όλοι. Όχι από λύπη για το παιδί. Το μισούσαμε! Γιατί μας έκανε να νοιώθουμε δειλοί. Γιατί κλαίγαμε σα γυναίκες και θέλαμε και μεις τη μάνα μας.
– Σκάσε, του λέγαμε.
Μ’ αυτό τίποτα! Και μεις, σαν σε παράκρουση κλαίγαμε όλοι γοερά. Θέλαμε τη μάνα μας. Θέλαμε να λιποτακτήσομε. Να το πετάξομε σε μια γωνιά, να το φάνε τα τσακάλια, το άχρηστο, που φωνάζει η μάνα του και μας κάνει να θέλομε και μεις τη μάνα μας. Θέλαμε να το βάλομε στα πόδια. Να φύγομε! Να γυρίσομε πίσω στα σπίτια μας, στη μάνα μας. Και αυτό συνέχεια: «Μάμα μία, μαντόνα μία»
– Να λιποτακτήσομε! Φωνάζει ένας από μας! Να γυρίσομε πίσω, πίσω στα σπίτια μας.
– Δε γίνεται: Φωνάζει ένας άλλος.
– Αυτός φταίει, φωνάζει ένας άλλος και του καρφώνει το μαχαίρι.
Μ’ αυτό δεν σταματά! «Μάμα μία, μάααμα μία, μαντόνα μία»
– Σκάσε, πανάθεμά σε, με την μάνα σου και την Παναγία στου του φωνάζει ένας άλλος και του καρφώνει κι αυτός το μαχαίρι. Μ’ αυτό συνέχιζε με κλάματα, με πόνο, με σπαραγμό. Το χτυπούσαμε όλοι μαζί απ’ το τσουβάλι μέχρι που σταμάτησε.
– Καταραμένος ο πόλεμος μας είπε και τα μάτια του καπετάνιου τρέχανε σα βρύσες.
– Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το Ιταλάκι. Την αμαρτία του θα την έχω πάνω μου μέχρι να πεθάνω. Την λέω για να φύγει από μέσα μου, από τους εφιλάτες μου στα όνειρά μου. αυτή τη κραυγή ποτέ δεν θα την ξεχάσω: «Μάμα μία, μαντόνα μία»
Αυτά μας διηγήθηκε κάποια μέρα πριν είκοσι τόσα χρόνια ο καπετάν Τρομάρας (έτσι τον φώναζαν οι σύντροφοί του). Έχει φύγει πια απ’ την ζωή. Και μεις σε λίγες μέρες θα γιορτάζουμε ένα ΟΧΙ που σήμερα είναι ΝΑΙ και μόνο οι ψυχές των νεκρών που χάθηκαν φτερουγίζουν θλιμμένες για το μάταιο του χαμού τους.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
Πηγή: https://agonaskritis.gr/