Καρλ Γιουνγκ (1875 – 1961)
Ο Καρλ Γιουνγκ (Carl Jung) ήταν ελβετός ψυχολόγος και ψυχίατρος, που κέρδισε διεθνή αναγνώριση με τις έρευνες και το θεραπευτικό έργο του. Σύγχρονος και μαθητής, για ένα διάστημα, του Σίγκμουντ Φρόιντ, ο Γιουνγκ ανέπτυξε στη θέση της ψυχανάλυσης του Φρόιντ την αναλυτική ψυχολογία, όπως την ονόμασε, και ανέπτυξε έννοιες όπως η εξωστρεφής και η ενδοστρεφής προσωπικότητα, οι αρχέτυποι και το συλλογικό ασυνείδητο. Το έργο του άσκησε ισχυρή επίδραση στην ψυχιατρική και στη σπουδή των θρησκειών, της τέχνης, της ανθρωπολογίας και της ιστορίας.
Ο Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο Κέσβιλ της Ελβετίας και ήταν γιος ενός πάστορα της Ελβετικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας, ενός κλάδου του Προτεσταντισμού. Πέρασε μία παιδική ζωή γεμάτη μοναξιά, αλλά πλούσια σε ζωηρή φαντασία και σε μικρή ακόμη ηλικία άρχισε να παρατηρεί τη προβληματική συμπεριφορά των γονέων του, προσπαθώντας να την ερμηνεύσει. Όλα έδειχναν ότι το νεαρό παιδί προοριζόταν για ιερωμένος, αφού υπήρχαν πολλοί κληρικοί, τόσο στον πατρικό, όσο και στον μητρικό κλάδο της οικογένειας.
Στα εφηβικά του χρόνια ανακάλυψε τη φιλοσοφία, που σε συνδυασμό με τις απογοητεύσεις της παιδικής του ηλικίας τον οδήγησε να απαρνηθεί τις ισχυρές οικογενειακές παραδόσεις, να αφοσιωθεί στη σπουδή της ιατρικής και να γίνει ψυχίατρος. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (1895-1900) και το 1902 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Οι πρώτες έρευνες και η ρήξη με τον Φρόιντ
Αμέσως μετά εργάστηκε ως βοηθός στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Ζυρίχης και συγκεκριμένα στο Άσυλο Μπούργκχελτσλι, στη Ζυρίχη, όπου άρχισε να θέτει σε εφαρμογή, με εντυπωσιακή μάλιστα επιτυχία, τα τεστ συνειρμού, που είχαν εγκαινιάσει άλλοι ερευνητές πριν απ’ αυτόν. Μελέτησε ειδικότερα τις ιδιότυπες και εξωλογικές αντιδράσεις των ασθενών και διαπίστωσε ότι οι αντιδράσεις αυτές παράγονταν από φορτισμένες συγκινησιακά συσσωρεύσεις συνειρμών, οι οποίοι βρίσκονταν απωθημένοι από τη συνείδηση, επειδή ήταν δυσάρεστοι, ανήθικοι (κατ’ αυτούς) και συχνά σεξουαλικού περιεχομένου. Ο Γιουνγκ χρησιμοποίησε τον πασίγνωστο σήμερα όρο σύμπλεγμα (complex), για να χαρακτηρίσει αυτού του είδους τις ψυχικές καταστάσεις.
Οι μελέτες του αυτές καθιέρωσαν τον Γιουνγκ ως ψυχίατρο με διεθνή αναγνώριση και τον βοήθησαν να κατανοήσει την ουσία των ερευνών του Φρόιντ. Τα πορίσματά του επαλήθευαν πολλές από τις ιδέες του «πατέρα» της ψυχανάλυσης και για μία περίοδο πέντε χρόνων (μεταξύ 1907 και 1912) ο Γιουνγκ υπήρξε στενός συνεργάτης του Φρόιντ. Κατάκτησε σημαντική θέση στο ψυχαναλυτικό κίνημα, ώστε να θεωρείται ως ο πιθανότερος διάδοχος του Φρόιντ.
Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν με αυτό τον τρόπο. Λόγω ιδιοσυγκρασίας και διαφοράς στον τρόπο σκέψης των δύο ερευνητών, η συνεργασία τους διακόπηκε. Κύρια διαφωνία τους υπήρξε η επιμονή του Φρόιντ για τις σεξουαλικές ρίζες των νευρώσεων. Η οριστική ρήξη σημειώθηκε το 1912, όταν κυκλοφόρησε η πραγματεία του Γιουνγκ «Μεταμορφώσεις και σύμβολα της λίμπιντο» («Wandlungen und Symbole der Libido»), η οποία αντιστρατευόταν πολλές από τις ιδέες του Φρόιντ. Ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι νεύρωση είναι η πάθηση της ψυχής που δεν έχει βρει το νόημά της. Κι ενώ το 1911 ο Γιουνγκ είχε εκλεγεί πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, αποχώρησε από αυτήν και ίδρυσε τη νέα σχολή της αναλυτικής ψυχολογίας στη Ζυρίχη.
Οι εξωστρεφείς, οι ενδοστρεφείς, οι αρχέτυποι και το συλλογικό ασυνείδητο
Το πρώτο σημαντικό επίτευγμά του ήταν ότι κατέταξε τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, σύμφωνα με τον γενικό τύπο συμπεριφοράς τους: σε εξωστρεφείς και ενδοστρεφείς. Ο εξωστρεφής τύπος του ανθρώπου είναι κοινωνικός, εκδηλωτικός και αισιόδοξος, ενώ ο εσωστρεφής τύπος του ανθρώπου είναι λιγότερο κοινωνικός, έτοιμος να αποτραβηχτεί από την εξωτερική πραγματικότητα και περισσότερο απορροφημένος στον εαυτό του. Αργότερα, επισήμανε τέσσερις λειτουργίες της διάνοιας – σκέψη, συναίσθημα, αίσθηση, διαίσθηση – από τις οποίες μία ή περισσότερες είναι οι επικρατέστερες στο κάθε συγκεκριμένο άτομο. Τα πορίσματα αυτής της έρευνας συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο «Ψυχολογικοί Τύποι» («Psychologische Typen», 1921).
Στην παιδική του ακόμη ηλικία ο Γιουνγκ έβλεπε στον ύπνο του εντυπωσιακά όνειρα και είχε ζωηρές φαντασιώσεις, φαινόμενα που είχαν αναπτυχθεί με ασυνήθιστη ένταση. Μετά τη ρήξη του με τον Φρόιντ, άφησε σκόπιμα αυτό το τμήμα του εαυτού του να λειτουργήσει και πάλι και έδωσε ελεύθερη έκφραση στην εξωλογική πλευρά της φύσης, ενώ ταυτόχρονα τη μελετούσε σε επιστημονικό επίπεδο, κρατώντας σημειώσεις από τις παράδοξες εμπειρίες του.
Αργότερα, ο Γιουνγκ επεξεργάστηκε τη θεωρία ότι οι εμπειρίες αυτές είχαν την πηγή τους σε μία περιοχή της διάνοιάς του, την οποία ονόμασε «συλλογικό ασυνείδητο» και η οποία, υποστήριζε, είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Η ιδέα αυτή συνδυάστηκε με μία θεωρία περί αρχετύπων, έννοια η οποία κατά τον Γιουνγκ είχε θεμελιώδη σημασία για τη μελέτη της ψυχολογίας των θρησκειών. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Γιουνγκ, οι αρχέτυποι είναι πρότυπα της περιοχής των ενστίκτων, έχουν καθολικό χαρακτήρα και εκφράζονται σε τύπους συμπεριφοράς και σε παραστάσεις.
Θρησκεία και αλχημεία
Ο Γιουνγκ αφιέρωσε αρκετό χρόνο στην ανάπτυξη των ιδεών του που αναφέρονταν στη σχέση μεταξύ ψυχολογίας και θρησκείας. Κατά τη γνώμη του, δυσνόητα και συχνά παραμελημένα κείμενα του παρελθόντος έριχναν φως κατά τρόπο απροσδόκητο, όχι μόνο στα δικά του όνειρα και γεννήματα της φαντασίας του, αλλά και σ’ εκείνα των ασθενών του. Θεωρούσε απαραίτητο για την επιτυχία του έργου των ψυχοθεραπευτών να εξοικειωθούν με τα γραπτά των παλαιών δασκάλων.
Εκτός από τις νέες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους που επινόησε, με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες και τις θεωρίες που προήλθαν από τις μεθόδους αυτές, ο Γιουνγκ προσέδωσε νέο κύρος στη λεγόμενη ερμητική παράδοση. Συνέλαβε την ιδέα ότι η χριστιανική θρησκεία αποτελούσε μέρος μιας ιστορικής διαδικασίας που ήταν αναγκαία για την ανάπτυξη συνείδησης, πίστευε όμως ότι τα αιρετικά ρεύματα, από τον γνωστικισμό ως την αλχημεία, ήταν εκδηλώσεις υποσυνείδητων αρχέτυπων στοιχείων, που δεν είχαν ικανοποιητικά εκφραστεί στις διάφορες μορφές του χριστιανισμού. Ιδιαίτερη εντύπωση του προξένησε η διαπίστωσή του ότι σύμβολα παρόμοια μ’ εκείνα των αλχημιστών απαντούν συχνά στα όνειρα και στις φαντασιώσεις των ανθρώπων ακόμη και σήμερα και πίστευε ότι οι αλχημιστές είχαν δημιουργήσει ένα είδος εγχειριδίου του συλλογικού ασυνειδήτου.
Οι ιστορικές σπουδές του τού έδωσαν τη δυνατότητα να γίνει ο πρωτοπόρος στην ψυχοθεραπεία των μεσήλικων και των ηλικιωμένων ατόμων, και ειδικότερα εκείνων που αισθάνονταν ότι η ζωή τους δεν είχε πια νόημα. Βοήθησε τα άτομα αυτά να εκτιμήσουν σωστά τη θέση που κατείχε η ζωή τους μέσα στη ροή της ιστορίας. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς αυτούς είχαν πάψει να έχουν θρησκευτική πίστη. Ο Γιουνγκ διαπίστωσε ότι στο βαθμό που τα άτομα αυτά κατόρθωναν να ανακαλύψουν τον προσωπικό τους μύθο όπως εκφραζόταν στα όνειρα και στη φαντασία τους, γίνονταν πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Τη διαδικασία αυτή αποκάλεσε εξατομίκευση.
Ναζισμός και αντισημιτισμός
Από το 1933 έως το 1941 ο Γιουνγκ διετέλεσε καθηγητής ψυχολογίας στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και το 1943 καθηγητής της ιατρικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Κάποιες απόψεις για τη Γερμανία του Γ’ Ράιχ θεωρήθηκαν φιλοναζιστικές και αντισημιτικές, χωρίς όμως να έχουν βάση, Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνεργάστηκε με τους Συμμάχους, παρέχοντας πληροφορίες για το ψυχολογικό προφίλ του Χίτλερ και ήταν γνωστός στις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες ως «Πράκτωρ 488».
Τα περισσότερα βιβλία του Καρλ Γιουνγκ είναι ογκώδη, τεχνικού χαρακτήρα και γραμμένα για τους ειδικούς. Ωστόσο, έγραψε και ορισμένα πιο προσιτά έργα, όπως «Εισαγωγή στην Ψυχολογία», «Ο σύγχρονος άνθρωπος σε αναζήτηση μιας ψυχής», «Δοκίμια για τα γεγονότα της σύγχρονης εποχής», «Απάντηση στον Ιώβ», «Άνθρωπος και τα Σύμβολά του», καθώς και το αυτοβιογραφικό «Αναμνήσεις, όνειρα και σκέψεις» που εκδόθηκε μεταθανάτια.
Ο Καρλ Γιουνγκ ήταν παντρεμένος από το 1903 έως το θάνατό της με την Έμα Ράουζενμπαχ (1882-1955), με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Κόρη πάμπλουτου βιομηχάνου, η Έμα Γιουνγκ στάθηκε πολύτιμος συμπαραστάτης στον διάσημο σύζυγό της, τόσο οικονομικά, όσο και πνευματικά, παρά τις πολλές απιστίες με μαθήτριές του.
Ως το τέλος της ζωής του διατήρησε την αγάπη του για απλά πράγματα: για το ελβετικό τοπίο όπου είχε μεγαλώσει, για τις παραδόσεις των αγροτών, για τη ζωή στο ύπαιθρο. Κατοικούσε μαζί με την Έμα σ’ ένα ωραίο σπίτι που είχαν χτίσει κοντά στη λίμνη της Ζυρίχης, στο οποίο δέχονταν τους πολυάριθμους διαπρεπείς επισκέπτες τους.
Ο Καρλ Γιουνγκ πέθανε στις 6 Ιουνίου 1961 στο Κίσναχτ της Ελβετίας, σε ηλικία 85 ετών.
Πηγή: https://www.sansimera.gr