Το βασικό ερώτημα για την Ελλάδα μετά την πανδημία είναι το κατά πόσο η προσαρμογή του χρέους που δημιουργείται θα είναι λιγότερο ή περισσότερο ήπια
Από τον Μάρτιο του 2020, η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει στη δεύτερη πολύ μεγάλη οικονομική ύφεση της πρόσφατης ιστορίας της. Ενώ η οικονομία έδειχνε να έχει περάσει σε μία περίοδο ήπιας ανάκαμψης από τη μεγάλη καθίζηση της περιόδου 2009-2016, και, ιδίως μετά τις εκλογές του 2019, να επικεντρώνεται σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, το 2020 ξέσπασε μια νέα μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το άμεσο πρόβλημα βεβαίως είναι η αντιμετώπιση των υγειονομικών και οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Ωστόσο, η κρίση αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντική επιδείνωση όχι μόνο των βραχυχρόνιων αλλά και των μεσοχρόνιων οικονομικών προοπτικών.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε μία πολύ βαθιά ύφεση το 2020 και, ακόμα και με σχετικά ευοίωνες υποθέσεις, η πλήρης ανάκαμψη θα απαιτήσει αρκετό χρόνο πέραν του 2021. Επιπλέον, η ύφεση και το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την αντιμετώπισή της θα οδηγήσουν σε μεγάλη εκ νέου άνοδο του δημοσίου χρέους όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Σε αντίθεση με το τι συνέβη το 2010, η κρίση τελικά κινητοποίησε την ΕΕ να προωθήσει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Fund), ένα προσωρινό κοινοτικό δημοσιονομικό μηχανισμό, ύψους €672,5 δις. Αυτός ασφαλώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση κάποιων από τις επιπτώσεις της κρίσης τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στο δημόσιο χρέος των δημοσιονομικά ευάλωτων κρατών-μελών όπως η Ελλάδα. Στην κρίση του 2010, το κόστος της προσαρμογής μετακυλίθηκε αποκλειστικά στα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα στα κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης.
Η αύξηση του δημόσιου δανεισμού για τη βραχυχρόνια στήριξη της οικονομίας είναι ασφαλώς η ενδεδειγμένη λύση, τόσο παγκοσμίως όσο και για την Ελλάδα. Ωστόσο, η αύξηση του δανεισμού δεν αποτελεί παρά μετάθεση του προβλήματος για το μέλλον. Όπως συμβαίνει και στην επαύριον πολέμων, έτσι και στην επαύριον μεγάλων οικονομικών υφέσεων έρχεται η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αποπληρωμής του χρέους που δημιουργείται, ή τουλάχιστον της μείωσής του σε σχέση με το ΑΕΠ.
Πως θα πληρώσουμε λοιπόν για την πανδημία; Τηρουμένων των αναλογιών, το ερώτημα είναι αντίστοιχο με το ερώτημα στο περίφημο δοκίμιο του Keynes το 1939 για το ‘πως θα πληρώσουμε για τον πόλεμο;’.
Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές μέθοδοι αντιμετώπισης της μεγάλης αύξησης του δημόσιου χρέους που δημιουργείται. Πρώτη, είναι η σημαντική αύξηση της φορολογίας και μείωση των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου αμέσως μετά την κρίση, μέσω μια πολιτικής λιτότητας. Δεύτερη, είναι η αναδιάρθρωση ή και η μερική διαγραφή του χρέους. Τρίτη, είναι η ‘ήπια προσαρμογή’. Η συνεχής δηλαδή χρονική μετατόπιση της ώρας της αποπληρωμής του χρέους, με την ελπίδα ότι το χρέος θα συρρικνωθεί σταδιακά σε σχέση με το ΑΕΠ μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Η Ελλάδα βίωσε τη λιτότητα κυρίως στην περίοδο μεταξύ 2010 και 2018. Η διεθνής ύφεση της περιόδου 2008-2009 οδήγησε σε αύξηση του χρέους, και η λιτότητα της περιόδου 2010-2018 οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, άνοδο της ανεργίας και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Μια πραγματική οικονομική καθίζηση. Λόγω της μεγάλης και μακράς ύφεσης που προκλήθηκε, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε ακόμη παραπάνω. Από το 103% του ΑΕΠ το 2007, πριν από την αρχή της διεθνούς ύφεσης, και το 127% του ΑΕΠ το 2009, μετά τη διεθνή ύφεση, το 2018, με το πέρας των προγραμμάτων προσαρμογής και λιτότητας, το χρέος είχε εκτοξευθεί στο 186% του ΑΕΠ. Παρά το τεράστιο κόστος που πλήρωσαν εργαζόμενοι, συνταξιούχοι και άνεργοι, τα αποτελέσματα της λιτότητας αναφορικά με το δημόσιο χρέος υπήρξαν απογοητευτικά. Το Γράφημα 1, για το πως το χρέος της Ελλάδας συνήθως ανεβαίνει σε περιόδους ύφεσης και στασιμότητας και σταθεροποιείται σε περιόδους ανάκαμψης και ανάπτυξης δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιπλέον σχόλια.
Η Ελλάδα βίωσε και τη δεύτερη λύση, την αναδιάρθρωση και μερική διαγραφή του χρέους της το 2012. Παρά τα προβλήματα, τα αποτελέσματά της υπήρξαν κάπως καλύτερα. Πλήρωσαν κατά βάση οι κάτοχοι ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και οι μέτοχοι των τραπεζών, κατά τεκμήριο πλουσιότεροι από τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ανέργους. Επιπλέον, υπήρξε μία έστω και προσωρινή ανακοπή στην ανοδική πορεία του χρέους και μειώθηκε το κόστος εξυπηρέτησής του.
Είναι ωστόσο αμφίβολο κατά πόσον κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί στις σημερινές συνθήκες και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο. Το πρόβλημα του χρέους που δημιουργείται από τη σημερινή κρίση είναι παγκόσμιο και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή τις μικρές οικονομίες της περιφέρειας της ευρωζώνης, όπως το 2010-2011. Είναι αμφίβολο κατά πόσον οι πλούσιες οικονομίες θα διακινδυνεύσουν την απώλεια της φερεγγυότητάς τους απέναντι σε σημερινούς και μελλοντικούς επενδυτές μέσω αναδιάρθρωσης ή διαγραφής του χρέους τους, ή ότι οι οικονομίες του πυρήνα της ευρωζώνης, έχοντας πλέον και οι ίδιες πρόβλημα χρέους, θα αποδεχθούν να πληρώσουν και πάλι μέρος του κόστους της αναδιάρθρωσης του χρέους των περιφερειακών οικονομιών όπως η Ελλάδα.
Έρχομαι τέλος στην τρίτη λύση, αυτήν της ‘ήπιας προσαρμογής’. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μειώθηκε το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με το ΑΕΠ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα σταθεροποίησε το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην περίοδο 1994-2007. Ωστόσο, η λύση αυτή έχει μία σημαντική προϋπόθεση: Για ένα μεγάλο διάστημα τα (ονομαστικά) επιτόκια των κρατικών ομολόγων θα πρέπει να είναι χαμηλότερα από το άθροισμα του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού.
Στη μεταπολεμική περίοδο αυτό επετεύχθη διεθνώς μέσω της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης και της λεγόμενης ‘χρηματοπιστωτικής καταστολής’ (financial repression). Η τελευταία προϋπέθετε ελεγχόμενες χρηματαγορές και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων ώστε να διατηρηθούν τα επιτόκια χαμηλά. Στην περίπτωση της Ελλάδας στην περίοδο 1994-2007 αυτό επετεύχθη μέσω της μείωσης των επιτοκίων και την ανάκαμψης που προκλήθηκε από την προοπτική της ένταξης στην ευρωζώνη και κατόπιν από την ίδια την ένταξη.
Η λύση της ήπιας προσαρμογής έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική για την αντιμετώπιση μεγάλων αυξήσεων του δημοσίου χρέους, συνήθως μετά από πολέμους ή μεγάλες υφέσεις. Η εμπειρία της Βρετανίας μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 2, είναι χαρακτηριστική. Αντίθετα, η προσπάθεια αντιμετώπισης της αύξησης του χρέους μέσω μιας πολιτικής λιτότητας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή μετά τη μεγάλη ύφεση του 2008-2009 οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Μπορεί να επαναληφθεί μια πολιτική ήπιας προσαρμογής για το απαιτούμενο μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την παρούσα κρίση, σε μια εποχή απελευθερωμένων χρηματαγορών και κινήσεων κεφαλαίου; Αν μπορούσε, ένα σημαντικό μέρος του κόστους της προσαρμογής θα μετακυληθεί στους κατά τεκμήριο πλουσιότερους αποταμιευτές, καθώς και στις μελλοντικές γενεές, οι οποίες θα έχουν όμως επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη που θα έχει μεσολαβήσει. Το πρόβλημα είναι πως θα διατηρηθούν χαμηλά τα επιτόκια για το μεγάλο χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί. Εδώ ίσως χρειασθεί και μία πολιτική δημόσιων ελέγχων στη λειτουργία των χρηματαγορών, πέραν της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών. Επιπλέον, η λύση αυτή εμπεριέχει τον κίνδυνο ότι οι οικονομίες παραμένουν ευάλωτες σε περίπτωση εκδήλωσης μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Το βασικό ερώτημα για την Ελλάδα μετά την πανδημία είναι το κατά πόσο η προσαρμογή του χρέους που δημιουργείται θα είναι λιγότερο ή περισσότερο ήπια. Αυτό σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί και από την πολιτική που θα ακολουθήσει και η ευρωζώνη στο σύνολό της, η οποία αντιμετωπίζει αύξηση του χρέους όλων των χωρών-μελών της.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό η κυβέρνηση να μην απεμπολήσει λόγω της πανδημίας τη μεταρρυθμιστική αναπτυξιακή πολιτική στη βάση της οποίας εξελέγη. Μία δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη μετά την κρίση θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό και την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους. Είναι όμως το ίδιο σημαντικό, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να συμβάλλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην προώθηση όχι μόνο των άμεσων μέτρων στήριξης της οικονομίας εν μέσω της κρίσης, αλλά και των μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες μεσοχρόνια για τη δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
* Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και πρώην Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
Πηγή: https://www.ot.gr/