Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

ΤΕΛΕΙΟ ΠΑΡΑ ΚΑΤΙ!

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

η εικόνα προφίλ του Thodoris Triferis, Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Του ΘΟΔΩΡΗ ΤΡΥΦΕΡΗ

Το ρολόι έδειχνε εννιά το πρωί. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Στον κήπο, ο αέρας χόρευε παθιασμένα με τη βροχή το τελευταίο ταγκώ του Οχτώβρη. Χάζεψα για μια στιγμή τα κοκκινοκίτρινα φύλλα, που σηκωνόντουσαν απ'το χώμα και στροβιλίζονταν για λίγο πάνω απ' το έδαφος, θαρρείς κι έκαναν προσπάθεια να ξαναπάρουν τη χαμένη τους θέση πάνω στα δέντρα. Μάταιος κόπος.
Γύρισα το βλέμμα μου στο ακίνητο σώμα που βρισκόταν πεσμένο στο χωλ, μπροστά στο μπάνιο. 'Ηταν τόσο ακίνητο, όσο κινητικός ήταν ο αέρας έξω από την έπαυλη. Από πείρα θα έλεγα, ότι ο μεγαλοεπιχειρηματίας Ιερεμίας Ασφόδαλλος πρέπει να ήταν πεθαμένος εδώ και δώδεκα ώρες περίπου και μάλλον από κάποιο δηλητήριο. 'Ηταν γνωστός πολυεκατομμυριούχος, αλλά παρ' όλα τα λεφτά του, όπως έλεγαν οι φήμες, ήταν απ' τους πλούσιους που κλαίνε. Καλόκαρδος και γενικά Άνθρωπος ετούτος ο άνθρωπος.
Αν και είχα δει τόσους και τόσους πεθαμένους στο παρελθόν, ποτέ δε μπόρεσα να το ξεπεράσω. Κάθε φορά ο θάνατος μού 'φερνε σκέψεις. 'Ετσι και τώρα. Τι σου είναι ο άνθρωπος...,σκεφτόμουν. Μια γελοιογραφία, που λέει και το άσμα. Εντάξει, σοβαρά τώρα, ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι.
Εκείνη τη στιγμή είδα να φτάνουν οι εξερευνητές και μαζί τους κι ο ιατροδικαστής. Τι στο διάβολο, τελικά ο άνθρωπος είναι αυτό που μετράει, μονολόγησα.
* * *
Το πτώμα το είχε βρεί στις οχτώ και τέταρτο περίπου, εκείνο το πρωί της Παρασκευής, ο κηπουρός που πήγαινε κάθε Παρασκευή στη βίλα αυτή της Κηφισιάς για να φροντίσει τον κήπο. Μόλις είχε φτάσει, είχε ακούσει τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν από τον αέρα και είδε ότι όλα τα μπροστινά παράθυρα ήταν ανοιχτά.
Χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι, μα δεν του άνοιξε κανείς. Του φάνηκε σαν κάτι να μην πήγαινε καλά κι αφού περίμενε λίγο, έβαλε μια σκάλα και μπήκε από το παράθυρο. Βρήκε τον εργοδότη του πεθαμένο, μπροστά στο μπάνιο και τηλεφώνησε.
'Εμενα δίπλα, στη Λυκόβρυση, κι ήμουνα έτοιμος να ξεκινήσω για το γραφείο, όταν μου τηλεφώνησαν οι συνάδελφοι για το συμβάν κι έτσι είχα φτάσει στο σημείο αμέσως.
*
Ο Ασφόδαλλος ήταν σαραντατριών χρονών και παντρεμένος εδώ κι έξι χρόνια. Παιδιά δεν υπήρχαν. Το προηγούμενο βράδυ είχε γυρίσει από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν εδώ και μια βδομάδα για δουλειές σχετικές με τις ναυτιλιακές του επιχειρήσεις,. Η γυναίκα του είχε φύγει τη μέρα που 'φυγε και κείνος με μια φίλη της για το Πήλιο, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα βρισκόταν ακόμη. Ευκαιρίας δοθείσας, μιας και δε θα υπήρχε κανείς στο σπίτι, είχαν δώσει και στην οικονόμο άδεια που τελείωνε μάλλον σήμερα.
Αυτά ήταν όλα όσα ήξερε μέσες-άκρες ο κηπουρός και μού τα μετέφερε με σχετική επιφύλαξη.
Ο ιατροδικαστής, αφού διέγνωσε ως πιθανή αιτία θανάτου την εισαγωγή κάποιου δηλητήριου στον οργανισμό του μακαρίτη, επιφυλάχθηκε κι αυτός να απαντήσει οριστικά στα σχετικά ερωτήματα μετά τη νεκροτομή και την τοξικολογική εξέταση, που θα ακολουθούσαν.
Αυτά ήταν όλα κι όλα όσα μπόρεσα κι εγώ να αναφέρω στο Διευθυντή μου, που είχε κι αυτός καταφτάσει εν τω μεταξύ στον τόπο του συμβάντος.
* * *
Στις μέρες που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι ο Ασφόδαλλος είχε 'πάει' πράγματι από δηλητήριο. Από ένα σπάνιο και σε ελάχιστα μίλιγκραμ θανατηφόρο δηλητήριο -ονόματι "δεξτραμίνη"- που μπορούσε να απομονωθεί σε ιδιαίτερα μικρές ποσότητες από το σπανιότατο επίσης φυτό "δεξτρούδιον το ομφάλιον" που συναντούσε κανείς μόνο στα υψίπεδα του Περού. Η ύπαρξή του στον οργανισμό του θύματος ανιχνεύτηκε δύσκολα, αλλά σίγουρα. 'Ενα ανεπαίσθητο σημαδάκι στο αριστερό χέρι, μεταξύ αντίχειρα και δείκτη -παράξενο,αλήθεια,σημείο!-μαρτυρούσε το σχετικό...βελονισμό, όπως διαπίστωσε ο ιατροδικαστής. Σύριγγα δε βρέθηκε ποτέ στον γύρω χώρο. Τελικά, με τη συνδρομή και άλλων στοιχείων, η εκδοχή ό,τι επρόκειτο για έγκλημα έγινε πια βεβαιότητα.
*
Ο μακαρίτης δεν είχε εχθρούς, φανερούς τουλάχιστον. Ληστεία αποκλείστηκε, αφού δεν έλειπε τίποτα απολύτως. Προφανώς λοιπόν, κάποιος δεν τον συμπαθούσε -τουλάχιστον στα κρυφά. Τόσο πολύ δεν τον συμπαθούσε μάλιστα, ώστε να τον σκοτώσει. Θανατηφόρα αντιπάθεια και οι λόγοι ουδαμώς ορατοί. Αυτές οι πληροφορίες ήταν η εισφορά της γυναίκας του, που είχε εσπευσμένα επιστρέψει από το Πήλιο, αργά την ίδια μέρα που είχε βρεθεί νεκρός ο άντρας της.
'Ηταν μια ξανθιά γύρω στα τριάντα, απ' αυτές που δεν μπορείς να μην κοιτάξεις δυο φορές. Εντυπωσιακή πράγματι -σώματι και προσώπω- κυρία, η οποία προσπαθούσε να δείχνει θλιμμένη. Προσπαθούσε. ...Τουλάχιστον αυτήν την αίσθηση μου έδινε. Γιατί όμως; Δεν τον αγαπούσε; Eντάξει. Κι εντάξει,αυτή πιθανότατα θα τον κληρονομούσε. Οχι όμως και να τον σκότωσε αυτή γι'αυτό. Ε,όχι-πήγαινε πολύ. Κατ' αρχάς, δεν προέκυπτε από πουθενά περίπτωση να έχει η κυρία υπέρογκες ανάγκες, τέτοιες που να χρειαστούν μια τόσο άμεση και δραστική...επέμβαση. Δεύτερον, πως μπορούσε να ήταν σίγουρη πως θα τον κληρονομούσε; Τρίτον...,τέταρτον...και τελευταίον: Πως; Αν το έκανε, πως το έκανε; Εκείνη σίγουρα, βρισκόταν μακριά. 'Εβαλε άλλον; Τέλος πάντων αυτές ήταν κάποιες σκέψεις που έπρεπε να κρατηθούν στα υπόψη.
*
Κατά την οικονόμο, η Κυρία κι ο συχωρεμένος ήταν πολύ αγαπημένοι. Υπερχείλιζε η ευτυχία του ενός από την παρουσία του άλλου. Σπάνιο ζευγάρι. Αυτό όμως, μέχρι πριν από τέσσερις μήνες περίπου, τότε που η Κυρία είχε ασθενήσει ξαφνικά και είχε νοσηλευτεί για τρεις ολόκληρες βδομάδες –μάλλον για κάτι που είχε σχέση με τα γυναικολογικά .'Οταν -πριν από ένα τρίμηνο περίπου- βγήκε από την κλινική, έδινε την εντύπωση ότι είχε αλλάξει και είχαν αλλάξει και τα πράγματα με τον άντρα της. 'Ολο και ψιλοτσακωνόντουσαν. Και για την οικονόμο όμως, τα πράγματα δεν ήταν όπως πρώτα. Από ήρεμη και ευγενική που ήταν απέναντί της, η κυρία Τζένη είχε γίνει αρκετά νευρική ευερέθιστη κι αυταρχική. Σα να μην ήταν η ίδια από τότε που βγήκε από την κλινική. Την κλινική του κουνιάδου της.
*
Ο κουνιάδος της ήταν γιατρός. Φτασμένος ήδη πλαστικός χειρούργος, απέκτησε περισσότερη φήμη σα γιατρός της ομοιοπαθητικής, μια και δίπλα στην πρώτη κλινική είχε φτιάξει και μια άλλη ομοιοπαθητικής -ένα κτιριακό αριστούργημα, είχαν γράψει οι εφημερίδες- που τη δούλευε περισσότερο από την πρώτη. Για το γιατρό και τη 'σχέση' του μ' αυτή τη δεύτερη κλινική ακούστηκαν και γράφτηκαν κατά καιρούς φοβερά πράγματα -για όργια, για 'αρπαγμένες' περιουσίες ή ακόμα για ύποπτους θανάτους- φήμες που ποτέ όμως δεν πήραν την δικαστική οδό... Γνωστός τζογαδόρος ο γιατρός και συνήθως αποτυχημένος. Πασίγνωστος γυναικάς και συνήθως επιτυχημένος, αφού ακόμα και στο διεθνές στερέωμα ήταν ο ακαταμάχητος σαραντάρης πλέυ-μπόυ [φατσικά, μια νεώτερη έκδοση του Ρόμπερτ Ρέντφορντ], με τις κοσμικές στήλες να φιλοξενούν συχνότατα φωτογραφίες του με διάσημα μοντέλλα. 'Οχι πως αυτό το τελευταίο μ' έβρισκε ασύμφωνο. Καθόλου μάλιστα, αλλά πως να το κάνουμε, με το μακαρίτη τον αδελφό του έμοιαζαν όσο ένα τσακάλι μ' έναν καλό σκύλο, γιαυτό και δεν υπήρχαν και ιδιαίτεροι δεσμοί μεταξύ τους.
Από τις δυο φορές που συναντήθηκα λόγω των περιστάσεων μαζί του, έβγαλα το -υποκειμενικό μεν, όχι μακράν της αληθείας όμως- συμπέρασμα ότι, το Αϊ Κιού του έτρεχε στα χωράφια της μεγαλοφυίας. Και...αυτός μάλιστα. Είχε πάντα έντονες οικονομικές ανάγκες...Να τον σκότωσε αυτός; Γιατί; Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τον κληρονομούσε. Ούτε και τον μισούσε, τουλάχιστον τόσο πολύ. 'Επειτα, τη μέρα του θανάτου του αδελφού του, ο γιατρός βρισκόταν στο Μονακό, καθώς είχε αναχωρήσει για κει την παραμονή του θανάτου- Τετάρτη ξημερώματα. 'Ομως να, πάλι ο τζόγος. Κι όλο και κάτι ψιθυριζόταν για κάποια κρυφή σχέση με θηλυκό μέλος μιας μεγάλης οικογένειας του πριγκηπάτου, οπότε το χρήμα άκρως αναγκαίον. Τέλος πάντων ήταν κι αυτό ένα θέμα που έπρεπε να κρατηθεί στα υπόψη.
* * *
Πέρασε μια βδομάδα και βρισκόμουνα ακριβώς εκεί απ' όπου ξεκίνησα, όταν ανέλαβα την υπόθεση. Κοίταζα και ξανακοίταζα τα δεδομένα, μα δε μπορούσα να καταλήξω πουθενά. Τό 'παιζα Αγκάθα Κρίστι, φτιάχνοντας τα γνωστά "σταυρόλεξα" με ερωταπαντήσεις, τίποτα. Για την ακρίβεια έβγαινε κάποια μυρωδιά, αλλά η μυρωδιά είναι μυρωδιά -δύσκολο να την καθήσεις κάτω... Κίνητρο μηδέν. Στοιχεία-ενδείξεις,μηδέν. Πληροφορίες μηδέν. Προοπτική μηδέν. Μηδέν από μηδέν, αμήν.
'Οπως έβλεπα τα πράγματα , άλλη μια υπόθεση ανθρωποκτονίας θα έμενε στο σκοτάδι. Δεν είχε περάσει δα και πολύς καιρός -ήταν δεν ήταν τέσσερις μήνες πριν που είχε βρεθεί εκείνη η γυναίκα, δολοφονημένη και άγρια κακοποιημένη, σε κάποια ερημική περιοχή της Πεντέλης. Τη γυναίκα εκείνη -ίσως κάτι πάνω από τριάντα, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή- αφού την είχαν βιάσει άγρια,την είχαν ρίξει στη φωτιά ,με αποτέλεσμα να γίνουν σχεδόν στάχτη τα χέρια της και να παραμορφωθεί φοβερά το πρόσωπό της, μα να έχουν αρκετά από τα ξανθα μαλλιά της επιβιώσει κατά παράξενη συγκυρία.
Παρά το γεγονός ό,τι όλα τα τηλεοπτικά κανάλια,επί τρεις μέρες ανακύκλωναν το θέμα, ουδείς την αναζήτησε, ουδείς την αναγνώρισε. Καθώς δεν υπήρχαν αποτυπώματα, η υπόθεση έμεινε στο σκοτάδι κι έμπηξε σε μένα το πρώτο σοβαρό αγκάθι της αποτυχημένης προσπάθειας. Το δεύτερο αγκάθι μπηγόταν τώρα. Μήπως τελικά ήταν ώρα να φύγω από το Τμήμα ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας, το Τμήμα Εξιχνίασης Εγκλημάτων Κατά Ζωής, όπως λεγόταν;...
*
'Εσβηνα το πεντηκοστό τσιγάρο μου εκείνης της μέρας -ρουφηγμένο μέχρι τη φτέρνα το διαολόπραμα- κι όταν το τηλέφωνο χτύπησε το απόγευμα της επόμενης του θανάτου Πέμπτης, το σήκωσα νωχελικά.
-"Ράκας, παρακαλώ", είπα . 'Ηταν ο κηπουρός και δεν έχασε χρόνο, μιλώντας για τον καιρό και τα τοιαύτα, μπαίνοντας ευθέως στο θέμα. -"Κυρ Αστυνόμε,ο κηπουρός της βίλας της Κηφισιάς είμαι. Δεν ξέρω αν φανεί χαζό, αλλά που ξέρεις μπορεί καμμιά φορά και να έχει σημασία. Την προηγούμενη Πέμπτη, μετά που φύγατε όλοι, βρήκα στον κήπο μια ψόφια γάτα και την έθαψα σε μια άκρη του. Τότε δεν έδωσα σημασία. Σήμερα που ξαναπήγα και είδα για άλλη μια φορά το μέρος το ξανασκέφτηκα, μάλλον γιατί συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι στη βίλα δεν υπήρχαν γάτες. Το να βρεθεί λοιπόν τη συγκεκριμένη μέρα η γάτα ψόφια, εκεί, μου φάνηκε κάπως περίεργο κι είπα να σας το πω".
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ο φαλακρός πνιγμένος πιάνεται απ' το τίποτα. Κι εγώ, αν μια ψόφια γάτα ήταν ένα τίποτα, έπρεπε να πιαστώ και απ' το τίποτα γιατί απλούστατα δεν είχα να χάσω τίποτα. Έτσι,την άλλη μέρα -την ώρα που διαβαζόταν η διαθήκη- ο ιατροδικαστής, ο κηπουρός κι εγώ πήγαμε να ξεθάψουμε μια γάτα. Ούτε ντρεπόμασταν, ούτε ήμασταν περήφανοι βέβαια γι' αυτό που κάναμε.
* * *
Τελικά,είχα κάνει καλά που είχα δώσει την κάρτα μου στον κηπουρό. Τελικά, είχε κάνει καλά κι ο κηπουρός που μου τηλεφώνησε. Τελικά, εκείνη η γάτα ήταν ένα μυστήριο.Και σα μυστήριο, ήταν και το κλειδί της υπόθεσης.
Μόλις διαπιστώσαμε ότι, το ένα απ' τα μεγάλα μπροστινά της δόντια ήταν απλά μια μικροσκοπική σύριγγα, κάτι σαν τεράστια κουτάλα ανακάτεψε -απότομα θάλεγα- την αδειωσύνη του μυαλού μου και πολλά πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν μέσα του. Σ' αυτή τη φάση οι λεπτομέρειες δεν είχαν και τόση σημασία. 'Εμενε βέβαια οι σκέψεις, ιδέες κι υποθέσεις να γίνουν αποδείξεις...
Α, ρε Παυλώφ! Ανεπανάληπτε, ατελείωτε, φοβερέ Παυλώφ...
*
Αργότερα, όταν επέστρεψα στο γραφείο, ο συνεργάτης και φίλος μου ο Στέλιος με πληροφόρησε ότι ο μακαρίτης άφησε τα πάντα στη σύζυγο. Τις επόμενες δύο ώρες εκεί στο γραφείο μου, προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου που πήδαγαν ακατάστατα η μια πίσω από την άλλη μες στο κεφάλι μου. 'Οταν νόμισα ότι τα ψευτοκατάφερα, σηκώθηκα και άρχισα να ψαχουλεύω τα αρχεία. Βρήκα και πήρα τη φωτογραφία μιας καλής γυναίκας -που είχε πεθάνει άδικα πριν λίγους μήνες, εξ αιτίας της απληστίας και των παθών κάποιων συνανθρώπων της- κι έφυγα ξανά για την έπαυλη.
Στο δρόμο διηγήθηκα όσα είχα 'πιάσει' από την ιστορία στο Στέλιο. -"'Εξυπνο! Ζόρικο!" αναφώνησε ο φίλος μου, θαυμάζοντας όχι το μυαλό μου φυσικά, αλλά το σχέδιο του φόνου. "Υπέροχα σατανικό!", συμφώνησα κι εγώ.
*
Η κυρία ήταν εκεί όταν έφθασα. Φαινόταν να συγκρατεί με κόπο την έξαψή της. Γνωριζόμασταν ήδη, ικανοποιητικά για την περίσταση. -"Πρέπει να σας αγαπούσε πολύ ο άντρας σας για να σας τ'αφήσει όλα", είπα μετά από κάποια τυπικά. Μέσα μου αναρωτιόμουνα -όπως πάντα- τι διάβολο τα θέλουν οι άνθρωποι τόσα λεφτά.
-"'Ετσι είναι κύριε Ράκα", απάντησε εκείνη. 'Ηταν ψυχρή, επιφυλακτική και ήθελε να μου δώσει να καταλάβω, ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος εκεί. Εγώ επίσης, δεν ήθελα να ήμουν εκεί, γιαυτό δεν έχασα χρόνο. 'Εβγαλα τη φωτογραφία και της την έδωσα.
-"Κοιτάξτε καλά αυτή τη φωτογραφία και πέστε μου, παρακαλώ, αν έχετε καμμιά ιδέα για το ποια είναι αυτή η γυναίκα".
Της ήρθε σα σφαλιάρα. 'Εχασε το χρώμα της, αλλά προσπάθησε και βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Η φωνή της βγήκε όμως σφυριχτή, όταν είπε:
-"Δεν καταλαβαίνω, Αστυνόμε. Γιατί θά'πρεπε δηλαδή να έχω ιδέα; Δε μου αρέσετε κύριε. Φύγετε απ' το σπίτι μου!". Μου πρότεινε τη φωτογραφία. 'Επιασα επίτηδες προσεκτικά απ' την άκρη τη φωτογραφία και την έβαλα σ' ένα αυτοσχέδιο ντοσιέ. 'Ηδη έφευγα, όταν -από την πόρτα- έριξα την τελευταία κουβέντα κι αυτή τη φορά δεν ήταν σφαλιάρα, αλλά 'άξεστη' γροθιά.
-"Ξέρετε, είπα να μη σας φέρω στην υπηρεσία μου και σας κουράσω. Σας έδειξα τη φωτογραφία, περισσότερο για να πάρω τα αποτυπώματά σας. Πάντως θα πρέπει -και πριν- να μοιάζατε πολύ με τη γυναίκα της φωτογραφίας".
Βγήκα χωρίς να περιμένω να δω την αντίδρασή της. Τώρα το χορό τον έσερνε άλλος. Εγώ.
* * *
Κάπου μια ώρα αργότερα, κουβεντιάζαμε με αρκετούς συνεργάτες την ιστορία, στο γραφείο του Διευθυντή. Το παζλ είχε πια συμπληρωθεί πλήρως. Η υπόθεση βρωμούσε πολύ βέβαια, έδειχνε όμως ταυτόχρονα και το μεγαλείο της ανθρώπινης νόησης. Ο γιατρός Αλέξανδρος Ασφόδαλλος είχε μεν τις δυο κλινικές του που του απέφεραν αξιόλογα έσοδα, είχε όμως και τα πανάκριβα γούστα του. Μέγας τζογαδόρος, που τον ήξεραν στο Λας Βέγκας ή στο Μόντε Κάρλο ακόμα και τα πεκινουά όλων των πλουσίων ή νεόπλουτων κυριών.
Αυτή τη φορά οι τοκογλύφοι τον είχαν πιάσει από το λαιμό. Πήγαινε από προθεσμία σε προθεσμία και μόνο εκείνοι που είχαν μπλέξει ποτέ με τοκογλύφους ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Είχε κι άλλη μια φορά στο παρελθόν βρεθεί σε δύσκολη θέση, όχι όμως και τόσο -αν και κόντεψε να χάσει τις κλινικές του. Τον είχε τότε βοηθήσει ο αδελφός του, αλλά του το είχε κοφτά ξεκαθαρίσει: Δε θα το ξανάκανε. Τώρα λοιπόν, δεν προσδοκούσε βοήθεια καμμιά. Τώρα... Αν είχε τα λεφτά του αδελφού του... Αν πάθαινε κάτι ο αδελφός του; Mα πάλι κι αν, αν πάθαινε κάτι, θα τον κληρονομούσε -όπως πολύ καλά κι ο ίδιος γνώριζε- η γυναίκα του, που ήταν σχεδόν εχθρική απέναντί στο γιατρό. Είχε τους λόγους της γιαυτό, αλλά... Τέλος πάντων, και να πέθαινε ο αδελφόςτου, όφελος για το γιατρό μηδέν.
*
'Ηταν σ'ένα καζίνο του Μόντε Κάρλο που την είδε, πριν περίπου έξι μήνες. Στην αρχή νόμισε πως ήταν η νύφη του και παραξενεύτηκε, μα σαν πλησίασε είδε πως έκανε λάθος. 'Εμοιαζαν πάντως καταπληκτικά. Σα δυο σταγόνες νερό -κι είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Δικαιολογημένο το λάθος του, λοιπόν.
Συνέβαινε να είναι απ' τους ‘τύπους’ του κι όπως συνήθως δε δυσκολεύτηκε να την οδηγήσει αργότερα στο δωμάτιό του. Μετά από λίγες ώρες, ενώ η κοπέλα πλέον κοιμόταν, εκείνος αναθυμόταν τις προηγούμενες ώρες. Η "δίδυμη" της νύφης του ήταν Ελληνίδα -τι σύμπτωση!- ξεπεσμένη αριστοκράτισσα και νυν συνοδός πλούσιων κυρίων. 'Η...μήπως, δεν ήταν σύμπτωση;
Το μυαλό του άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς και το πρωί ένα άκρως 'φιλόδοξο' σχέδιο είχε πάρει σάρκα και οστά στο μυαλό του. Εξάλλου στο ούτως ή άλλως κοφτερό μυαλό του πάντα άρεσε να φτιάχνει ιδιαίτερα περίπλοκα σενάρια και, στο κάτω κάτω, ήταν ένας απ' τους λίγους που τη δεξτραμίνη και την απίστευτη δραστικότητά της την είχε υπόψη του από καιρό... Σε δυο μονάχα μέρες είχε καταφέρει -με το μοναδικό του τρόπο- να πείσει την κοπέλα να γίνει συμπρωταγωνίστριά του στο "έργο" που είχε σχεδιάσει να βάλει σ'εφαρμογή. 'Οσο για κάποιες λεπτομέρειες, αυτές θά'βρισκαν τη θέση τους στην πορεία.
*
Στους επόμενους δύο μήνες η κυρία Μαριάννα Αγκάτση είχε κάνει "κτήμα" της τους τρόπους συμπεριφοράς και γενικά ζωής της κυρίας Τζένης Ασφόδαλλου. Το σχέδιο υλοποιούνταν με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια. Κάποιες πλαστικές μικροεπεμβάσεις απ' το μαγικό χέρι του γιατρού, τελειοποίησαν την ομοιότητα και μια ψιλοβραχνάδα παραπάνω στη φωνή δε θα δημιουργούσε λογικά κανένα πρόβλημα.
'Ετσι,σε κάποια δεξίωση στην οποία παρευρίσκονταν τόσο ο γιατρός, όσο κι ο αδελφός του με τη γυναίκα του, η τελευταία- μετά από κατάλληλη"περιποίηση" του ποτού της απ' το γιατρό- λιποθύμησε ξαφνικά και μεταφέρθηκε στην κλινική του κουνιάδου της, που συμπτωματικά ήταν σχεδόν δίπλα στη βίλα της δεξίωσης.
Δυο μέρες αργότερα, μια γυναίκα βρισκόταν νεκρή κι άγρια κακοποιημένη σε κάποια ερημική γωνιά της Πεντέλης, που κανείς δεν αναζήτησε. Μια άλλη γυναίκα που της έμοιαζε καταπληκτικά, έπαιζε το ρόλο δυο γυναικών μαζί, ξαπλωμένη στην κλινική του γιατρού Ασφόδαλλου. Αυτή η γυναίκα επέστρεφε μετά από τρεις βδομάδες περίπου, ως κυρία Τζένη Ασφόδαλλου, στο σπίτι της. 'Ενα κομμάτι του σχεδίου είχε στεφτεί με επιτυχία.
*
Για κάθε έξυπνο εγκληματία, ένας συνεργάτης -που θα μπορούσε κάποτε να 'μιλήσει'- είναι ήδη πολύς, δε χρειάζεται δεύτερος. Ο γιατρός χρειαζόταν και δεύτερο, παρόλο που αν και αναγκαίος ο πρώτος ήταν αφάνταστα πολύς. Δεν έπρεπε να διακινδυνεύσει κανείς απ' τους δυο τους το ιδιόχειρο τελικό χτύπημα, μα και σε καμμια περίπτωση δε θα μπορούσαν να εμπιστευτούν και τρίτο πρόσωπο. Γι'αυτό το λόγο λοιπόν κοντά τρεις μήνες αργότερα,σε μια γκαρσονιέρα της Πεύκης ο τρίτος συνεργάτης ήταν πλέον τέλεια εκπαιδευμένος.
Η γάτα, ο τρίτος συνεργάτης, είχε μάθει πια πολύ καλά το μάθημά της. Στην αρχή, όταν ξυπνούσε μες στο μπάνιο -μετά την μονοήμερη 'επιστημονική' νάρκωσή της- μάθαινε σιγά σιγά να βρίσκει το φαγητό και το 'ναρκωτικό' της κολλημένο πάνω στο ψεύτικο χέρι του γιατρού, που το κρατούσε υψωμένο μπρος στο πρόσωπό του. Η νεαρή γάτα πηδούσε στο στήθος του γιατρού, μόλις εκείνος άνοιγε στη συγκεκριμένη ώρα κάθε μέρα την πόρτα του μπάνιου, κι αποσπούσε την ειδική τροφή. Σιγά σιγά το φαγητό λιγόστευε στο 'χέρι'κι αυξανόταν σε κάποια γωνιά που διαρκώς άλλαζε, μα που πάντα η γάτα την εύρισκε από την οικεία σ'αυτήν ισχυρή μυρωδιά. Στους τρεισήμισυ περίπου μήνες πουκράτησε αυτή η εκπαίδευση, η γάτα είχε συνηθίσει πια -με τρόπο απόλυτο- να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Κάθε σαρανταοκτώ ώρες που ξυπνούσε πλέον, μόλις της άνοιγε ο γιατρός την πόρτα του μπάνιου, πηδούσε πάνω στο στήθος του, δάγκωνε το 'χέρι' και στη συνέχεια έτρεχε για την τροφή της. Τα νύχια της φυσικά, είχαν αφαιρεθεί από καιρό. Δε χρειαζόταν εξάλλου, να μείνει γραπωμένη επ'άπειρον κάπου -ούτε έπρεπε ν'αφήσει γρατσουνιές όταν ακριβώς δε θά'πρεπε...
Στο διάστημα αυτό ο γιατρός έκοψε τις...κακές συνήθειες.
'Ολα ήταν έτοιμα πια. Αναμενόταν η κατάλληλη ευκαιρία.
*
Δόθηκε όταν ο Ιερεμίας Ασφόδαλλος έφυγε για το Λονδίνο. Την ίδια μέρα έφυγε και η "γυναίκα" του για το Πήλιο.Εκείνη θα είχε ακλόνητο άλλοθι , το ίδιο ήθελε να εξασφαλίσει κι αυτός.
Ο αδελφός του θα γύριζε την Πέμπτη το βράδυ. 'Ετσι έγραφε το μετ'επιστροφής εισιτήριό του κι ο Ιερεμίας Ασφόδαλλος -ήταν παγκοίνως γνωστό αυτό- είχε απαράβατες συνήθειες. Θα γύριζε σίγουρα την Πέμπτη το βράδυ. Μόλις θα έμπαινε στο σπίτι θα άνοιγε σίγουρα τα παράθυρα. Απόλυτη συνήθεια. [Ανθρώπινο ίσως, χαζό πράγμα όμως η συνήθεια -πως να το κάνουμε]...Μετά θα πήγαινε στο μπάνιο. Σίγουρα. Και τότε...
*
Την Τρίτη το βράδυ, ο γιατρός χρησιμοποιώντας το κλειδί που πήρε απ' την "κυρία Ασφόδαλλου", έβαλε τη ναρκωμένη γάτα στο μπάνιο και ξημερώματα της Τετάρτης 'πέταξε' για το Παρίσι, με προορισμό το Μονακό. 'Η ξ ε ρ ε πως θα δρούσε η γάτα στο μπάνιο. Περίμενε όμως με βεβαιότητα ότι, αφού θα έβγαινε από το -σίγουρα- ανοικτό παράθυρο και θα έβρισκε την τροφή της κάπου στον κήπο, στη συνέχεια θα πήδαγε έξω από τα κάγκελα και κάπου μετά από λίγο θα ψοφούσε.
Ποιος να περίμενε πως θα ψοφούσε μες στον κήπο; Κι εν πάση περιπτώσει, λογικά, ποιος θα έδινε σημασία σε μια ψόφια γάτα, όπου στο κάτω κάτω κι αν βρισκόταν;
*
'Ετσι είχαν γίνει τα πράγματα περιληπτικά. Η Μαριάννα Αγκάτση είχε συλληφθεί ήδη έξω απ' το σπίτι της, τρεις ώρες μετά από τη στιγμή που την είχα 'επισκεφτεί'. Τα αποτυπώματα που άφησε πάνω στη φωτογραφία φυσικά και δεν ήταν της Τζένης Ασφόδαλλου. Η απληστία ποτέ δεν υπήρξε καλός σύμβουλος και το τίμημά της μερικές φορές είναι πολύ βαρύ. Το εισιτήριο για το Κάιρο που είχε βγάλει δεν επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει πουθενά... Το μόνο στοιχείο που πρόσθεσε στην όλη ιστορία η Αγκάτση ήταν ότι, ο βιασμός της κυρίας Ασφόδαλλου δεν ήταν μέσα στο αρχικό σχέδιο. Ατυχώς όμως για κείνη, συνέβαινε να είναι η μόνη γυναίκα που είχε -παλαιότερα- αποκρούσει τις προτάσεις του γιατρού, προτιμώντας τον αδελφό του, και φαίνεται πως ο Κύριος Αλέξανδρος Ασφόδαλλος της το 'χρωστούσε'.
* * *
Σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα το γιατρό στη δεύτερη κλινική. Μετά από τρία χτυπήματα, το σήκωσε ο ίδιος. Τώρα ακριβώς οι συνάδελφοι βρίσκονταν απέξω, όπως με είχαν προ δευτερολέπτων ενημερώσει με το σι μπι. Μπορούσα μάλιστα ν'ακούσω κάπως αμυδρά και τις σειρήνες των τριών περιπολικών, μέσα απ'το τηλέφωνο. Ίσως για πρώτη φορά να χρησιμοποιούνταν σειρήνες σε τέτοια περίπτωση...
-"Γιατρέ, όλα τελείωσαν", είπα.
-"Ναι, Αστυνόμε". Ακουγόταν κάπως θλιμμένος, αλλά μάλλον ήρεμος για την περίσταση. Είχε άδεια οπλοφορίας και ένα Ρούγκερ 3,57 στο γραφείο του. Τι σκόπευε να κάνει; Θα παραδινόταν ή θα πυροβολούσε κατά των συναδέλφων ή... Εγώ πάντως έλπιζα. 'Ελπιζα τουλάχιστον να παραδοθεί ήσυχα.
-"Είπα στα παιδιά να προσπαθήσουν να μη διαπομπευτείς, γιατρέ. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι;" συνέχισα την κουβέντα.
-"Ναι Αστυνόμε, ξέρω." Αν και περίμενα να πει κάτι ακόμα, δεν είπε. 'Ακουσα το ακουστικό ν'ακουμπάει κάπου -μάλλον σκόπιμα δεν το έκλεισε, ακουμπώντας το στο γραφείο- και σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα ακούστηκε ο κρότος ενός μοναδικού πυροβολισμού. Αλλόκοτος κρότος θα έλεγα... Τελικά, τα παιδιά δε θα είχαν κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με το γιατρό.
*
'Ημουν απ' τους λίγους που παραβρέθηκαν στην κηδεία του. Δεν είμαι βέβαιος γιατί πήγα, είχα όμως την αίσθηση πως λίγο πριν το τέλος επικοινωνήσαμε κατά κάποιο τρόπο και μου φαινόταν σα να μου είχε κάνει κάποια χάρη. Στην πραγματικότητα,από τους "μη έχοντας εργασίαν" ήμουν μόνο εγώ και μια αρκετά νεαρή ασπροφορεμένη κατάξανθη κυρία που έκλαιγε σιωπηλά σε μιαν άκρη. Συγγενής δεν ήταν -δεν είχε πια συγγενείς ο γιατρός. Ποιος ξέρει ποια μοίρα την είχε μοιράνει κι αυτή την κοπέλα... Ποιος ξέρει τι αναμνήσεις πότιζαν ή τι αναμνήσεις ξέπλεναν εκείνα τα δάκρυα που κυλούσαν πάνω στα μάγουλά της...Πάντως εγώ, δεν ήμουν εκείνος που θα γύρευα το μυστικό της.
Δεν την κατέκρινα και δεν κατέκρινα και τον εαυτό μου που βρισκόμουν εκεί. Ναι, μισούσα το
έγκλημα. Αλλά πάλι... αν δεν ήμουν ένας έντιμος αστυνομικός, ποιος ξέρει τι μπορεί να ήμουνα; T E Λ O Σ

Πηγή: το προσωπικό fb του συγγραφέα