Γράφει ο Γιώργος Ηλ. Ζιάκας
Φιλόλογος – Αρχαιολόγος – Ιστορικός
Από τα ολόχρυσα παλάτια του τυράννου, με τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη που δημιούργησε και με τους αμύθητους θησαυρούς που απέκτησε απομυζώντας πόρους από τους σκλαβωμένους Έλληνες, η σκέψη μου πέταξε στο φεγγοβόλο Σούλι, στα τιμημένα κι αγιασμένα εκείνα βράχια, που τίμησαν με την παρουσία τους τα πιο θαρραλέα, τα πιο γνήσια, τα πιο φιλελεύθερα και ηρωικά τέκνα της Ελληνικής πατρίδας, που καθόλη την τετρακοσιόχρονη και παραπάνω σκλαβιά του Γένους μας τα κράτησαν αμόλυντα κι ελεύθερα κι ας είχαν να αντιπαλέψουν με σκληρούς πασάδες και ιδιαίτερα με τον πανούργο Αλή Πασά, που κίνησε θεούς και δαίμονες για να τους ξεπαστρέψει.
Έμειναν ακλόνητοι εκεί, Γίγαντες του χρέους, του υψηλού καθήκοντος προς τη Λευτεριά και την πατρίδα, Γίγαντες ενός εξέχοντος και καταπληκτικού πατριωτικού Μεγαλείου, που δεν λογαριάζει τίποτε, ούτε κι αυτόν το θάνατο.
Έμειναν ακλόνητοι εκεί, Γίγαντες του χρέους, του υψηλού καθήκοντος προς τη Λευτεριά και την πατρίδα, Γίγαντες ενός εξέχοντος και καταπληκτικού πατριωτικού Μεγαλείου, που δεν λογαριάζει τίποτε, ούτε κι αυτόν το θάνατο.
Ποιους να πρωτοτραγουδήσει κανείς και ποιους να πρωτοϋμνήσει;
Τις περίφημες φάρες των Τζαβελαίων, των Μποτσαραίων, τον Κόγκα Δράκο, την Τζαβέλαινα, τη Δέσπω Μπότσαρη, τις Σουλιώτισσες όλες που πολεμούσαν σαν τους άνδρες, τις Ζαλογγίτισσες, που φτερούγισαν στα ουράνια πηδώντας στην αθανασία από τους γκρεμούς των κακοτράχαλων βουνών, για να μη ατιμαστούν μαζί με τα μικρά τους τα παιδιά ή τον Τζήμα Ζέρβα, που προσπάθησε ο δόλιος Αλή Πασάς να τον δωροδοκήσει με οχτακόσια πουγκιά και μια θέση στα Γιάννενα, για να προδώσει τους συμπατριώτες του. Να τι του απάντησε: «Βεζύρη Αλή Πασά, σ’ ευχαριστώ πολύ για την αγάπη που έχεις για τ’ εμένα, μον’ τα πουγκιά σου που μου γράφεις με τον Μπέτσο να μου στείλεις, να μη μου τα στείλεις, γιατί δεν ξέρω να τα μετρήσω… Μον’ κι αν ήξερα, πάλι δεν θάμουν ευχαριστημένος να σου δίνω ούτε ένα λιθαράκι από τους βράχους της πατρίδας μου και όχι να φύγω από το Σούλι για όλα τα πουγκιά σου.
Τιμές και δόξες οπού μου υπόσχεσαι να μου δίνεις δεν μου χρειάζονται, γιατί σ’ εμένα πλούτος, δόξες και τιμές είναι τα άρματά μου, οπού μ’ εκείνα φυλάω την πατρίδα μου, την ελευθερία μου, τα παιδιά μου και τιμώ το όνομα του Σουλιώτη. Ορκισμένος εχθρός σου Τζήμας Ζέρβας».
'Ετσι απάντησαν και οι Μποτσαραίοι και Τζαβελαίοι. Χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες να εξυμνήσει κανείς όλους τους Σουλιώτες, τις Σουλιώτισσες και τις Σουλιωτοπούλες, που ξεφτέλισαν τον Αλή Πασά, όταν επιχείρησε με τρεις εκστρατείες και με πολλά ασκέρια να κυριεύσει το άπαρτο κάστρο της Λευτεριάς, το Σούλι. Η πρώτη εκστρατεία πραγματοποιήθηκε το 1791, η δεύτερη το 1792 και η τρίτη το 1803 με μπαμπεσιά και δόλο από τον προδότη Πήλιο Γούσιο: «Ως πότε Μποτσαραίοι και Τζαβελαίοι φάρες δυό θα κυβερνάν το Σούλι; Ηρθε καιρός και ο Πήλιο Γούσιος να κυβερνήσει μια φορά». Αυτά έλεγε ο άθλιος.
Όμως ξεχωριστά σήμερα θα αναφερθώ στο άφθαστο μεγαλείο Ψυχής και Πνεύματος, πατριωτισμού και θυσίας του ανεπανάληπτου Καλόγερου Σαμουήλ. Ποια παράξενη μοίρα, περίεργη συγκυρία, ποια θεία θέληση τον έστειλε εκεί στ’ απόκρημνα βουνά με τη βαριά και άξια ιστορία να ευλογάει τους πιστούς, να πολεμάει τους εχθρούς και να ροβολάει στα γύρω εκεί μα και του κάμπου τα χωριά, για να προμηθεύεται τρόφιμα, ζωοτροφές και να εμψυχώνει τους κατοίκους πληρώνοντας με κομπολόγια, κομποσκοίνια και με την προσκύνηση Αγίων Λειψάνων κι ιερών εικόνων. Στις έκτακτες περιστάσεις και στους μεγάλους κινδύνους οι ενέργειες κάποιων ανθρώπων ξεπερνάνε τα συνηθισμένα μέτρα.
Στον γιγάντιο αγώνα των Σουλιωτών εμφανίστηκε η άγια και ψυχωμένη μορφή του Σαμουήλ, που περιβαλλόταν από το θαυμασμό, το σεβασμό, αλλά και το υπεράνθρωπο.
Τολμηρός και δραστήριος, θεόληπτος κι ακούραστος.
Είχε βάλει ως σκοπό της ζωής του την αναζωπύρωση της Σουλιώτικης ανδρείας και αντίστασης στον αγώνα εναντίον του Αλή Πασά.
Ονόμαζε τον εαυτό του προάγγελο Δευτέρας Παρουσίας και με κήρυγμα φοβερό, που απέπνεε το θάνατο, παρώτρυνε τους Σουλιώτες να ακολουθήσουν εκείνο το δρόμο, όπου ο θάνατος και η φύση θα έβλεπαν κατάπληκτοι τους απέθαντους Σουλίου ήρωες περιστεφανωμένους με την αθάνατη δόξα! Βλέποντας ο ίδιος ο Σαμουήλ πού θα οδηγούσε τελικά η αμείλικτη σύγκρουση Σουλιωτών – Αλή Πασά, πρόσταξε να κατασκευαστούν νέα οχυρώματα στην Αγία Παρασκευή, ανάμεσα στο Σούλι και την Κιάφα. Γύρω από αυτόν τον μυστηριώδη, αλλά εμποτισμένο με τα αθάνατα Ελληνο-Χριστιανικά ιδεώδη και ιδανικά μοναχό, παίχτηκε η τύχη, η μοίρα των γενναίων και ανυπότακτων υπερασπιστών του Σουλίου.
Μετά από συμβιβασμούς αδήριτους, οι Σουλιώτες αποφασίζουν με δάκρυα καυτά να αποχωριστούν το δοξασμένο Σούλι. Την ηρωική πορεία των Σουλιωτών την έκαναν δοξαστικό παιάνα και την κατέγραψε η Ελληνική και η Παγκόσμια Ιστορία με χρυσά γράμματα. Στην Αγία Παρασκευή είχε μείνει ο καλόγερος Σαμουήλ με πέντε παλληκάρια κι εκείνα τραυματισμένα. Και όταν οι Τούρκοι ήρθαν εκεί για να υπογράψουν τάχα τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών, περιγελώντας τον Σαμουήλ του είπαν:
— Και τώρα, καλόγερε, ποια τιμωρία θαρρείς ότι θα σου επιβάλλει ο Βεζύρης;
— Καμμιά! απάντησε ο καλόγερος.
Τράβηξε την κουμπούρα του πάνω σε αποθηκευμένα μπαρούτια και Σαμουήλ και Τούρκοι χάθηκαν κάτω από τα ερείπια.
* Από τα “Φιλολογικά Μετέωρα” του Γρηγόρη Σταγέα (2011)