Ουμπέρτο Εκο (5/1/1932-2016): ο μύθος, θαρρείς βγαλμένος από τα αναγνωστήρια και τις βιβλιοθήκες των μεσαιωνικών μοναστηριών, που ανέδειξε στο «Ονομα του Ρόδου», θέλει το επίθετό του να παραπέμπει στο ακρωνύμιο Εx Caelis Oblatus, δηλαδή «θεϊκό δώρο», όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην ιστοσελίδα του (umbertoeco.com).
Toυ ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Μεσαίωνας είναι εδώ
Πολύ πριν από «Το Ονομα του Ρόδου», με το οποίο θα κερδίσει δικαιωματικά δεσπόζουσα θέση στον κανόνα της μετανεοτερικής λογοτεχνίας, ο Εκο είναι ένας σημαντικός καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας, ένας μαχητικός αρθρογράφος, ένας φανατικός συλλέκτης βιβλίων (η βιβλιοθήκη του μετρά περί τους 50.000 τόμους, αρκετοί από αυτούς με αμύθητη βιβλιοφιλική αξία) και ένας θεωρητικός της Σημειολογίας, που ήδη από τη δεκαετία του ’60 θα την εκλαϊκεύσει στην αρθρογραφία του, σε μια ιταλική εκδοχή του Ρολάν Μπαρτ.
Στη «Σημειολογία στην καθημερινή ζωή» (μία ανθολόγηση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μάλλιαρης-Παιδεία») ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε μία ανατρεπτική σημειολογία («Για έναν σημειολογικό ανταρτοπόλεμο»), που ξέρει ταυτόχρονα να πολιτικοποιεί την επικοινωνία («Βομβαρδίζω μια πόλη για να κάνω μια είδηση») και να εκλαϊκεύει τον πολιτισμό («Ο φετιχισμός στην τέχνη») και το ποδόσφαιρο («Οι αντάρτες των γηπέδων»).
Με «Το Ονομα του Ρόδου» επέρχεται ανατροπή σε περισσότερα επίπεδα. Κατ’ αρχάς, θεμελιώνεται λογοτεχνικά, παράλληλα με τον Μπόρχες, η αξία της βιβλιοθήκης ως κιβωτού πολιτισμού, πρωτίστως όμως το στοιχείο της ριζωματικότητας στο έργο (κάθε βιβλίο κρύβει και ταυτόχρονα φανερώνει άλλα βιβλία σε μία λαβυρινθώδη υπόγεια διαδρομή).
Δεύτερον, αναδεικνύεται, μαζί με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις ή δοξασίες («Γελάει ο Θεός;»), η συγκρουσιακή δυναμική των αιρέσεων, ως προάγγελου ενός μετανεοτερικού Μεσαίωνα, ενώ παράλληλα θεμελιώνεται εκ νέου η αστυνομική φόρμα ως αφηγηματική στρατηγική. Ομως στη «Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λουάνα», ο Εκο, με πρόσχημα τη μάχη της μνήμης με τη λήθη, επιστρέφει στον παιδικό (του) μικρόκοσμο των εικονογραφημένων περιοδικών, των κόμικς και των γραμματοσήμων, με άλλα λόγια αποτύνει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον λαϊκό πολιτισμό των εικόνων και της λεγόμενης «ευτελούς λογοτεχνίας».
Εδώ, ο αναγνώστης, κατ’ ουσίαν, ξεφυλλίζει μαζί με τον συγγραφέα το προσωπικό του ημερολόγιο και λεύκωμα, μέσα από το οποίο περνά φαντασμαγορικά η κοινωνία, η ιστορία και η «ποπ κουλτούρα» στην ιταλική εκδοχή του «Topolino», του ραδιοφώνου και του «Μάντρεηκ», ό,τι ο συγγραφέας τιτλοφορεί στο 3ο μέρος του μυθιστορήματος «Οι νόστοι» (με ελληνικά στοιχεία).
Δύο κόσμοι
Στο έργο του συνταιριάζουν μοναδικά, δηλαδή ευφυώς, πέρα από την επιβλαβή μετανεοτερική δοξασία του anything goes, δύο κόσμοι: εκείνος του Αντόνιο Γκράμσι και ο άλλος του Μάρσαλ ΜακΛούαν, πατώντας γερά, δηλαδή βιωματικά, όχι μόνο θεωρητικά, στην παράδοση (εθνική και πολιτισμική) και ταυτόχρονα εξερευνώντας τον κόσμο των «μηνυμάτων», ως σύνολο στοιχείων του υλικοτεχνικού πολιτισμού της επικοινωνίας και των εικόνων, στα ίχνη του Καναδού γκουρού, αρχικά επηρεασμένος από τον λειτουργισμό, από τον οποίο έγκαιρα πάντως θα δραπετεύσει.
Παράλληλα θα συναντηθεί με τα «είδωλα» της νεότητάς του («Ο Υπεράνθρωπος των μαζών») για να «μονομαχήσει» με τον Τζέιμς Μποντ στη σκιά του Ιαν Φλέμινγκ. Σχετικά πρόσφατα θα επιστρέψει στο αγαπημένο του θέμα, το σύμπαν των βιβλίων, συνομιλώντας ακατάπαυστα με τον Ζαν-Κλοντ Καριέρ («Μην υπολογίζετε να απαλλαγείτε από τα βιβλία», 2009, Λιβάνης 2010).
Ο Εκο είναι ο κατ’ εξοχήν παραδοσιακός διανοούμενος που γράφει στη γλώσσα του Δάντη και σκέφτεται με το πνεύμα του Γκράμσι (με τον οποίο τον συνδέει στενά ο λαϊκός πολιτισμός στη σύγχρονη εκδοχή της pop culture, καθώς και η παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος), και ο τελευταίος ίσως εκπρόσωπος ενός ιταλικού ριζοσπαστικού πνεύματος που συνθέτει μία Squadra Azzura δημιουργών (από τον Μοράβια και τον Καλβίνο, στον Φελίνι, τον Αντονιόνι και τον Μπερτολούτσι, μέχρι τον Φελτρινέλι, τον Ντάριο Φο και τον Ταμπούκι), θαρρείς και είναι βγαλμένη από τον ιστορικό ημιτελικό με τη Γερμανία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού (1970).
Διόλου τυχαία ο Μαρκ Πέριμαν στην ευρηματική του «Φιλοσοφία του ποδοσφαίρου» (Penguin 1997, Αλεξάνδρεια 2006) τού δίνει τη «φανέλα με το 9», δηλαδή του σέντερ φορ, που σκοράρει επιδέξια στη μεγάλη περιοχή του πνεύματος. Στην ουσία όμως πρόκειται για έναν πολυσχιδή δημιουργό, έναν all round διανοούμενο, που τίποτα το «λαϊκό» (pop) δεν του ήταν ξένο.
Καθηγητής, συγγραφέας, συλλέκτης βιβλίων
Ο Ουμπέρτο Εκο είχε γεννηθεί στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο «Εκο» είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων «Ex Caelis Oblatus», που σημαίνει «θεϊκό δώρο». Ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματά του, κάνοντας την αρχή με «Το Ονομα του Ρόδου», που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Medicis Etranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο Εκο περνούσε τον καιρό του με τη γυναίκα του και δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη χιλιάδων βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά.
Τα βιβλία του Ουμπέρτο Εκο στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός, Πατάκη, Καστανιώτη, κ.ά. Πολλά βιβλία του κυκλοφορούσαν παλαιότερα από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Πηγή:http://www.kathimerini.gr