Για το βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Μεταίχμιο)
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Θα ήθελα εξαρχής να αναφέρω δυο λόγους που με έκαναν να εκτιμήσω ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο. Ο πρώτος λόγος αφορά την κατάρριψη μια ιδεοληψίας που ισχυρίζεται ότι βιβλία πολιτικής ανάλυσης που σέβονται το αντικείμενό τους δεν μπορούν να γίνονται best seller. Κι ότι αν συμβαίνει αυτό, τότε αυτά δεν είναι σοβαρά βιβλία. Οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντανιέλ Ζίμπλατ, καθηγητές στο Χάρβαρντ, αποδεικνύουν πως αυτή η γενίκευση είναι λανθασμένη. Έγραψαν ένα βιβλίο που χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στην απλουστευτική μανιχαϊστική ανάλυση έχει σκληρή επιστημονική δομή ενώ το το περιεχόμενό του διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Οι συγγραφείς δεν κάνουν καμία παραχώρηση στην εύκολη γραφή που αποδυναμώνει τη σοβαρή ανάλυση για να προσελκύσει αναγνώστες. Αντιθέτως, διατηρούν ισορροπία μεταξύ γλαφυρής διατύπωσης και διεισδυτικής προσέγγισης των θεμάτων που αναλύονται. Και όσο προχωρούν τόσο τεκμηριώνουν ένα σύγχρονο λόγο υπεράσπισης της δημοκρατίας που καθόλου δεν είναι ένας ελιτίστικος ρηχός αντι-λαϊκισμός. Ειδικά το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Μπορεί να σωθεί η δημοκρατία μας;» αποτελεί ένα από τα πιο καλά τεκμηριωμένα κείμενα κατά του φανατισμού· ακόμη και του φανατισμού υπέρ της δημοκρατίας, που τη βλάπτει όσο και οι εχθροί της.
Οι συγγραφείς δεν κάνουν καμία παραχώρηση στην εύκολη γραφή που αποδυναμώνει τη σοβαρή ανάλυση για να προσελκύσει αναγνώστες. Αντιθέτως, διατηρούν ισορροπία μεταξύ γλαφυρής διατύπωσης και διεισδυτικής προσέγγισης των θεμάτων που αναλύονται. Και όσο προχωρούν τόσο τεκμηριώνουν ένα σύγχρονο λόγο υπεράσπισης της δημοκρατίας που καθόλου δεν είναι ένας ελιτίστικος ρηχός αντι-λαϊκισμός. Ειδικά το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Μπορεί να σωθεί η δημοκρατία μας;» αποτελεί ένα από τα πιο καλά τεκμηριωμένα κείμενα κατά του φανατισμού· ακόμη και του φανατισμού υπέρ της δημοκρατίας, που τη βλάπτει όσο και οι εχθροί της.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ιδιαιτέρως χρηστικά επιχειρήματα κατά εκείνων που στα καθ' ημάς υπερασπίζονται δήθεν τη δημοκρατία με όπλο τους το μίσος, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ελιτισμό
Ο δεύτερος λόγος αφορά την επικαιρότητά του για τη χώρα μας, παρόλο που δεν υπάρχει ειδική μνεία. Η Ελλάδα αναφέρεται μόνο μια φορά ως ένα εκ των κρατών όπου «οι δημοκρατικοί θεσμοί δείχνουν να λειτουργούν αποτελεσματικά» (σ. 330). Όσα όμως γράφουν για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προστατεύεται η δημοκρατία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ιδιαιτέρως χρηστικά επιχειρήματα κατά εκείνων που στα καθ΄ημάς υπερασπίζονται δήθεν τη δημοκρατία με όπλο τους το μίσος, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ελιτισμό. Οι δυο συγγραφείς δίνουν άπειρα επιχειρήματα υπέρ μιας μη ελιτίστικης προάσπισης της δημοκρατίας.
Ο εκλογικός δρόμος προς τον αυταρχισμό
Στα θεμέλια των φιλελεύθερων δημοκρατιών έχουν τοποθετηθεί βόμβες αυταρχισμού. Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι πλέον οι δημοκρατίες δεν ανατρέπονται με περισσότερο ή λιγότερο φανερά στρατιωτικά πραξικοπήματα, με τη χρήση βίας και μάλιστα ένοπλης. Οι δημοκρατίες διαβρώνονται και υποσκάπτονται όταν διάφοροι δημαγωγοί πολιτικοί εκμεταλλεύονται τα πραγματικά κοινωνικά ζητήματα (ανισότητες, ρατσισμός, φτώχεια τρομοκρατία, μετανάστευση, θρησκευτικές διαφορές) για να αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους τους ως εχθρούς, για να στοχοποιούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για να περιφρονούν και να ακυρώνουν τους θεσμούς και για να ανέχονται πράξεις βίας κ.λπ.
Οι δυο συγγραφείς μέσα από παραδείγματα από χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης, καθώς και με το παράδειγμα της Ρωσίας και της Τουρκίας, αλλά στηριγμένοι και σ’ όσα προηγήθηκαν της ανόδου του Τραμπ και σ’ όσα συμβαίνουν τώρα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, διαμορφώνουν την «περίεργα μαύρη» εικόνα της ανόδου του λεγόμενου «εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό». Είναι μακρύς και επίπονος δρόμος. Η διάβρωση της δημοκρατίας είναι σταδιακή, γίνεται βήμα βήμα, χωρίς αρχικά να υπάρχουν εμφανείς παραβιάσεις της νομιμότητας και της διάκρισης των εξουσιών. Τα παραδείγματα της πορείας του Φουχιμόρι στο Περού, του Τσάβες στη Βενεζουέλα, αλλά και του Κορέα στον Ισημερινό είναι ενδεικτικά αυτής της αργής διαδικασίας.
Αυταρχικές τάσεις
Η διάβρωση της δημοκρατίας είναι σταδιακή, γίνεται βήμα βήμα, χωρίς αρχικά να υπάρχουν εμφανείς παραβιάσεις της νομιμότητας και της διάκρισης των εξουσιών. Τα παραδείγματα της πορείας του Φουχιμόρι στο Περού, του Τσάβες στη Βενεζουέλα, αλλά και του Κορέα στον Ισημερινό είναι ενδεικτικά αυτής της πορείας.
Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες υπάρχουν τέσσερεις ενδείξεις αυταρχικών τάσεων. Αυτές τις χρησιμοποιούν οι δυο συγγραφείς ως ιδεότυπο για να εντάξουν σ΄ αυτόν τις εξελίξεις στις χώρες στις οποίες απειλείται η δημοκρατία. Η πρώτη ένδειξη αφορά την απόρριψη εκ μέρους των δημαγωγών ηγετών του δημοκρατικού παιγνιδιού σε συνδυασμό με την έλλειψη σεβασμού προς τους θεσμούς, η δεύτερη αφορά την άρνηση αποδοχής των πολιτικών αντιπάλων ως ισότιμων παικτών, η τρίτη είναι η ανοχή σε πράξεις βίας ή και η ενθάρρυνσή τους και η τέταρτη είναι η ετοιμότητα για περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης των αντιπάλων αλλά και των μη φιλικών μέσων ενημέρωσης. Το αν αυτά τα χαρακτηριστικά θα οδηγήσουν στον εκφυλισμό ή όχι των δημοκρατιών εξαρτάται από τη δυνατότητα συνεργασίας και συνεννόησης των δημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές μεν αντιλήψεις για θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, αλλά (πρέπει να) έχουν κοινές αγωνίες για τα θέματα προάσπισης της δημοκρατίας.
Πάντως, όταν οι δημαγωγοί ή οι λαϊκιστές ανέρχονται στην εξουσία, αφού πρώτα έχουν χαρακτηρίσει τους αντιπάλους τους «εχθρούς της χώρας και προδότες», σταδιακά επιχειρούν να αλώσουν τους λεγόμενους «διαιτητές». Αυτοί είναι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, τα ανεξάρτητα ΜΜΕ. Από τη στιγμή που οι «διαιτητές» γίνουν δικοί τους, στρέφονται κατά των αντιπάλων τους, αρχικά εξαγοράζοντας μερικούς από αυτούς και στη συνέχεια κυνηγώντας όσους αντιστέκονται. Στο στόχαστρο μπαίνουν και τα ΜΜΕ, αλλά και ο προσεταιρισμός, είτε με εξαγορά είτε με διώξεις, των διανοουμένων. Φυσικά, οι κρίσεις τούς διευκολύνουν αφάνταστα σ’ αυτήν την πορεία. Με αυτό τον τρόπο οι αντιπολιτεύσεις ουσιαστικά οδηγούνται στην ανυπαρξία. Στη σελίδα 278 παρατίθεται ένας Πίνακας όπου καταγράφεται η πορεία προς τον αυταρχισμό κατά τον πρώτο χρόνο εξουσίας δημαγωγών ηγετών σε δέκα χώρες.
Η περίπτωση Τραμπ
Η παραπάνω ανάλυση μεταφέρεται και στις ΗΠΑ. Μια μεγάλη χώρα όπου το σύστημα ισορροπιών μεταξύ των εξουσιών και οι εγγυήσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για 150 χρόνια έδειχναν πως αυτή ήταν ασφαλισμένη από τέτοιες εκτροπές. Οι δυο πολιτικοί επιστήμονες αναφέρονται στο κλίμα συνδιαλλαγής των δυο μεγάλων κομμάτων από το 1880 μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Μια συνδιαλλαγή και συνεννόηση που όμως στήθηκε σε μια αντιδημοκρατική συμφωνία. Πολύ σημαντική εδώ παρατήρησή τους. Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί συμφώνησαν το 1877 σε τρόπους περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος των Αφροαμερικανών του Νότου. Αυτός ο περιορισμός ήταν απαίτηση των Δημοκρατικών του Νότου, οι οποίοι ωφελούνταν από τη ψήφο των λευκών, ώστε να συμβάλλουν με τη σειρά τους στη συνεννόηση των δυο κομμάτων. Όταν όμως μετά το 1965 (Νόμος για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1964 και Νόμος για το Δικαίωμα Ψήφου του 1965) καταργήθηκαν αυτοί οι περιορισμοί, τότε η αντιπαράθεση των δυο ξέφυγε σταδιακά από το πλαίσιο των διαφωνιών μόνο για οικονομικά ζητήματα και προσέγγισε τις διαφορές επί ταυτοτικών ζητημάτων. Και σταδιακά ανεστράφησαν και οι ρόλοι. Οι Δημοκρατικοί μετατράπηκαν σε πυλώνα των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι παρουσιάστηκαν ως εκπρόσωποι της Λευκής Αμερικής.
Στις ΗΠΑ άγραφοι εθιμικοί κανόνες λειτουργούσαν ως «προστατευτικά κιγκλιδώματα».
Στις ΗΠΑ άγραφοι εθιμικοί κανόνες λειτουργούσαν ως «προστατευτικά κιγκλιδώματα». Οι δυο πιο σημαντικοί από αυτούς τους άγραφους κανόνες ήταν η αμοιβαία ανοχή μαζί με τον εξοστρακισμό της θεωρίας πως ο αντίπαλος είναι εχθρός και δεύτερον η θεσμική αυτοσυγκράτηση των κομμάτων. Με αυτή τη λογική το Κογκρέσο αλλά και η Βουλή των Αντιπροσώπων απέφευγαν να αρνούνται στους Προέδρους να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους, αλλά και οι Πρόεδροι φρόντιζαν να μη φέρνουν νομοσχέδια απολύτως αναντίστοιχα με τη βούληση των δυο Σωμάτων. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα κατόρθωσε να ξεπεράσει τρεις δύσκολες περιόδους. Η πρώτη αφορούσε τις προσπάθειες του Ρούζβελτ να ενισχύσει την εκτελεστική του εξουσία, η δεύτερη τον μακαρθισμό και η τρίτη την προσπάθεια Νίξον να ακυρώσει τους κανόνες αμοιβαίας ανοχής και θεσμικής αυτοσυγκράτησης.
Έτσι και αλλιώς, όμως, μέχρι τη δεκαετία του 1980 οι θεσμοί κινούνταν στο τρίγωνο αυτοσυγκράτηση, αβρότητα και αμοιβαιότητα. Το Κεφάλαιο με τίτλο «Η απαξίωση των θεσμών» είναι μια από τις καλύτερες περιγραφές και αναλύσεις που έχω διαβάσει για τις κοινωνικές εξελίξεις και την ταξική αλλά και κομματική πόλωση που έχει δημιουργηθεί μετά το 1979 και την εμφάνιση του ακραίου γερουσιαστή Νιούτ Τζίνγκριτς στις ΗΠΑ. Μετά και την εμφάνιση του Tea Party, στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επικράτησαν οι οπαδοί της αντιμετώπισης του αντιπάλου ως εχθρού. Αυτό ήταν καταστροφικό γιατί υπέσκαψε τα θεμέλια της κοινωνικής συναίνεσης και ανοχής. Σ’ αυτή την παγίδα -σε μικρότερο βεβαίως βαθμό- έπεσαν και οι Δημοκρατικοί. Δυστυχώς, μεγάλη ευθύνη για την άνοδο του Τραμπ που αποτελεί απειλή για την αμερικανική δημοκρατία είναι οι ενέργειες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά και η μη θεσμική αντίδραση των Δημοκρατών σ’ αυτές.
Το σύστημα επιλογής των υποψηφίων για την Προεδρία, το οποίο χειραγωγείτο από τους «βαρόνους» των δύο κομμάτων, δυσκόλευε την υποψηφιότητα δημαγωγών και απρόβλεπτων προσωπικοτήτων. Μετά το 1950 άρχισε να εκδημοκρατίζεται το σύστημα επιλογής υποψηφίων για την Προεδρία, αλλά μόνο μετά το 1972 οι προκριματικές εκλογές απέκτησαν τη μορφή που έχουν σήμερα. Μέχρι τότε τα κόμματα είχαν «φίλτρα» για τις υποψηφιότητες. Κυρίαρχος ήταν ο ρόλος της ηγεσίας και των κομματικών μηχανισμών. Δημαγωγοί και απρόβλεπτες «αιρετικές» προσωπικότητες πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο αιδεσιμότατος Τσαρλς Κάφλιν, ο Χένρι Φορντ και ο Χιούι Λονγκ, αλλά και μετά, όπως ο Τζορτζ Ουάλας, ο Πατ Μπιουκάναν, ο Πατ Ρόμπερτσον, ο Στηβ Φορμπς, ο Τζέσε Τζάκσον επιδίωξαν να λάβουν χωρίς επιτυχία το χρίσμα σε ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα. Μόνο ο Ντόναλντ Τραμπ τα κατάφερε.
Αυτός με το που ανήλθε στην εξουσία προσπαθεί να ελέγξει τους «διαιτητές», κυρίως το Ανώτατο Δικαστήριο, τους δικαστές αλλά και το FBI, να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του και να αλλάξει τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού. Δεν έχει καταργήσει βεβαίως τη Δημοκρατία, αποτελεί όμως εχθρό της κατά τους συγγραφείς.
Η μετά το 1980 πόλωση και η παρουσία μερικών από τις τέσσερεις ενδείξεις που οδηγούν στον αυταρχισμό έκανε δυνατή την εμφάνιση και την επικράτηση του φαινομένου Τραμπ. Εκείνος, με το που ανήλθε στην εξουσία προσπαθεί να ελέγξει τους «διαιτητές», κυρίως το Ανώτατο Δικαστήριο, τους δικαστές αλλά και το FBI, επιχειρεί να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του και να αλλάξει τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού. Δεν έχει καταργήσει βεβαίως τη Δημοκρατία, αποτελεί όμως εχθρό της, σύμφωνα με τους συγγραφείς.
Κατά τους δυο συγγραφείς τίποτα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στους θεσμούς και στο Σύνταγμα, αν και είναι προϋποθέσεις για την προάσπιση της δημοκρατίας. Οι συνταγματικές ασφαλιστικές δικλείδες δεν αρκούν για την προστασία της Δημοκρατίας. Τα κόμματα ως θεσμοί και οι άνθρωποί τους χρειάζεται να επαγρυπνούν για να αποτραπούν αντιδημοκρατικές τάσεις και εκτροπές.
Σώζονται οι Δημοκρατίες;
Και έρχομαι στο τελευταίο μέρος και στις προτάσεις των δυο για το τι πρέπει να γίνει ώστε να σωθεί η Δημοκρατία στις ΗΠΑ. Το θεωρώ ως το σημαντικότερο κομμάτι της μελέτης, με ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον και για τα καθ’ ημάς. Οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντανιέλ Ζίμπλατ κάνουν έκκληση στις μετριοπαθείς δυνάμεις των Ρεπουμπλικάνων να απορρίψουν τις ακραίες πολιτικές του κόμματός τους και στις δυνάμεις των Δημοκρατικών να μην προσφύγουν στα ίδια μέσα -μίσος και εχθροπάθεια- για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους για τη δημοκρατία. Τούς καλεί από κοινού να υπερασπίσουν τη δημοκρατία από τους κρυφούς και φανερούς εχθρούς της. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η έκκλησή τους να μην εγκαταλείψουν οι Δημοκρατικοί τις πολιτικές ταυτότητας και σεβασμού της διαφορετικότητας που τους χαρακτήρισαν τα τελευταία χρόνια, όπως κάποιοι δήθεν «φιλελεύθεροι» τους ζητούν, αλλά να τις πλαισιώσουν με κοινωνικές πολιτικές και για την άλλη Λευκή Αμερική.
Η αντιπαράθεση με τον Τραμπ δεν μπορεί να γίνεται στο δικό του γήπεδο, με χρήση ύβρεων και την απαξίωση του αντιπάλου...
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πρέπει να ανασυγκροτηθεί όπως έπραξε η γερμανική Δεξιά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι Δημοκρατικοί να μην παρασυρθούν σε ακραίες αντιδράσεις στις οποίες τους σπρώχνει ο Τραμπ, αλλά και να μην απεμπολήσουν τις πολιτικές των ατομικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η αντιπαράθεση με τον Τραμπ δεν μπορεί να γίνεται στο δικό του γήπεδο, με όπλα τις ύβρεις και την απαξίωση του αντιπάλου, αλλά στο γήπεδο της δημοκρατικής συνείδησης με τη χρήση των αρετών της αυτοσυγκράτησης και της ανοχής. Όσοι αντιτίθενται στην απαξίωση των θεσμών, ακόμη και αν έχουν επιμέρους διαφορετικές απόψεις για την οικονομία και το κράτος, οφείλουν να συσπειρωθούν προς υπεράσπιση των δημοκρατιών, καταλήγουν. Δύσκολος συνδυασμός αλλά απαραίτητος για τη διάσωση και την αναγέννηση της δημοκρατίας στις ΗΠΑ.
Μαθήματα επίκαιρα και για την ελληνική περίπτωση, όπου μια «βόλτα» στο διαδίκτυο πείθει ότι και εδώ έχουμε φαινόμενα όπως αυτά που περιγράφονται στο παρακάτω απόσπασμα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν, ωστόσο, οι κομματικές αντιπαραθέσεις έχουν φτάσει στο σημείο να τροφοδοτούν ένα είδος κοινωνικού διχασμού και οι πολίτες ανήκουν σε δυο στρατόπεδα μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεννόησης, η αντιπαλότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία έχθρα και συνοδεύεται από την εκτόξευση ένθεν κακείθεν απειλών. Οι δυο παρατάξεις εγκαταλείπουν τότε κάθε στοιχείο αυτοσυγκράτησης, προσπαθώντας να επικρατήσουν με κάθε δυνατό μέσο. Αυτό το κλίμα όμως ευνοεί με τη σειρά του την εμφάνιση ακραίων δυνάμεων, οι οποίες αδιαφορούν πλήρως για τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ομαλή λειτουργία τους» (σ. 172).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, το δοκίμιο «Ζαν-Ζακ Ρουσσώ – Ο φιλοσόφος της πεφωτισμένης δημοκρατίας» (εκδ. Πόλις).
Πηγή: https://www.bookpress.gr