Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΟΙ ΜΗΝΕΣ!


ΑΠΟ IRAKLIS3


Ξέ­ρεις τ’ απά­τη­το βουνό που την κορφή του χιόνι
χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι ζώνει;
Εκεί στη ρίζα του βου­νού στέ­κει ένα σπίτι, κάτι
που μοιά­ζει του Ήλιου το πα­λά­τι.

Μέσα στο σπίτι κά­θο­νται δώ­δε­κα Πα­λι­κά­ρια
με πρό­σω­πα σαν τα φεγ­γά­ρια.
Εκεί ο Γε­νά­ρης κά­θε­ται, στο Χιόνι τρέ­χει ο νους του
και στο Βοριά, στους ακρι­βούς του,
εκεί ο Φλε­βά­ρης, που άγρια τα κύ­μα­τα κυ­λά­ει,

γέρ­νει στης Μυ­γδα­λιάς το πλάι,
κι ο Μάρ­της ο πε­ντά­γνω­μος, λιο­ντά­ρι όταν θυ­μώ­νει,
και όταν γε­λά­σει, χε­λι­δό­νι.
Κι ο Απρί­λης ο αν­θο­στέ­φα­νος, που πάει και τα κο­πά­δια
βό­σκει στα πρά­σι­να λι­βά­δια,

κι ο Μάης που με τον Έρωτα τον ψυ­χο­κυ­νη­γά­ρη
είναι ηλιο­γέν­νη­το ζευ­γά­ρι.
Κι ο Θε­ρι­στής, θη­σαυ­ρι­στής οπὄχει τα σι­τά­ρια,
του κά­μπου τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια.
Νά, κι ο Αλω­νά­ρης, δου­λευ­τής· όπου στα­θεί, όπου γεί­ρει,

τον κα­τα­τρέ­χει το Λιο­πύ­ρι.
Νά, κι ο Αύ­γου­στος, πο­λύ­καρ­πος, δρο­σά­τος νυ­χτε­ρεύ­ει
με το Φεγ­γά­ρι που λα­τρεύ­ει,
κι ο Τρυ­γη­τής, που λα­χτα­ρεί, σα νά ειναι κόρης χεί­λια,
τα ρο­δο­κόκ­κι­να στα­φύ­λια,

κι ο Μήνας τ’ αϊ-Δη­μη­τριού, πὄχει μια γλύκα ξένη,
κάτι σαν πόθος που πε­θαί­νει,
και τ’ Άγι’ Αντρέα ο γκαρ­δια­κός, που βάζει φο­ρε­σιά του
τα κι­τρι­νό­φυλ­λ’ απο­κά­του,
κι ο άλλος που κλαί­ει και που βο­γκά­ει και που γε­ρο­ντο­φέρ­νει

κι όλο ένα κρύο τονε δέρ­νει.
Και καρ­τε­ρεί ο κα­θέ­νας τους πότε στον κόσμο πέρα
θα πάει με τα φτερά του αγέρα,
στον κόσμο πέρα, που όλοι τους με κα­λο­σύ­νην ίδια,
του βρέ­χουν χίλια δυο στο­λί­δια,

(στο­λί­δια οϊμέ! που δε χαλάν τη Δυ­στυ­χία τη σκύλα
και της Κα­κί­ας τη μαυ­ρί­λα).
Όμως κα­νέ­νας απ’ αυ­τούς δε χαί­ρε­ται τη χάρη
του πρω­το­γέν­νη­του Γε­νά­ρη,
οπὄχει την Πρω­το­χρο­νιά μο­να­χο­θυ­γα­τέ­ρα,

τη Ρή­γισ­σα τη χρυ­σο­χέ­ρα!
Η Μοίρα την εμοί­ρα­νε· απ’ το δικό της χέρι
το κάθε τι να πέ­φτει, αστέ­ρι.
Κι ό,τι, χα­ρί­ζ’ η Ρή­γισ­σα, κι αν είναι τι­πο­τέ­νιο,
να δεί­χνε­ται μα­λα­μα­τέ­νιο.

—Για τούτο ο κό­σμος, μά­γισ­σα, για μια στιγ­μή μπρο­στά σου
με το γοργό το πέ­ρα­σμά σου,
ο μαύ­ρος κό­σμος γί­νε­ται τρα­ντά­φυλ­λο τ’ Απρί­λη
με σφρα­γι­σμέ­να ακόμα χείλη,
που μ’ ένα αλα­φρο­στά­λαγ­μα, και πριν η αυ­γού­λα φύγει,

η θεία δρο­σιά το γλυ­κα­νοί­γει!
1890