ΑΠΟ IRAKLIS3
Ξέρεις τ’ απάτητο βουνό που την κορφή του χιόνι
χειμώνα καλοκαίρι ζώνει;
Εκεί στη ρίζα του βουνού στέκει ένα σπίτι, κάτι
που μοιάζει του Ήλιου το παλάτι.
Μέσα στο σπίτι κάθονται δώδεκα Παλικάρια
με πρόσωπα σαν τα φεγγάρια.
Εκεί ο Γενάρης κάθεται, στο Χιόνι τρέχει ο νους του
και στο Βοριά, στους ακριβούς του,
εκεί ο Φλεβάρης, που άγρια τα κύματα κυλάει,
γέρνει στης Μυγδαλιάς το πλάι,
κι ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, λιοντάρι όταν θυμώνει,
και όταν γελάσει, χελιδόνι.
Κι ο Απρίλης ο ανθοστέφανος, που πάει και τα κοπάδια
βόσκει στα πράσινα λιβάδια,
κι ο Μάης που με τον Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιογέννητο ζευγάρι.
Κι ο Θεριστής, θησαυριστής οπὄχει τα σιτάρια,
του κάμπου τα μαργαριτάρια.
Νά, κι ο Αλωνάρης, δουλευτής· όπου σταθεί, όπου γείρει,
τον κατατρέχει το Λιοπύρι.
Νά, κι ο Αύγουστος, πολύκαρπος, δροσάτος νυχτερεύει
με το Φεγγάρι που λατρεύει,
κι ο Τρυγητής, που λαχταρεί, σα νά ειναι κόρης χείλια,
τα ροδοκόκκινα σταφύλια,
κι ο Μήνας τ’ αϊ-Δημητριού, πὄχει μια γλύκα ξένη,
κάτι σαν πόθος που πεθαίνει,
και τ’ Άγι’ Αντρέα ο γκαρδιακός, που βάζει φορεσιά του
τα κιτρινόφυλλ’ αποκάτου,
κι ο άλλος που κλαίει και που βογκάει και που γεροντοφέρνει
κι όλο ένα κρύο τονε δέρνει.
Και καρτερεί ο καθένας τους πότε στον κόσμο πέρα
θα πάει με τα φτερά του αγέρα,
στον κόσμο πέρα, που όλοι τους με καλοσύνην ίδια,
του βρέχουν χίλια δυο στολίδια,
(στολίδια οϊμέ! που δε χαλάν τη Δυστυχία τη σκύλα
και της Κακίας τη μαυρίλα).
Όμως κανένας απ’ αυτούς δε χαίρεται τη χάρη
του πρωτογέννητου Γενάρη,
οπὄχει την Πρωτοχρονιά μοναχοθυγατέρα,
τη Ρήγισσα τη χρυσοχέρα!
Η Μοίρα την εμοίρανε· απ’ το δικό της χέρι
το κάθε τι να πέφτει, αστέρι.
Κι ό,τι, χαρίζ’ η Ρήγισσα, κι αν είναι τιποτένιο,
να δείχνεται μαλαματένιο.
—Για τούτο ο κόσμος, μάγισσα, για μια στιγμή μπροστά σου
με το γοργό το πέρασμά σου,
ο μαύρος κόσμος γίνεται τραντάφυλλο τ’ Απρίλη
με σφραγισμένα ακόμα χείλη,
που μ’ ένα αλαφροστάλαγμα, και πριν η αυγούλα φύγει,
η θεία δροσιά το γλυκανοίγει!
1890