Ζωή Δικταίου
ΑΠΟ HERKO
Το βυσσινί πουκάμισο μια νύχτα θα φορέσω
κι ένα μικρό θαλασσινό κοχύλι στο λαιμό
το πολυκαιρισμένο μου μαντίλι άστρο θα δέσω
Μια δακρυσμένη προσευχή, να σβήσουνε τα φώτα,
συλλαβιστά ακούγονται οι λέξεις στην αρχή,
την άβυσσο τής σκέψης μου κάλεσες όπως πρώτα
ν’ ανάψουν τα σκοτάδια σου, να φέγγει η ψυχή.
Ποια προσδοκία, ποιο δέξιμο, αγκάλιασμα του πόνου
ποιο ραγισμένο κρύσταλλο ξεγέλασμα του νου,
απλώνεις τριαντάφυλλα τής Μοίρας και του χρόνου
μενεξελί παράπονο στη δύση τ’ ουρανού.
Να περπατάς με τα βουνά, να λιώνεις με την πάχνη
κρύο νερό στις χούφτες μου και πάλι να διψώ
στον ήλιο αντίκρυ σύννεφο, στη θάλασσα αλισάχνη
και σ’ άγγιγμα αφανέρωτο μια άλλη Καλυψώ.
Δικός μου ο τόπος κι ο καιρός, ας σβήσουνε τα φώτα
οι ανάσες όταν σμίγουνε ανάβουν τα σκοτάδια
να μη ρωτήσεις την καρδιά για την καινούρια ρότα
ανθίσανε τα γιασεμιά απ’ τής αυγής τα χάδια.
Σ’ ένα γεφύρι τοξωτό αψέντι και μαχαίρι
μήλο και μέλι σου κρατώ, άσωτη στη σιωπή
γράφω την αμαρτία μου με το δικό σου χέρι
γητειά στο φεγγαρόφωτο, γυμνή χωρίς ντροπή.
Αν γίνεις ποταμός πλατύς, θα σβήσουνε τα φώτα
να γίνω ιτιά, να μου μιλούν τις νύχτες τα πουλιά
ν’ αγιάσει το θολό νερό με τ’ αηδονιού μια νότα,
ν’ ανάψω τα σκοτάδια μου να κάψω τα παλιά.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Πηγή: https://atexnos.gr