Ο Κώστας Γραμματόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κατά τα έτη 1934-1940, έχοντας καθηγητή ζωγραφικής τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτικής τον Γιάννη Κεφαλληνό.
Της Κορίνας Φαρμακόρη
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1940, ο Κεφαλληνός έθεσε το Εργαστήριο Χαρακτικής και τους μαθητές του στην υπηρεσία του Έθνους. Ο Γραμματόπουλος μαζί με τη Βάσω Κατράκη και τον Τάσσο (Αλεβίζο) τυπώνουν αφίσες με πατριωτικό περιεχόμενο, «εθνικής σκοπιμότητας», όπως τις αποκαλούσε το υπουργείο Στρατιωτικών που τις είχε παραγγείλει. Οι «Γυναίκες της Πίνδου» και «Εμπρός της Ελλάδος παιδιά» είναι από τις πιο γνωστές αφίσες που δημιούργησε.
Το 1944 πραγματοποιεί την πρώτη του εργασία, μία σειρά προσωπογραφιών μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών για το περιοδικό «Νέα Εστία» – ανάμεσά τους ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Βενέζης, ο Τερζάκης.
Το 1949 αναλαμβάνει να εικονογραφήσει το Αλφαβητάριο – Τα Καλά Παιδιά του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο, μεταξύ 44 χωρών, στη Διεθνή Έκθεση Διδακτικού Βιβλίου στο Λέκεν του Βελγίου και το 1956 το Αλφαβητάριο, που διδάχτηκε μέχρι το 1978, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας.
Η Άννα, η Λόλα, η Έλλη και ο Μίμης θα συντροφέψουν χιλιάδες παιδιά και μέχρι σήμερα παραμένουν οικείοι και αγαπητοί, συνεχίζοντας την πορεία τους στον χρόνο.
Ο ίδιος θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στον Ντίνο Γιώτη: «… Τα αλφαβητάρια μιλάνε στην ψυχή των ανθρώπων. Αν τα ανοίξετε, θα καταλάβετε».
Το 1954 φεύγει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα στα École Supérieure des Beaux Arts, École Estienne και École Métίers d’ Αrt. Πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Σαρλά το 1958 και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1959.
Θα πει γι’ αυτήν του την επιλογή: «Βλακεία μου! Δεν το θεωρώ εξυπνάδα που γύρισα. Έπρεπε να μείνω. Στο Παρίσι μου ανοίγονταν μεγάλες προοπτικές. Φυλάω ακόμα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής.
Η Σουζάν ντι Κονέ, η τότε μεγαλύτερη γκαλερίστα του Παρισιού, μου ζητούσε επίμονα να μείνω. “Αν σε εμπνέει τόσο πολύ η Ελλάδα, πήγαινε δυο μήνες και ξαναέλα” μου έλεγε. Δεν την άκουσα. Σηκώθηκα κι έφυγα». Στην Ελλάδα τον καλούν «το ελληνικό τοπίο, το φως, οι θάλασσες, και ακόμα η ελληνική μυθολογία».
Τη δεκαετία του ’50 η ελληνική χαρακτική γνωρίζει μεγάλη άνθηση, ακολουθώντας την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο Γραμματόπουλος αρχίζει να εγκαταλείπει τις ασπρόμαυρες χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, δημιουργώντας έγχρωμες ξυλογραφίες μεγάλων διαστάσεων. Τα χρώματά του είναι γαλάζια, γκρίζα και γεώδη, «χρώματα εγκεφαλικά» κατά τον Παντελή Πρεβελάκη, αυτό όμως που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι η χρήση του λευκού.
«Η καινοτομία στη δουλειά μου και στη ζωγραφική και στην ξυλογραφία είναι η ανακάλυψη του λευκού χρώματος. Ως τότε το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη μαζί με άλλα χρώματα. Εγώ το χρησιμοποιώ αυτούσιο για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφράσω το ελληνικό φως και το ελληνικό τοπίο» λέει.
Ο «λυρικός-αναλυτικός κυβισμός» του, όπως τον ονομάζει η Μαριλένα Κασιμάτη, εκφράζεται απόλυτα, όταν αντικαθιστά τις πλάκες από λειασμένο ξύλο με σανίδα, ένα φτηνό και μαλακό υλικό που του επιτρέπει να φτιάχνει ξυλογραφίες σε ασυνήθιστα μεγάλες διαστάσεις. «Με τις έγχρωμες χαράξεις κατάργησε τον διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωγραφική και τη χαρακτική.
Έκαμε έγχρωμες χαράξεις που είναι πραγματικοί ζωγραφικοί πίνακες» σημειώνει ο Νίκος Αλεξίου. Η μυθολογία και το ελληνικό τοπίο κυριαρχούν στο έργο του Γραμματόπουλου, ο οποίος δίνει, σύμφωνα με τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μια «πρωτότυπη εκδοχή της νεότερης ελληνικής τοπιογραφίας», από την οποία δεν απομένει «παρά μονάχα το απόσταγμα της αίσθησης, της συγκίνησης, μετουσιωμένο σε αφηρημένες γραμμές, ρυθμούς και χρώματα».
Ο Γραμματόπουλος, παράλληλα με τη χαρακτική, ζωγραφίζει ελαιογραφίες, οι οποίες συνομιλούν άμεσα με το χαρακτικό του έργο. «Χαράκτη και ζωγράφο του Αιγαίου με ονειρικά πλάνα που αλληλοκαλύπτονται σαν πέπλα πάνω από τη θάλασσα μαζί με μυθικές μορφές» τον έχουν χαρακτηρίσει και, σύμφωνα με τον ίδιο, «το Αιγαίο ήταν μια πολύ μεγάλη πηγή έμπνευσης…». Γράφει ο Νίκος Αλεξίου: «Ο Γραμματόπουλος ψεύδεται όταν φιλοτεχνεί εκείνους τους απίθανους πίνακες που αποκαλεί “Αιγαίο”. Μέσα σε αυτό τον περιεκτικό τίτλο θέλησε να περικλείσει τον μυθοπλαστικό απόηχο τούτης της θάλασσας που προσδιόρισε τη μοίρα του τόπου μας και των ανθρώπων της. Να συλλάβει την αισθητική της συγκίνηση, από τους αιωνόβιους δρόμους που περπάτησαν περίλαμπρες μορφές τέχνης, πρωτόγνωροι φιλοσοφικοί στοχασμοί και διασταυρώθηκαν λαοί και πολιτισμοί. Εμπνεύστηκε ο Γραμματόπουλος από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά που ουσιαστικά ήταν πατήματα στη διακίνηση της Ιστορίας, που μετέφερε ρυθμούς και αρμονίες, στοχασμούς και θρησκείες, ανατάσεις και καταπτώσεις».
Και όχι μ’ αυτή την ύλη αλλά να απομιμηθούν μια άλλη ύλη». Αντικατέστησε τον τίτλο «σπουδαστής» της Σχολής με αυτόν του «νέου καλλιτέχνη». Όπως έλεγε ,«καλλιτέχνης είναι κανείς από τη στιγμή που θα πιάσει το μολύβι στο χέρι του και σπουδαστής ως το τέλος της ζωής του». Το καλοκαίρι ο Γραμματόπουλος, με τη βοήθεια χορηγών, συνήθιζε να πηγαίνει με τους σπουδαστές του Εργαστηρίου του στον Μόλυβο, όπου περνούσαν την περίοδο των διακοπών ζωγραφίζοντας. Μαθητές του υπήρξαν σπουδαίοι ζωγράφοι και χαράκτες όπως ο Αχιλλέας Δρούγκας, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Βασίλης Χάρος και η Άρια Κομιανού.
Ήτανε γλυκύτατος και στη διδασκαλία και στη συμπεριφορά απέναντί μας, διάβαζε, μας μετέφερε βιβλία γαλλικά, είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον… Τελικά, δεν φεύγαμε ούτε ώρα από το εργαστήριο. Λατρεύαμε τη χαρακτική, απόδειξη ότι όλη αυτή η φουρνιά, η δική μου φουρνιά, όλοι έχουν δουλέψει, δεν εγκατέλειψε κανένας. Επειδή ο ίδιος ήτανε πολύ κοντά μας, όλοι διδαχθήκαμε, όλοι μάθαμε».
Το 1974 φιλοτεχνεί το Εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στις σφραγίδες των δημόσιων υπηρεσιών. Ένας από τους τελευταίους κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του ’30, ο Κώστας Γραμματόπουλος έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 2003, σε ηλικία 87 ετών, ύστερα από πολύχρονη ασθένεια. Άφησε πίσω του σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο και γενιές χαρακτών στις οποίες, όπως λέει η Άρια Κομιανού: «Εκείνος έδινε την πραγματική έννοια του δημιουργού…».
Πηγη: .lifo.gr