Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΟΤΑΝ Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΤΟΥΣ NEW YORΚ TIMES ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ-Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΔΙΚΑΙΩΣΕ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ!

NEW YORK TIMES Co. EΝΑΝΤΙΟΝ ΗΠΑ


H Γκράχαμ και ο Μπράντλι έξω από το δικαστήριο της Ουάσιγκτον, Ιούνιος 1971. Φωτογραφία: AP Photo
«Λοιπόν, τι κάνουμε;» ρώτησε η Κέι Γκράχαμ, εκδότρια της Washington Post, τον διευθυντή της, Μπεν Μπράντλι. Ήταν Ιούνιος 1971 και αν δημοσίευσε τα απόρρητα έγγραφα που είχε στη διάθεσή της, κινδύνευε με οικονομική και επαγγελματική καταστροφή. «Πάμε, δημοσιεύουμε!» είπε στο τέλος.
Τον Φεβρουάριο του 1971 ο πρώην στρατιωτικός αναλυτής Ντάνιελ Έλσμπεργκ προσέγγισε τον δημοσιογράφο των New York Times Νιλ Σίναν και του παρέδωσε ένα φάκελο που σήμερα είναι γνωστός ως «Τα Χαρτιά του Πενταγώνου». Ήταν η απόρρητη έκθεση για το χρονικό της αμερικανικής παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα της Ινδοκίνας, την οποία είχε παραγγείλει ο υπουργός Άμυνας ΜακΝαμάρα, και ο Έλσμπεργκ ήταν ένας από τους συντάκτες της. Η έκθεση αποκάλυπτε ότι οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ, που τότε είχε ήδη στοιχίσει τη ζωή σε 60.000 Αμερικανούς στρατιώτες, ήταν όλα ψέμματα.
Μετά από μια διαβούλευση με τους δικηγόρους της, η εφημερίδα αρχίσει να δημοσιεύει το περιεχόμενο του φακέλου. Σχεδόν αμέσως έλαβε δικαστική διαταγή να σταματήσει. Η κυβέρνηση Νίξον ισχυρίστηκε ότι οι δημοσιεύσεις θα έκαναν «ανεπανόρθωτη ζημία στα αμυντικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών». Ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ στο σκεπτικό του επικαλείτο εναντίον του Έλσμπεργκ το άρθρο 793 του νόμου περί Κατασκοπείας του 1917.
Μέρες αργότερα, τη δημοσίευση της απόρρητης έκθεσης συνέχισε η Washington Post που είχε εντοπίσει και πλησιάσει τον Έλσμπεργκ. Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε από την Post να σταματήσει κι αυτή τις δημοσιεύσεις. Η εφημερίδα αρνήθηκε και η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Τομ Χανκς και Μέριλ Στριπ στους ρόλους του Μπράντλι και της Γκράχαμ στην ταινία The Post.
Η απόφαση «New York Times Co. εναντίον ΗΠΑ» είναι από τις ιστορικές για τον Τύπο. Στην ερώτηση αν η ελευθερία του Τύπου, την οποία εγγυάται το αμερικάνικο Σύνταγμα, εξαρτάται από την επικαλούμενη ανάγκη της κυβέρνησης να διατηρεί το απόρρητο των πληροφοριών, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα των NYT να δημοσιεύσουν το υλικό.
Οι εφημερίδες συνέχισαν τη δημοσίευση των στοιχείων και η Γκράχαμ και ο Μπράντλι δεν πήγαν ποτέ φυλακή.
Στη διάρκεια των ετών, ο αμερικανικός Νόμος Περί Κατασκοπίας έχει γίνει λάστιχο: έχει χρησιμοποιηθεί όχι μόνο εναντίον κατασκόπων, αλλά και ναζιστών, αναρχικών και κομμουνιστών –και επί προεδρίας Ομπάμα βρήκε νέο ρόλο: ήταν εννιά φορές αιτία παραπομπής πληροφοριοδοτών που έδωσαν απόρρητο υλικό σε δημοσιογράφους, πιο διάσημα στις υποθέσεις της Τσέλσι Μάνινγκ και του Έντουαρντ Σνόουντεν. Σε όλες τις περιπτώσεις επρόκειτο για ανθρώπους που εργάζονταν στις μυστικές υπηρεσίες καθώς ο νόμος περί κατασκοπείας ποτέ δεν έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφου.

Η CIA έχει τα νεύρα της

Ο δις βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος των New York Times Τζέιμς Ρίζεν, έλαβε την πρώτη του κλήτευση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ το 2008, δύο χρόνια αφότου κυκλοφόρησε το μπεστ σέλερ Εμπόλεμη κατάσταση: Η μυστική ιστορία της CIA και της κυβέρνησης Μπους που αποκάλυπτε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το φιάσκο της απόπειρας της CIA να καθυστερήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (τους έδωσαν κάποια ελαττωματικά σχεδιαγράμματα μέσω ενός Σοβιετικού επιστήμονα που όμως τα εντόπισε και ενδέχεται τελικά η όλη υπόθεση να βοήθησε το πρόγραμμα του Ιράν) και το λάθος ενός πράκτορα που εξέθεσε όλους τους μυστικούς που οι ΗΠΑ είχαν στο Ιράν, ενώ το βιβλίο ισχυρίζεται ότι ήταν απόφαση της κυβέρνησης Μπους να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε «ναρκο-κράτος» που παράγει το 80% της ηρωίνης παγκοσμίως.
Όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αλμπέρτο Γκονζάλες έκανε σε συνέντευξη Τύπου την πολύ περίεργη δήλωση ότι η έρευνα βρισκόταν σε εξέλιξη «και είναι πολύ νωρίς για να αποφασίσουν αν θα έπρεπε ή όχι να φυλακιστούν δημοσιογράφοι».
Το 2010 η νέα κυβέρνηση Ομπάμα απαίτησε από τον Ρίζεν να αποκαλύψει την πηγή πληροφοριών του. Εκείνος απάντησε με μια επιστολή: «Όταν ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης αναφέρει τη δυνατότητα δίωξης δημοσιογράφων, όπως εγώ, στο πλαίσιο του νόμου περί κατασκοπείας για τη δημοσίευση αληθινών ιστοριών που περιέχουν απόρρητες πληροφορίες, πιστεύω ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να εκφοβίσει δημοσιογράφους, όπως εγώ, από το να δημοσιεύουν ιστορίες που εκθέτουν υπερβολική κυβερνητική μυστικότητα, παρανομίες ή κατάχρηση εξουσίας. Παίρνω πολύ σοβαρά τις υποχρεώσεις μου ως δημοσιογράφος όταν δημοσιεύω ζητήματα απόρρητα ή εθνικών συμφερόντων. Παρόλα αυτά, έχω ανακαλύψει ότι υπερβολικά συχνά η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η δημοσίευση κάποιας πληροφορίας θα κάνει κακό στην εθνική ασφάλεια, όταν στην πραγματικότητα το κύριο μέλημά της είναι να καλύψει τα δικά της λάθη ή να αποφύγει την ντροπή».
O δημοσιογράφος των New York Times (σήμερα στο Fox) Τζο Ράιζεν έξω από το δικαστήριο. Ποτέ ο ίδιος δεν ονόμασε τον πληροφοριοδότη του. Φωτογραφία: AP Photo/Cliff Owen
Στο άρθρο «Ο κυβερνητικός πόλεμος εναντίον του δημοσιογράφου Τζέιμς Ρίζεν», το Nation εξετάζει και άλλο ένα θέμα: «Παρόλο που κάθε κυβέρνηση καταδικάζει τις διαρροές, όλες ανεξαιρέτως έχουν διαρρεύσει μεγάλες ποσότητες απόρρητων πληροφοριών για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς».
Πριν λίγες ημέρες, στις 9 Οκτωβρίου, πέθανε σε ηλικία 88 ετών ο Ντέιβιντ Γουάιζ, ο δημοσιογράφος που το 1964 είχε ξεσκεπάσει στο εκρηκτικό βιβλίο Η Αόρατη Κυβέρνησητις μεθόδους και τις επιχειρήσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σε όλον τον κόσμο. Η CIA ήταν τόσο θορυβημένη, που εξέτασε την πιθανότητα να αγοράσει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου, σχέδιο που ναυάγησε όταν ο εκδοτικός οίκος Random House έκανε σαφές ότι απλώς θα τύπωνε κι άλλα.

Πηγή:  iefimerida.gr