ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ήμουν σ’ ένα ημιεπαγγελματικό τραπέζι με φίλους συγγραφείς και δημοσιογράφους. Μας είχε απορροφήσει η ένταση της συζήτησης για το θέμα που όλοι αγαπάμε και το βαριόμαστε όλοι εξίσου, τα μυστικά της λογοτεχνίας, κοινώς τι βλακεία έγραψε ο ένας και τι ανοησία είπε ο άλλος. Κι έτσι δεν κατάλαβα πως ξαφνικά μάς είχε σκεπάσει όλους ένας θόλος ανήσυχης σιωπής.
Γύρω μας οι φωνές είχαν γίνει ψίθυροι, οι πελάτες είχαν σκύψει ο ένας προς τον άλλον και μελετούσαν τις οθόνες των κινητών τους. Οι κινήσεις των σερβιτόρων είχαν γίνει πιο νευρικές. Πήγαιναν κι έρχονταν σαν αλαφιασμένοι, σαν να είχαν χάσει τον προορισμό του πιάτου με το νοστιμότατο αρνάκι. Καταλάβαμε τι είχε συμβεί όταν κάποιος από την ομήγυρη απάντησε στο κινητό του. Aκουσε σύννους τον συνομιλητή του, κούνησε μια - δυο φορές πάνω και κάτω το κεφάλι του και, μ’ ένα χαμόγελο ώς τ’ αυτιά, μας ανακοίνωσε: «Παραιτήθηκε ο Κοτζιάς». Παγώσαμε. «Και τώρα τι γίνεται;» ακούστηκε μια φωνή σχεδόν ξεψυχισμένη. «Μην ανησυχείς, Κατερίνα», είπα, «υπάρχουν τόσοι ακόμη, ο Καμμένος, ο Φλαμπουράρης, ο Κουίκ, η Ξενογιαννακοπούλου, ο Πολάκης» – μόλις πρόφερα το όνομά του, το μυαλό μου σταμάτησε. «Ναι, αλλά ο Κοτζιάς είναι καθηγητής στα Χάρβαρντ και τους Πειραιάδες, ο Κοτζιάς ξέρει από good diplomacy, άσε που τον λένε και Νίκο». «Ποιος έχει παραγγείλει τσιπούρα;» ρώτησε ο σερβιτόρος, εμφανώς αγχωμένος.
Γύρω μας οι φωνές είχαν γίνει ψίθυροι, οι πελάτες είχαν σκύψει ο ένας προς τον άλλον και μελετούσαν τις οθόνες των κινητών τους. Οι κινήσεις των σερβιτόρων είχαν γίνει πιο νευρικές. Πήγαιναν κι έρχονταν σαν αλαφιασμένοι, σαν να είχαν χάσει τον προορισμό του πιάτου με το νοστιμότατο αρνάκι. Καταλάβαμε τι είχε συμβεί όταν κάποιος από την ομήγυρη απάντησε στο κινητό του. Aκουσε σύννους τον συνομιλητή του, κούνησε μια - δυο φορές πάνω και κάτω το κεφάλι του και, μ’ ένα χαμόγελο ώς τ’ αυτιά, μας ανακοίνωσε: «Παραιτήθηκε ο Κοτζιάς». Παγώσαμε. «Και τώρα τι γίνεται;» ακούστηκε μια φωνή σχεδόν ξεψυχισμένη. «Μην ανησυχείς, Κατερίνα», είπα, «υπάρχουν τόσοι ακόμη, ο Καμμένος, ο Φλαμπουράρης, ο Κουίκ, η Ξενογιαννακοπούλου, ο Πολάκης» – μόλις πρόφερα το όνομά του, το μυαλό μου σταμάτησε. «Ναι, αλλά ο Κοτζιάς είναι καθηγητής στα Χάρβαρντ και τους Πειραιάδες, ο Κοτζιάς ξέρει από good diplomacy, άσε που τον λένε και Νίκο». «Ποιος έχει παραγγείλει τσιπούρα;» ρώτησε ο σερβιτόρος, εμφανώς αγχωμένος.
Δεν είχαμε όρεξη να συνεχίσουμε. Στον δρόμο η διαύγεια του φθινοπωρινού απομεσήμερου έδινε μια ψευδαίσθηση ηρεμίας. Όμως η διαίσθησή μου δεν με ξεγελούσε. Το φρικτό ερώτημα: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς Κοτζιά;» στοίχειωνε την ατμόσφαιρα. «Θα μπορέσει η κυβέρνηση να “θρέψει” τους καρπούς των κόπων της; Θα έχει ο Τσίπρας το θάρρος και τη δύναμη να καλύψει ο ίδιος το κενό;».
Οι πεζοί έσκυβαν το κεφάλι για να αποφύγουν τις βαμμένες πλάκες του πεζοδρομίου, αισθανόσουν όμως ότι κάτι άλλο τους απασχολούσε. Προς στιγμήν, μου ήρθε μια ακραία σκηνή στο μυαλό μου: ο καθημερινός Aμερικανός πολίτης που μόλις έμαθε ότι οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ. Ευτυχώς, πάντως, οι περισσότεροι κρατούσαν την ψυχραιμία τους. Ο πατριωτισμός μας δεν μας έχει εγκαταλείψει.
Στο ταξί περιέργως ο οδηγός έδειχνε ανακουφισμένος. Με χαιρέτησε μετρίως, έβρισε μετρίως κάναν δυο κι ένα κόκκινο φανάρι και αμέσως μετά μου ανακοίνωσε: «Τη θέση του Κοτζιά θα την καλύψει ο ίδιος ο Τσίπρας». Ανακουφίστηκα όπως και να το κάνεις. Τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Οκτώβριο. Μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραιότερη αν δεν ήσουν υποχρεωμένος να ξέρεις τι σκέφτονται και τι κάνουν οι Κοτζιάδες, οι Καμμένοι και οι Τσίπρες, όμως τη σκέψη την απώθησα. Μη ζητάς απ’ την Ελλάδα περισσότερα από όσα μπορεί να σου δώσει.
Πηγή: kathimerini.gr