Στο άρθρο της Κυριακής 1/10/2023 για τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους διαβάσαμε με έκπληξη κάποια σχόλια αναγνωστών, ότι προετοιμάζουμε ουσιαστικά μία ανάλογη κατάσταση, ενός μικρού σε έκταση ελληνικού κράτους. Απαντήσαμε βέβαια σε έναν αναγνώστη, αλλά να γράψουμε κάτι και για τους υπόλοιπους. Είναι κρίμα να χαραμίζουν τη φαντασία τους γράφοντας σχόλια στο protothema.gr. Έπρεπε να την αξιοποιήσουν στο Χόλιγουντ κατά την πρόσφατη απεργία των σεναριογράφων της «Μέκκας του κινηματογράφου». Θα γίνονταν ζάπλουτοι με τα σενάρια που θα έγραφαν…
Στο σημερινό μας άρθρο θα ασχοληθούμε με τη μεγαλύτερη έκταση που είχε το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Αυτό έγινε το 1920, μετά τη Συνθήκη των Σεβρών. Ίσως τώρα χαρακτηριστούμε από κάποιους εθνικιστές κ.λπ., τους παραπέμπουμε προκαταβολικά σε όσα γράψαμε παραπάνω…
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πληθυσμιακά στοιχεία πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως επιχειρήματα για τη στήριξη των θέσεων της Ελλάδας. Όπως θα δούμε, εκείνη την εποχή η πληθυσμιακή αναλογία Ελλάδας – Τουρκίας ήταν περίπου 1:2, ενώ σήμερα φτάνει το 1:8 με αυξητικές τάσεις… Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μυστική συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα, που όμως δεν έγινε ποτέ πράξη…
Πώς διαμορφωνόταν η κατάσταση κατά την έναρξη την Συνδιάσκεψης των Παρισίων (Ιανουάριος 1919)
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου είχε δικαιωθεί, καθώς η χώρα μας μπήκε, καθυστερημένα στον Πόλεμο, ωστόσο στη λήξη του βρέθηκε μετά την ανακωχή στις νικήτριες δυνάμεις, σε αντίθεση με τους δύο μεγάλους αντιπάλους της στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Θα μπορούσε όμως ο Ελευθέριος Βενιζέλος να «καλύψει» την ελληνική απουσία από την πρώτη φάση του Πολέμου και την αργοπορημένη εμπλοκή της στο Μακεδονικό Μέτωπο; Η Συνδιάσκεψη των Παρισίων, η οποία θα ρύθμιζε τις διαφορές ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις και θα προσδιόριζε το καθεστώς της ειρήνης άρχισε τον Ιανουάριο του 1919, μέσα σε κλίμα ευφορίας από την πλευρά των νικητών.
Οι φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, με προεξάρχοντες τους Λόιντ Τζορτζ και Κλεμανσό, πρόβαλλαν το όραμα μιας «ειρήνης βασισμένης στο δίκαιο», προϋπόθεση για την επίτευξη της οποίας ήταν η κατοχύρωση της ασφάλειας και της αρχής της αυτοδιάθεσης των Λαών. Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Γούντροου Ουίλσον, περισσότερο ρηξικέλευθος, διακήρυττε την ανάγκη για ορθολογική οργάνωση της παγκόσμιας κοινωνίας: η ειρήνη θα έπρεπε στο εξής να στηρίζεται στην ικανοποίηση των νόμιμων δικαίων των εθνοτήτων και στη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού που θα μπορούσε να αναστέλλει κάθε επιθετική ενέργεια σε βάρος ενός μέλους του με την άμεση επιβολή κυρώσεων οικονομικών ή και στρατιωτικών. Έτσι, το 1920 δημιουργήθηκε η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Βέβαια, υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενες ανταγωνιστικές τάσεις και ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ασία και την Αφρική, οι οποίες είχαν σημαντική επίδραση στις εξελίξεις.
Η ελληνική παρουσία στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων υπήρξε, για πρώτη φορά σε κλίμακα πανευρωπαϊκής διακρατικής αντιπροσώπευσης, πολύ αξιοσημείωτη. Εμπνευστής της ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος από την αρχή της πολιτικής του καριέρας είχε συνδέσει την διεθνή εκπροσώπηση της χώρας μας με την επιδίωξη στενής συνεργασίας με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Θέλοντας να ενισχύσει τις ελληνικές διεκδικήσεις, αναφέρθηκε στην αρχή της αυτοδιάθεσης, κάτι που είχε διακηρυχτεί επανειλημμένα στη διάρκεια του Πολέμου. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις είχαν απαντήσει σε ερώτηση του Ουίλσον για τους σκοπούς τους στην Εγγύς Ανατολή ως εξής: «Η απελευθέρωση των λαών που υφίστανται την αιματηρή τυραννία των Τούρκων· η εκδίωξη από την Ευρώπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απόλυτα ξένης προς τον δυτικό πολιτισμό».
Οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών της Θράκης, του Πόντου και την Μικράς Ασίας, η κατάργηση παλαιών προνομίων, η βίαιη στρατολόγηση, τα εξοντωτικά οικονομικά μέτρα και οι σφαγές ή οι μαζικές εκτοπίσεις στο εσωτερικό της Ανατολίας επιβεβαίωσαν στη διάρκεια του πολέμου την εμμονή των Τούρκων εθνικιστών στην εξόντωση όλων των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Παράλληλα, η απόφαση για διαμελισμό της Γερμανικής και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας ως αντίθετων με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, έδινε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στις ελληνικές αξιώσεις απέναντι στην Πύλη. Στην Ελλάδα, μερίδα του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης έβλεπαν με σκεπτικισμό τη διάθεση του Βενιζέλου για εδαφική επέκταση της χώρας, λόγω των μακροπρόθεσμων προοπτικών για τη συμβίωση και τη συνεργασία στην Εγγύς Ανατολή, αλλά και λόγω των στρατηγικών δεδομένων που αποθάρρυναν την υπέρμετρη εξάπλωση της ελληνικής επικράτειας, ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία.
Τα πληθυσμιακά δεδομένα του ελληνισμού πριν τη Συνθήκη των Σεβρών
Οι ελληνικές διεκδικήσεις διατυπώθηκαν στο επίσημο υπόμνημα που υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Τα ελληνικά αιτήματα δεν βασίζονταν τόσο στην επίκληση των ιστορικών δικαίων, όσο στη νότια Βαλκανική, το Αιγαίο και τη δυτική Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν: από 8.256.000 Έλληνες διασκορπισμένους σε ολόκληρη την υφήλιο, το 45% περίπου ζούσε έξω από τα ελληνικά σύνορα της εποχής: 151.000 στη Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία, 731.000 στη Θράκη και στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, 43.600 στη Βουλγαρία, 1.694.000 στη Μικρά Ασία, 102.000 στα Δωδεκάνησα, 235.000 στην Κύπρο, 150.000 στην Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική, 450.000 στην Αμερική και 450.000 στη Νότια Ρωσία. Συνολικά στην οθωμανική επικράτεια ζούσαν 2.845.000 Έλληνες, το 1/5 του πληθυσμού της , που κυριαρχούσαν οικονομικά και είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η μαζική ελληνική παρουσία σε συνδυασμό με την ανάγκη για την εξασφάλιση της ισορροπίας και της ειρήνης στην περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής υπαγόρευε την υιοθέτηση των ελληνικών διεκδικήσεων στη Θράκη, στη Βόρειο Ήπειρο, τη Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. Το μεγαλύτερο τμήμα της Βορείου Ηπείρου, νότια από το ακρωτήριο Γράμμαλα, με πληθυσμό 120.000 Έλληνες και 80.000 Αλβανούς έπρεπε να παραχωρηθεί στην Ελλάδα. Ο συσχετισμός της πληθυσμιακής δύναμης του ελληνικού και του βουλγαρικού στοιχείου (731.000 έναντι 112.000) στερούσε από τους Βούλγαρους κάθε έρεισμα για έξοδο στο Αιγαίο.
Στη Δυτική Μικρά Ασία, σε μέρος από το βιλαέτι της Προύσας και σχεδόν ολόκληρο του Αϊδινίου υπήρχε σαφής αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων, που συνηγορούσε στην ενσωμάτωση στο ελληνικό βασίλειο της περιοχής από τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τον Κόλπο της Αττάλειας. Στα Δωδεκάνησα και την Κύπρο η αποτίμηση των πληθυσμιακών δεδομένων, δεν άφηνε περιθώρια για την αμφισβήτηση του ελληνικού χαρακτήρα τους, παρά τις αντιδράσεις της Ιταλίας και της Βρετανίας, αντίστοιχα. Στην Κωνσταντινούπολη το 1919 ζούσαν 1.173.670 άνθρωποι, 364.459 (31%) από τους οποίους ήταν Έλληνες και 449.114 (38%) Τούρκοι. Σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις έπρεπε να τεθεί, μαζί με την περιοχή των Στενών, σε διεθνές καθεστώς υπό την προστασία του υπό ίδρυση Οργανισμού (ΚτΕ). Τέλος στην περιοχή του Πόντου, στο βιλαέτι της Τραπεζούντας ζούσαν 350.000 Έλληνες και στο Βιλαέτι των Αδάνων 70.000, πολύ περισσότεροι από τους Τούρκους που ζούσαν εκεί.
Αυτοί, θα μπορούσαν σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις να ενσωματωθούν σε ένα αρμενικό, ανεξάρτητο κράτος. Η περιορισμένη χρονικά συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μπορούσε να λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Βενιζέλος αποφάσισε τη συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στην εκστρατεία στην Ουκρανία, εναντίον των μπολσεβίκων (1919), δηλώνοντας σχετικά: «… ο Ελληνικός Στρατός είναι εις την διάθεσιν των (συμμάχων) και δύναται να χρησιμοποιηθεί δια κοινόν αγώνα πανταχού όπου η αποστολή του ήθελε κριθεί αναγκαία». Με τη δήλωσή του αυτή προετοίμαζε το έδαφος και για αποστολή ελληνικών στρατευμάτων σε εδάφη ζωτικής εθνικής σημασίας. Άλλωστε, ο Λόιντ Τζορτζ του είχε εκμυστηρευθεί ότι: «…υπάρχουν δια την Ελλάδα great possibilities (μεγάλες πιθανότητες) εν τη Εγγύς Ανατολή και πρέπει να είσθε όσον το δυνατόν περισσότερον ισχυροί στρατιωτικώς δια να δυνηθείτε να επωφεληθείτε αυτών».
Οι ευνοϊκές συγκυρίες δεν αρκούσαν όμως για την ευόδωση των ελληνικών επιδιώξεων. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν η προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου, αλλά και η εύστοχη προβολή των εθνικών θέσεων διεθνώς. Την οργάνωση της ελληνικής προπαγανδιστικής εκστρατείας είχαν αναλάβει οι Α. Μιχαλακόπουλος, Α. Ρωμανός, Λ. Κορομηλάς, Ν. Πολίτης και Δ. Κακλαμάνος. Είχαν επίσης κινητοποιηθεί Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και επιχειρηματίες. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο ο επικεφαλής του Βρετανικού Στρατού Χένρι Ουίλσον, με μια δόση υπερβολής βέβαια: «Ο Βενιζέλος χρησιμοποιεί κατά βούληση τους τρεις «καλαμαράδες» (Λόιντ Τζορτζ, Κλεμανσό και Γούντροου Ουίλσον) για την επίτευξη των σκοπών του».
Η Συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι για τη Βόρειο Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα
Οι ελληνικές διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο προσέκρουσαν λιγότερο στην Αλβανία και περισσότερο στην Ιταλία, η οποία επιδίωκε να δημιουργήσει προτεκτοράτο σε μία, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη Αλβανία. Όμως η πλειοψηφία της ειδικής Επιτροπής υιοθέτησε το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών αξιώσεων. Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώθηκε στις 29 Ιουλίου 1919 με τη Συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι για τη συνολική ρύθμιση των ελληνοϊταλικών διαφορών: τα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα παραχωρούνταν στην Ελλάδα με εξαίρεση τη Ρόδο, ενώ στη Βόρειο Ήπειρο η Ιταλία θα δεχόταν τις ελληνικές διεκδικήσεις, ελαφρά τροποποιημένες.
Η Ελλάδα σε αντάλλαγμα υποστήριζε τις ιταλικές αξιώσεις στο λιμάνι του Αυλώνα της Αλβανίας, καθώς και την εγκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου στη γειτονική χώρα. Η χώρα μας επίσης παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας στις διεκδικήσεις της στα σαντζάκια της Μικράς Ασίας, του Αϊδινίου και του Μεντεσέ, καθώς και της κοιλάδας του Μαιάνδρου, όπου ο Ελληνικός Στρατός τα κατείχε κατά το ήμισυ. Αποφασίστηκε επίσης η ουδετεροποίηση των Στενών της Κέρκυρας και η αποστρατικοποίηση της παράκτιας ζώνης σε βάθος 25 χιλομέτρων. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών όμως και τη διαφαινόμενη παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα, ο νέος Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Σφόρτσα, κάλεσε αιφνιδιαστικά στις 22 Ιουλίου 1920 τον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη Λ. Κορομηλά και του ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της Συμφωνίας.
Έτσι, η Ιταλία υιοθέτησε εκ νέου την παραδοσιακή πολιτική περί μεγάλης Αλβανίας, πάνω στην οποία θα ασκούσε η ίδια σημαντική επιρροή. Το φθινόπωρο του 1921 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν την οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση, που είχε προκύψει από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 απορροφημένη από τις εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο δεν αντέδρασε στην απώλεια της Βορείου Ηπείρου. Μία από τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν οι έξι που εκτελέστηκαν στο Γουδί το 1922 ήταν και η αμέληση της προσάρτησης της Βορείου Ηπείρου… Πάντως, οι Ιταλοί κατήγγειλαν επίσημα το Σύμφωνο Βενιζέλου – Τιτόνι στις 25 Αυγούστου 1922, με βάση το Άρθρο 7 της Συμφωνίας.
Η παραχώρηση της Θράκης στην Ελλάδα
Το φθινόπωρο του 1919 συμμαχικός στρατός με τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων εγκαταστάθηκε στη Δυτική Θράκη. Τη διοίκηση της περιοχής που μετονομάστηκε σε «Διασυμμαχική Θράκη» ανέλαβε η Γαλλία. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1919 η Συνθήκη του Νεϊγί. Ολόκληρη η Δυτική Θράκη αποσπάστηκε από τη Βουλγαρία και περιήλθε στη συλλογική κυριαρχία των Συμμάχων. Αποφασίστηκε παράλληλα η εθελούσια μετακίνηση πληθυσμών ανάμεσα στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας και στους Βούλγαρους της Δυτικής Θράκης. Έτσι ενισχύθηκε μεν το ελληνικό στοιχείο στη Δυτική Θράκη, έσβησαν όμως και οι τελευταίες εστίες της μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στον βόρειο θρακικό χώρο. Η διασυμμαχική κατοχή διατηρήθηκε ως την άνοιξη του 1920. Τότε, τα συμμαχικά στρατεύματα αποσύρθηκαν και τη θέση τους κατέλαβαν ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες επέκτειναν την ελληνική κυριαρχία ως την Τσατάλτζα (περίπου 65 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης) αφήνοντας απ’ έξω μόνο ένα μικρό τμήμα της περιοχής της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τη θρακική ακτή την Στενών. Το ζήτημα διευθετήθηκε αργότερα με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Το μικρασιατικό ζήτημα. Η εντολή για αποβίβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Το σημαντικότερο πρόβλημα προς διευθέτηση όμως, ήταν το μικρασιατικό. Φιλικότερα διακείμενη προς την Ελλάδα φαινόταν η Μ. Βρετανία, καθώς ο πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ οραματιζόταν ένα ισχυρό ελληνικό κράτος, φορέα της βρετανικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο έπειτα από την αναδίπλωση της Ρωσίας και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έβρισκε σύμφωνους τους Υπουργούς Εξωτερικών και Αποικιών. Οι Γάλλοι που είχαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, συμμάχησαν προσωρινά με τους Βρετανούς για να εμποδίσουν τον ιταλικό επεκτατισμό.
Τον Μάρτιο του 1919, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική εντολή από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Κόλπο της Αιτάλειας.
Στο Παρίσι και το Λονδίνο εκφράστηκαν φόβοι για προέλαση με κατεύθυνση τη Σμύρνη. Εκμεταλλευόμενο την απουσία των Ιταλών, το Ανώτα Συμμαχικό Συμβούλιο κάλεσε τον Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη, με το πρόσχημα ότι κυκλοφορούσαν φήμες για επικείμενες αυθαιρεσίες σε βάρος του εκεί ελληνικού στοιχείου. Η ελληνική πλευρά αντιμετώπισε έναν απρόσμενο αντίπαλο, το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με την άφιξη των ελληνικόν στρατευμάτων και έλαβε διαστάσεις σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος αν και αρχικά δεν θεώρησε τους κεμαλικούς σοβαρή απειλή, σύντομα θορυβήθηκε και ζήτησε η Συνθήκη Ειρήνης ανάμεσα στους Συμμάχους και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να υπογράφει τάχιστα, με όρους που να εξασφαλίζουν τον πλήρη αφοπλισμό και να αποκλείουν κάθε δυνατότητα εξέγερσης μέσα στα όρια της τουρκικής επικράτειας. Οι Βρετανοί δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στον Κεμάλ θεωρώντας ότι η σουλτανική κυβέρνηση, ενδεχομένως και με τη συμβολή του Ελληνικού Στρατού θα εξόντωνε τις δυνάμεις του. Αντίθετα, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί είδαν στο κεμαλικό κίνημα έναν μελλοντικό παράγοντα ανάσχεσης της ελληνοβρετανικής διείσδυσης στον μικρασιατικό χώρο.
Τον Σεπτέμβριο του 1919 δημοσιεύτηκε το πόρισμα της Διασυμμαχικής Ανακριτικής Επιτροπής που συνήλθε για να εξετάσει τα έκτροπα που συνόδευσαν την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη και επέρριψε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στην ελληνική πλευρά. Ο Γάλλος πρωθυπουργός και πρόεδρος του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου Ζορζ Κλεμανσό υπενθύμιζε διαρκώς ότι η ελληνική κατοχή είχε προσωρινό χαρακτήρα. Θορυβημένος ο Βενιζέλος κατέστησε το Συνέδριο υπεύθυνο για την καθυστέρηση της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης με τους Τούρκους.
Στις αρχές του 1920 η κατάσταση έγινε ακόμα πιο άσχημη για την Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του έτους αυτού ψηφιζόταν το γνωστό «Εθνικό Σύμφωνο», εμπνευσμένο από του Κεμάλ και τους συνεργάτες του: κατοχύρωση της πολιτικής και της οικονομικής ανεξαρτησίας και τηνς εφαδικής ακεραιότητας και ασφάλειας του «αδιάσπαστου κράτους του τουρκικού έθνους», εθνολογικά κυρίαρχου από τις όχθες του Έβρου ως τις παρυφές του αραβικού κόσμου. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, με τη σύσταση της επαναστατικήε Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα, έτεινε να γεννηθεί πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το τουρκικό εθνικό κράτος. Όμως η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία συνέβαλε στην υπογραφή στο Δημαρχείο των Σεβρών (Sevres) της ομώνυμης συνθήκης από τους εκπροσώπους των συμμαχικών κρατών – ανάμεσά τους η Ελλάδα και της Πύλης.
Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920)
Με τη Συνθήκη των Σεβρών παραχωρούνταν στην Ελλάδα: η Ανατολική Θράκη μέχρι την Τσατάλτζα (άρθρο 27), η Ίμβρος και η Τένεδος (άρθρο 84), η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος, η Σαμοθράκη, η Σάμος και η Ικαρία (άρθρο 84), η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης (άρθρα 65 έως 83) και η Δυτική Θράκη, καθώς μεταβιβάζονταν στην Ελλάδα τα δικαιώματα που είχε εκχωρήσει η Βουλγαρία στους Συμμάχους με τη Συνθήκη του Νεϊγί. Η πόλη και η ενδοχώρα της Σμύρνης παρέμεναν υπό οθωμανική κυριαρχία. Όμως, η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μεταβιβαζόταν στην ελληνική κυβέρνηση. Μετά την πάροδο πενταετίας προβλεπόταν η προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα με απόφαση της ΚτΕ ύστερα από πρόταση της πλειοψηφίας του τοπικού κοινοβουλίου και με απλά δυνητική την προσφυγή σε δημοψήφισμα.
Οι άλλες απώλειες της Τουρκίας με τη Συνθήκη των Σεβρών
Οι εδαφικές και άλλες απώλειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προβλέπονταν από τη Συνθήκη των Σεβρών ήταν οι εξής: τα Δαρδανέλια και ο Βόσπορος θα εισέρχονταν σε καθεστώς διεθνούς έλέγχου – διοίκησης, εξασφαλίζοντας έτσι τον ελεύθερο διάπλου των Στενών. Η Μέκκα, η Μεδίνα και ολόκληρο το βιλαέτι της Χετζάζης θα μετατρέπονταν σε ανεξάρτητο βασίλειο υπό βρετανική επικυριαρχία. Το Ιράκ και η Παλαιστίνη θα τελούσαν επίσης υπό Βρετανική Εντολή, η Αραβία θα γινόταν Βρετανικό Προτεκτοράτο, ενώ η Αίγυπτος και η Κύπρος γίνονταν επίσημα βρετανικές κτήσεις. Η Συρία, η Κιλικία και ο Λίβανος θα τελούσαν υπό καθεστώς Γαλλικής Εντολής. Η Ιταλία αποκτούσε και επίσημα τα Δωδεκάνησα, ενώ η Τουρκία όφειλε να αναγνωρίσει την ιταλική κυριαρχία της Τριπολίτιδας. Το Κουρδιστάν θα αποκτούσε αυτόνομη κρατική οντότητα, ενώ η (τουρκική) επαρχία της Αρμενίας γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Η τουρκική οικονομία θα έμπαινε κάτω από διεθνή έλεγχο, ενώ η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στρατό έως 50.000 ανδρών, υπό καθεστώς διεθνούς επιτήρησης. Τη Συνθήκη αυτή δέχτηκε η σουλτανική κυβέρνηση, όχι όμως και οι κεμαλικοί…
Τα πληθυσμιακά δεδομένα μετά τη Συνθήκη των Σεβρών
Με τη Συνθήκη των Σεβρών η Τουρκία έχανε τα 2/3 της έκτασής της (από 1.589.540 τ.χλμ. σε 453.000 τ.χλμ.) και περιοριζόταν μόνο στην Κωνσταντινούπολη και την Ανατολία. Ο πληθυσμός της έφτανε μόλις τα 10 εκατομμύρια.
Την ίδια χρονιά (1920), η Ελλάδα «των πέντε θαλασσών και δύο ηπείρων» είχε πληθυσμό 5.536.375 (2.750.904 άνδρες και 2.785.471 γυναίκες). Η αναλογία των πληθυσμών δηλαδή ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ήταν 1:2. Μάλιστα τέταρτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη τότε (μετά από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά) ήταν η Αδριανούπολη, με 50.201 κατοίκους, ξεπερνώντας οριακά την Πάτρα που είχε 50.174 κατοίκους…
Επίλογος
Δυστυχώς οι αλλαγές κυβερνήσεων και συμφερόντων των Συμμάχων, εγγληματικά λάθη της ελληνικής πλευράς, η βοήθεια των μπολσεβίκων στον Κεμάλ, αλλά και κάποιες συγκηρίες ήταν αυτές που αυτή, η μεγάλη Ελλάδα έγινε σύντομα παρελθόν και ανάμνηση. Ο κεμαλικός κίνδυνος δεν εκτιμήθηκε σωστά. Έπρεπε οι δυνάμεις του Ατατούρκ να συντριβούν τον Μάρτιο του 1920, όταν στη Μικρά Ασία υπήρχαν 75.000-80.000 Έλληνες στρατιώτες και οι κεμαλικοί, που είχαν να αντιμετωπίσουν και την αντίδραση των σουλτανικών ήταν μόλις 15.000-17.000. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε τότε και το δεκαοκτάμηνο που μεσολάβησε από την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 ως τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 πέρασε ανεκμετάλλευτο. Αυτό ήταν, σύμφωνα και με φιλοβενιζελικούς ιστορικούς το μεγαλύτερο λάθος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Βέβαια η κριτική εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, χωρίς την γνώση όλων των γεγονότων της εποχής, ιδιαίτερα των παρασκηνίων, είναι εύκολη. Δεν παύει όμως η εξιστόρηση των γεγονότων του παρελθόντος να διδάσκει, γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και κάποιες φορές, όχι σαν φάρσα, αλλά σαν τραγωδία…
Πηγές: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1830-1981», Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2015
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», Τόμος Ι, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών
Πηγή:https://www.protothema.gr/