«Εν αταξίαις, εύτακτοι όντες …*» Σύνοψις ποιητική: Ένα ποίημα δομημένο με λέξεις, φράσεις και στίχους της Ελένης Γκίκα από το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής της «Εν αταξίαις εύτακτοι όντες…», μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση / ερμηνεία, κριτική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εξαιρετικής συλλογής ποιημάτων της.
Ζωγραφώ αισθήματα
και συναισθήματα στον καμβά
την ψυχή μου
με τον ρυθμό που τα βήματά μου ορίζει
κάθε ψηφί του ποιήματος
στο ταμπλό του νοήματος που δεν τελείωσε
και δεν θα τελειώσει
ίσαμε το όραμα μιας αποκάλυψης
Όνειρο προ των πυλών του αήττητου
του ακατανόητου
η νοσταλγία
κι ο έρωτας που ξορκίζει τον θάνατο
καημός απροσμέτρητος
εύοσμη λύπη μου
εύηχος άνεμος
οραμάτων ευάγκαλο απάνθισμα.
Κεντώντας με άτμητο φως αναμνήσεις στην πέτρα
την αιωνιότητα οσφραίνομαι.
Ζωγραφώντας ψηφιά στον καμβά τα όνειρά μου
τρελαίνομαι
κι αρθρώνω στίχους το αίμα μου
την ψυχή μου ξοδεύοντας σε δωρήματα.
Τρέχω ξωπίσω από ένα σύννεφο όνειρα
κυνηγώντας τη γραμμή του ορίζοντα
που χωρίζει το ορατό μέρος του κόσμου
από το αόρατο
να προφτάσω πασχίζοντας την ώρα
που βρέχει πεφταστέρια ο ουρανός
χρυσή βροχή
Είμαι ο άνεμος που κουβαλάει στα φτερά του
ένα κομμάτι γλαυκού ουρανού
κι έναν κόμπο δάκρυα
πάνω απ’ την απέραντη θάλασσα του αείρροου πόνου
για να κλείσω της λησμονιάς την απόφαση
σημάδι ευοίωνο
σαν με ζώνουν οι νύχτες των ξαφνικών βροχοπτώσεων
σ’ έναν κόσμο με περιττό αριθμό
άγριο κι απρόσμενο με αλήτη καιρό
ένα κουκί άσπρο φως στον εξώστη του χρόνου
που σταλάζει γαλήνη
για τον αιώνα τον άλλο του έαρος νόστου.
Είμαι το αστείρευτο δάκρυ
που καίει και πονάει
σαν «μοιρολόι της φώκιας»
πουλί δακρυσμένο στα χορικά του Ευριπίδη
που κλαίει και οδύρεται
κρυμμένο στης ρεματιάς τα φυλλώματα
πυρωμένη ανάσα
στης ολόξανθης άμμου το γέλασμα
Όπως ερχόμουν επέστρεφες στον ανθώνα της μνήμης
κουβαλώντας τρυφερά καλοκαίρια
μιας ζωής που ξοδεύεται
κελαηδώντας ποιήματα
σ’ έναν έρωτα απόντα
Κι όπως χανόμουν
χελιδόνι μετέωρο
χορτασμένο βροχή από όνειρα
να δειπνήσω τη σιωπή του φωτός στην απόδραση
ψηλαφούσα τον άνεμο στο κενό της απόστασης
Η βιασύνη της μέρας σαν κορμί
ξεψυχούσε στο τασάκι της νύχτας
κι εγώ
σφηνωμένη σ’ αυτήν εδώ την παλάμη του κόσμου
στην καμπή του καιρού
επιμένω
τεθλασμένη γραμμή της αβύσσου
τη σιωπή να επιβαίνω
φυλλομετρώντας την ανάλγητη λήθη
στης απουσίας τον χρόνο
Κι όπως οδεύοντας στο κενό
φορτωμένη ευωδιές από έρωτα πόνο
μνήμη τυλιγμένη στις ρυτίδες του χρόνου
επιμένω να κεντώ παραμύθια
ψηφιδωτό στον καμβά μου
στο έρεβος
χάραξε η νύχτα στο λευκό της οθόνης
2006
«Εν αταξίαις εύτακτοι όντες…»**
(Γέροντας Ηρωδίωνας της Καψάλας)
** Σύνοψις ποιητική εξ αφορμής της ποιητικής συλλογής της Ελένης Γκίκα: Με τίτλο:«Εν αταξίαις εύτακτοι όντες…» Εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 2006
Ελένη Χωρεάνθη